ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


11/6/15

Ο τζουτζές (Αργύρης Χιόνης)



Στον Νίκο Ζούδιαρη

«Κάνε με να κλάψω» είπε ο βασιλιάς
«κάνε με να κλάψω» είπε και γέλαγε.
«Χάθηκε η μάχη, κάνε με να κλάψω,
χάθηκε ο διάδοχος» είπε και γέλαγε.
«Ο εχθρός μου νίκησε, κάνε με να κλάψω,
χάνεται η χώρα μου» είπε και γέλαγε.

«Δύναμη στο κλάμα» είπε ο τζουτζές
«δεν έχω καμιά» είπε και γέλαγε.
«Των δακρύων την τέχνη δεν μου τη διδάξανε,
δεν μου τη ζητήσανε» είπε και γέλαγε.
«Με διαταγή σου, έγινα χαρούμενος,
Ξέμαθα στον πόνο» είπε και γέλαγε.
«Τώρα, πώς θα κλάψω;» είπε ο τζουτζές.
«Τώρα, πώς θα κλάψω;» είπε ο βασιλιάς.
«Τώρα, πώς θα κλάψω;» είπε και γέλαγε.


Αργύρης Χιόνης - Ό,τι περιγράφω με περιγράφει (2010)
(Από την ενότητα «Προσωπεία»)


9/6/15

Buy the shoes


Να πω ότι είμασταν φίλοι κολλητοί, ψέματα θα πω. Το ακριβέστερο θα είναι να πω ότι περάσαμε από τα ίδια μέρη και γνωρίσαμε τους ίδιους πάνω κάτω ανθρώπους, με μια μικρή διαφορά φάσης, αρκετή πάντως ώστε να μην κάνουμε κοντινή παρέα στ’ αλήθεια· είχαμε το είδος εκείνο της σχέσης που μπορείς να βρεθείς στο ίδιο πάρτυ ή στο ίδιο μαγαζί και να περάσεις καλά, έχεις ανταλλάξει τηλέφωνα και friend requests, αλλά στη φάση που είσαι μόνος σου και ψάχνεις να βρεις ένα φίλο δε σκέφτεσαι «μωρέ ας πάρω τη Ζωή». Τώρα αναδρομικά το σκέφτομαι με μια ορισμένη – πώς να το πω; – τύψη που δεν έτυχε να σηκώσω το ρημαδοτηλέφωνο πάνω από δυο-τρεις φορές εκείνα τα πρώτα χρόνια μου στην Κρήτη (πρώτα δικά μου, τελευταία δικά της). Η διαφορά φάσης, που λέγαμε.

Ίσως πάλι να φταίει το ψάρωμα που έφαγα όταν πρωτογνωριστήκαμε. Κανονικά δε θα έπρεπε να ψαρώσω, διότι της έριχνα μια δεκαετία γεμάτη και βάλε, εγώ ήδη εφτά-οχτώ χρόνια ποσντόκος, εκείνη ακόμα πάλευε με το διδακτορικό εκείνο το απόγευμα του 2007 που συμπέσαμε στο Πι του ισογείου του ΙΤΕ, δίπλα στο παρασκευαστήριο με τα χημικά και το ζυγό. Περίμενα να τελειώσει τη δουλειά της για να ζυγίσω όξινο ή δισόξινο φωσφορικό νάτριο ή κάτι τέτοιο. Ήμουνα η καινούργια φάτσα του ορόφου και με κοίταξε με κάποιο ενδιαφέρον. Η δικιά της φάτσα ήταν ενδιαφέρουσα έτσι κι αλλιώς. Πιάσαμε κουβέντα, είπαμε σε ποιο εργαστήριο είναι ο καθένας κλπ. Συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ρωτήσει το όνομά της.

- Ζωή με λένε. Ζωή Ταμπάκη.
- Ταμπάκη, ε; Από ποιο μέρος της Κρήτης είσαι;


Με κοίταξε σα να της είχα προσβάλλει την οικογένεια.

- Άκουσε να σου πω φιλαράκι, άμα ήμουνα Κρητικιά θα με λέγανε Ταμπακάκη. Όμως με λένε Ταμπάκη και είμαι Περαιώτισα. Κατάλαβες;

Μπορεί και να της είχα προσβάλει την οικογένεια, αν έκρινα από τον τρόπο που είπε το «Πε-ραι-ώ-τι-σα», συλλαβιστά, ακολουθούμενο από ένα κοφτό «Κατάλαβες;» Μπορεί και να μην της την είχα προσβάλλει πάντως, διότι με είδε που πάγωσα και ξέσπασε σε ένα γάργαρο, κελαρυστό γέλιο που ξεθύμανε μετά από ώρα σε ένα τρισύλλαβο λιγάκι επιτηδευμένο «χο χο χο».

- Μην ψαρώνεις ρε, πλάκα σου κάνω, χο χο χο. Απλά κοντεύω να κλείσω δέκα χρόνια εδώ πέρα κι έχει αρχίσει και μου τη δίνει λίγο η Κρήτη, κατάλαβες;

Ύστερα μου χαμογέλασε. Είχε ωραίο χαμόγελο, αναμφίβολα. Ήταν από τα πράγματα που τη χαρακτήριζαν, ίσως, μαζί με αυτό το «χο χο χο» που κόλλαγε σήμα κατατεθέν εδώ κι εκεί. Και τον κάπως «μάγκικο» τρόπο εκφοράς του λόγου που ερχόταν σε μια ορισμένη αντίθεση με την εικόνα μικροκαμωμένης, ολίγον ανυπεράσπιστης, κοπελίτσας των εργαστηρίων που αρχικά έβλεπες. Λίγο όμως αν τη γνώριζες καλύτερα καταλάβαινες ότι ούτε μικρό και αδύναμο κοριτσάκι ήτανε, ούτε ντεμέκ μαγκάκι. Ήταν απλά η Ζωή, τίποτα περισσότερο ή λιγότερο. Αυτό μόνο.

Δέκα χρόνια στην Κρήτη δεν ήταν και λίγα· σπουδές, μάστερ, διδακτορικό, και μάλιστα ένα διδακτορικό πολύ μπλεγμένο και πολύ κοπιαστικό, που κράτησε αρκετό καιρό ακόμα, δύο ή τρία χρόνια, χρόνια κουραστικά από πολλές απόψεις. Η Ζωή κάποτε ξέμπλεξε, ή σχεδόν ξέμπλεξε, κι έβαλε πλώρη για πιο μακριά. Βρέθηκε στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη. Η αμερικανική παροικία της ευρύτερης παρέας είχε ήδη κάμποσα μέλη· μια γενιά (μια από τις πολλές γενιές) ανθρώπων που δεν βρίσκουν την άκρη εδώ και τραβάνε στην άκρη του κόσμου. Brain drain.

Έφυγα κι εγώ για την Ολλανδία περίπου την ίδια εποχή. Χάρη στα social media και τους κοινούς φίλους κρατάγαμε μια επαφή· πιο κοντινή τελικά στη φάση που είμασταν και οι δύο ξενιτεμένοι, παρά όταν ζούσαμε στην ίδια πόλη. Μη φανταστείτε τίποτα υπερβολικό, κανένα λάικ σε τίποτα φωτογραφίες, καμιά σαχλοκουβέντα για θέματα της επικαιρότητας, καμιά πιο σοβαρή κουβέντα όταν στην Ελλάδα ζόριζαν τα πράγματα, μερικά chat τύπου «έλα ρε, πως τα περνάς» «καλά ρε, εσύ; Διάβασα το μπλογκ σου, χο χο χο, πλάκα είχε», μια γενική ευχή να τα πούμε από κοντά αν βρεθούμε ταυτόχρονα στην Ελλάδα ή αν περάσει ο ένας από τη χώρα του άλλου.

Κοιτάζω το friendship στο timeline· σκόρπιες εικόνες από όλα αυτά τα χρόνια. Ευχές στις γιορτές και τα γενέθλια. Κάτι φωτογραφίες από γάμους φίλων, φωτογραφίες με παιδιά φίλων, φωτογραφίες διακοπών στην Ελλάδα, αποκριάτικων πάρτυ στην Αμερική. Οι αμερικάνοι (;) φίλοι της στο εργαστήριο να της γράφουν στα σχόλια “Ho ho ho, malakinha”. Φωτογραφίες με τα μαλλιά καρέ ή πιο μακριά, πιο κόκκινα ή πιο καστανά, με εκείνη τη λάμψη στο βλέμμα (μεγάλα, καταπράσινα μάτια) και το χαμόγελο, πάντα. Της πόσταρα μια φορά τον «Πινόκλη», ένα παλιό ρεμπετοφανές ζεϊμπέκικο της Αμερικής, σε εκτέλεση του Θανάση Παπακωνσταντίνου.

Εις τον Πειραιά καθόμουνα, που είναι το Πασαλιμάνι
Μα στο Νιουγιόρκι κάθομαι, στη Μάντισον σε χάνι.




Πάτησε «λάικ». Μετά πιάσαμε μια διαδικτυακή κουβέντα κάμποση ώρα. Κατά καιρούς λέγαμε διάφορα στο chat, για τα πράγματα που αφήσαμε πίσω, για το άρθρο από το διδακτορικό της που δεν έλεγε να δημοσιευτεί και την κρατούσε δέσμια σε χαμηλότερο status από όσο της αναλογούσε, για τους κοινούς φίλους, για το άδηλο μέλλον. Για την φίλη μας την Ειρήνη, κάτοικο Νέας Υόρκης εκείνη την εποχή, που από μια ζαλάδα βρέθηκε από τη μια μέρα στην άλλη να αναρρώνει από επέμβαση αφαίρεσης όγκου από το κεφάλι της. Για τον ξαφνικό θάνατο του παλιού διευθυντή του Ινστιτούτου. Για ένα επικείμενο ταξίδι της στην Πορτογαλία (όπου εγώ είχα μετακινηθεί πια) όπου δεν συμπέσαμε διότι λόγω ελληνικού Πάσχα ήμουν στην Ελλάδα, αν και της έδωσα ακριβείς οδηγίες πού να πάει και τι να κάνει για να περάσει όμορφα στη Λισσαβώνα (όπως και πέρασε, από ό,τι μου έγραψε μετά).

Θυμάμαι το ψιλοδούλεμα που μου έριξε όταν της είπα ότι ξαναγυρίζω στην Κρήτη. Θυμάμαι που την τρολάριζα ελαφρώς μια φορά πέρσι, αρχές καλοκαιριού, που έκλεισε τηλεφωνικό ραντεβού με την Ειρήνη (που είχε μετακομίσει στο Σηάτλ εν τω μεταξύ σε αναζήτηση υγιέστερων συνθηκών ζωής εν γένει) σε ανοιχτό σχόλιο στο timeline. «Κορίτσια, σας βλέπει ο κόσμος όλος». «Άσε μας ρε Μπιλ, το θέμα είναι σοβαρό».

Ήταν σοβαρό. Θα μπορούσε να ήταν ένας απλός, αν και επίμονος πόνος στα κόκκαλα, μια παρενέργεια του τζόγκιγκ όπως την είχαν διαβεβαιώσει αρχικά. Όμως ήταν ένα επιθετικό, μεταστατικό, κακοήθες μελάνωμα όπως αποδείχτηκε όταν ήρθε στην Ελλάδα και ξεκίνησε θεραπεία. Μια άνιση, απελπισμένη, σύντομη μάχη, που την τσάκισε σε λίγες βδομάδες. Έφυγε τον Οκτώβρη του 2014· είχε κλείσει τα 35 λίγους μήνες πριν.

Να πω ότι είμασταν φίλοι κολλητοί, ψέματα θα πω. Δεν ανέβηκα στην Αθήνα για την κηδεία της, και δεν μπόρεσα να πάω σε ένα μνημόσυνο που έκανε μια φίλη της εδώ κοντά. Τη σκέφτομαι όμως πότε-πότε, είναι αλήθεια, με μια αίσθηση «γιατί ρε γαμώτο», όχι τόσο για τα (ελάχιστα) πράγματα που ζήσαμε ως κοινή εμπειρία, αλλά για το πλήθος των πραγμάτων που ενδεχομένως δεν πρόλαβε να ζήσει και να χαρεί όσο θα της άξιζε: ερωτευμένα καλοκαίρια σε νησιά, ξημερώματα δίπλα στη θάλασσα στο Λιβυκό, γιορτές αγαπημένων προσώπων, τα παιδιά των φιλενάδων της που μεγαλώνουν, το άρθρο της διατριβής της που δημοσιεύτηκε εν τέλει μεταθανατίως, με ένα σταυρουδάκι δίπλα στο όνομά της (dedicated to the memory of…) – μια ελάχιστη, πολύ καθυστερημένη δικαίωση.

Πριν λίγο καιρό με τσίγκλησε μια πρωτοβουλία της Ειρήνης από το μακρινό Σηάτλ. Ήθελε να τρέξει, στη μνήμη της Ζωής, σε έναν αγώνα δρόμου με το όνομα Miles for Melanoma, που αποσκοπούσε στη συγκέντρωση χρημάτων για την έρευνα στο Μελάνωμα. Μερικές φίλες και φίλοι από διάφορα μέρη του κόσμου ανταποκρίθηκαν στην πρωτοβουλία αποφασίζοντας να τρέξουν μαζί της, την ίδια ώρα, όπου κι αν βρίσκονταν. Το πράγμα οργανώθηκε εν τάχει διαδικτυακά, και κατά παράδοξο τρόπο αγκάλιασε όλη τη Γη, από τη Δυτική Ακτή της Αμερικής ως τη Νέα Ζηλανδία, και ποικίλες εθνότητες παλιών φίλων, συνεργατών, γνωστών ή και αγνώστων που βρήκαν καλή την ιδέα.

Έτσι, την Κυριακή 8 το πρωί ώρα Σηάτλ (6 το απόγευμα ώρα Ηρακλείου, ευτυχώς για μερικούς από μας) μαζευτήκαμε καμιά τριανταριά στην είσοδο του Κούλε στο βενετικό λιμάνι του Ηρακλείου, και πορευτήκαμε κατά μήκος του λιμενοβραχίονα και πάλι πίσω (σχεδόν 5 χιλιόμετρα το όλον, ίση απόσταση με τα 3,1 μίλια του Σηάτλ). Ορισμένοι κρατούσαν μερικά λουλούδια, που τα άφησαν στη θάλασσα από την άκρη του μώλου. Άλλοι ήρθαν με παιδιά στο χέρι, άλλοι στο καρότσι, άλλοι στην κοιλιά. Άλλοι έτρεξαν, άλλοι περπατήσαμε (καθότι την τελευταία φορά που εγώ τουλάχιστον έτρεξα στη ζωή μου, η Ζωή πρέπει να μπουσούλαγε ακόμα).

Σε άλλα μέρη του κόσμου κάποιοι έκαναν ποδήλατο, άλλοι αναρρίχηση. Κοιτάζω τη σελίδα του event λίγες ώρες αργότερα και ανακαλύπτω άγνωστα μέρη στη Χιλή, τη Βραζιλία, το Μεξικό, σε κάμποσες πολιτείες της Αμερικής, στην Αυστραλία. Τη γνωστή μου γέφυρα της 25ης Απρίλη στις όχθες του Τάγου στη Λισσαβώνα. Δρόμους του Ρότερνταμ και του Μονάχου, πάρκα της Οξφόρδης, της Νέας Υόρκης, του Σικάγου. Κόσμο πολύ να κατηφορίζει στην Πειραϊκή, με καρφιτσωμένο στη μπλούζα το αθώο σχεδιάκι της Ειρήνης με κάποιον που τρέχει μέσα σε μια καρδιά που γράφει “For Zoaki”, υπό τα απορημένα βλέμματα των περαστικών που αναρωτιούνται τι είδους ζωάκι να είναι αυτό άραγε.

Στα απομεινάρια της μέρας επιπλέον διόμισι-τρεις χιλιάδες δολάρια (μια μαγιά που ίσως μεγαλώσει στο μέλλον) που θα διατεθούν στην έρευνα για το μελάνωμα, πλήθη φωτογραφιών με πάνω από διακόσιους ανθρώπους παγκοσμίως που μνημονεύουν το Ζωάκι, κι ένα ραντεβού για του χρόνου.

Του χρόνου μπορεί και να δοκιμάσω να τρέξω· καλά να είμαστε ως τότε.

Life is short, γαμώτο.

Μνήμη Ζωής Ταμπάκη (1979-2014) και όλων των προώρως αναχωρησάντων.