ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


27/9/14

Συμπυκνωμένο κακό


Time bandits, του Τέρι Γκίλιαμ (1981)

[...]Κι ἄ σοῦ μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς
εἶναι γιατὶ τ' ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη
δέν κουβεντιάζεται γιατί εἰναι ζωντανή
γιατί εἰναι ἀμίλητη καὶ προχωράει∙
στὰζει τὴ μέρα, στὰζει στὸν ὕπνο
μνησιπήμων πόνος.


Γιώργος Σεφέρης - Τελευταίος Σταθμός

Αν και η ταινία είναι του 1981 εγώ την είδα πολλά χρόνια αργότερα και μάλλον στην τηλεόραση. Αν θυμάμαι καλά ο ελληνικός της τίτλος ήταν κάτι σαν Θεότρελοι (ή υπέροχοι) ληστές και τα κουλουβάχατα της ιστορίας, αλλά ο αγγλικός που τον θυμάμαι σίγουρα είναι Time bandits. Την εποχή που την πρωτοείδα νόμιζα ότι ήταν άλλη μια ταινία των Μόντυ Πάιθονς, αλλά στην πραγματικότητα ήταν του Τέρι Γκίλιαμ μόνο, αν και βοηθούσαν μερικοί από τους παλιούς του φίλους της παρέας. Από την ταινία δεν μου έχουν μείνει πολλά, θυμάμαι ωστόσο μια τελική σκηνή μάχης που διαδραματίζεται στο Κάστρο του Απόλυτου Σκότους μεταξύ των ηρώων μας (του παιδιού-πρωταγωνιστή και μερικών νάνων που είναι οι θεότρελοι ή υπέροχοι ληστές του τίτλου) και του κακού της υπόθεσης, ενός πραγματικά κακότατου κακού τύπου που εδρεύει στο εν λόγω κάστρο. Η μάχη θα έληγε με συντριβή των καλών της υπόθεσης αν δεν παρενέβαινε ως από μηχανής θεός ένας θεός από μηχανής που λεγόταν Υπέρτατο Ον και όπως λέει το τραγουδάκι ήτανε πολύ αμπιγιέ κι είχε ένα κοστούμι ριγέ και φορούσε πάντα λουλούδι στο πέτο (εντάξει, μπορεί και να μη φορούσε, και να το θυμάμαι μπερδεμένα τώρα).

Το δια ταύτα πάντως ήτανε ότι ο κ. Υπέρτατο Ον πετρώνει τον κακό με μια αποφασιστική παρέμβαση, κι αυτός από την κακία του κάνει μπαμ και σκάει σε χίλια κομμάτια συμπυκνωμένου κακού. Ο Υπέρτατος βάζει τους νάνους να μαζέψουν τα σκουπίδια με υπέρτατη προσοχή διότι το συμπυκνωμένο κακό είναι εξαιρετικά δηλητηριώδες (και βρωμάει και άσχημα οπωσδήποτε, αν και πάλι μπορεί να είναι προσθήκη της φαντασίας μου και αυτή η λεπτομέρεια), αλλά από ό,τι φαίνεται κάποιο κομματάκι τους ξεφεύγει στο σκούπισμα και καταλήγει στην επόμενη σκηνή να καπνίζει τους κακούς ατμούς του στο παιδικό δωμάτιο του πρωταγωνιστή που ξυπνάει από το όνειρο (ή «όνειρο») των κουλουβάχατων της ιστορίας διασωζόμενος από το φλεγόμενο σπίτι του από έναν πυροσβέστη με ύποπτη ομοιότητα με το Σων Κόννερυ.

Η επαγρυπνούσα πυροσβεστική εντοπίζει την αιτία της πυρκαγιάς σε ένα κομμάτι καμένο ροσμπίφ που είχε ξεχαστεί στο φούρνο, ο πρωταγωνιστής μας όμως αναγνωρίζει ότι το εν λόγω ροσμπίφ είναι το συμπυκνωμένο κακό (εξαιρετικά δηλητηριώδες είπαμε) και προειδοποιεί τους γονείς του να μην το αγγίξουν. Φυσικά οι γονείς (που ξέρουμε από την αρχή της ταινίας ότι είναι τρισμέγιστοι πανύβλακες) σπεύδουν αμέσως να ακουμπήσουν το κακό μην τυχόν και χάσουν το κελεπούρι, οπότε γίνονται στάχτη και μπούρμπερη αυθωρεί και παραχρήμα ενώ ο πρωταγωνιστής μας κοιτάει απορημένος τον ουρανό όπου το Υπέρτατο Ον τυλίγει τον κόσμο σε μια κόλλα χαρτί ή τέλος πάντων σε ένα χάρτη που δείχνει τις τρύπες του κόσμου (ουκ ολίγες, καθότι η ταινία υπαινίσσεται ότι ο κόσμος είναι κατασκευαστικά ατελής και απαιτούνται συνεργεία νάνων για να κάνουν επισκευές κάθε τόσο).

Υπό κανονικές συνθήκες δεν θα μου έμενε κάτι ιδιαίτερο από την ταινία (δεν είμαι και μεγάλος φαν του Γκίλιαμ, παρότι ταινίες όπως το Brazil ήταν πραγματικά απολαυστικές) αν δεν υπήρχε η μικρή λεπτομέρεια με το συμπυκνωμένο κακό. Όταν πρωτοείδα την ταινία, συνέδεσα την εικόνα του συμπυκνωμένου κακού με την ανάμνηση μιας παράξενης χημειοαίσθησης (κάτι ανάμεσα σε όσφρηση και γεύση μαζί), που σήμερα πια μπορώ να την προσδιορίσω και χρονικά. Ήταν το φθινόπωρο του 1989 (σίγουρα πολύ πριν δω την ταινία) σε μια μουσική σκηνή κάπου μεταξύ Μετς και Παγκρατίου όπου μια αυτοσχέδια ορχήστρα έπαιζε από Πρωτοψάλτη μέχρι Ανδρέα Μικρούτσικο, τίποτα πραγματικά σημαντικό δηλαδή. Πίσω από τη μπάρα ένας κοντοκουρεμένος τύπος που έμοιαζε με τον Τζίμυ Σόμερβιλ των Bronsky Beat στο κάπως πιο στρέιτ, ανακάτευε κάτι ποτά. Ζήτησα ένα μπέρμπον – δεν ξέρω τι άκουσε ο τύπος ή τι συνειρμό έκανε με τα κάπως γλυκανάλατα ακούσματα της ορχήστρας αλλά μου σέρβιρε κάποιο μίγμα που περιείχε κάτι ανάμεσα σε σαμπούκα και αμαρέττο· η μυρωδιά από το πικραμύγδαλο μου προκάλεσε όχι απλώς αηδία αλλά κάτι που έμοιαζε με έσχατη, απόλυτη απελπισία.

Βέβαια ομολογώ ότι δεν θα είχα τόσο έντονη αυτή την ανάμνηση ώστε να τη συνδέσω με την εικόνα του συμπυκνωμένου κακού αν δεν συνέβαιναν ταυτόχρονα κάποια άλλα πράγματα στην περίμετρο, πάντως όταν είδα στην ταινία τους γονείς του μικρού να γίνονται καπνός πιο γρήγορα κι από αγαπημένη γυναίκα που φεύγει με κάποιον άλλον, μου ήρθε αμέσως εκείνη η παράξενη γεύση. Κάμποσα χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2002, το ένιωσα πάλι, με μια άλλη αφορμή. Αυτή τη φορά δεν ήταν η κυανιούχος μυρωδιά του πικραμύγδαλου, ήταν κάτι σαν υδρόθειο ή ίσως β-μερκαπτοαιθανόλη (για τους μη εξοικειωμένους με τις εργαστηριακές μυρωδιές, κάτι που φέρνει σε κλούβιο αυγό μάλλον). Εκεί βέβαια το πρόβλημα ήταν η διάρκεια· αισθανόμουν ότι κουβαλάω μέσα μου ένα κομματάκι συμπυκνωμένου κακού που δεν έφευγε με κανέναν τρόπο. Το σκεφτόμουν να σχηματίζεται σιγά σιγά σα σταλακτίτης, από σταγόνες ιζηματογενούς πόνου, ματαιωμένων επιθυμιών, από ψήγματα πληγωμένου εγώ και ραφιναρισμένης ζήλιας, από μεταβολισμένα κατά συνθήκη ψεύδη της κάθε μέρας. Το σκεφτόμουν να στάζει αργά, για χρόνια, με το διαλύτη να εξατμίζεται και τον πυρήνα να στερεοποιείται, να γίνεται μαύρο και πηχτό και δηλητηριώδες, σαν πληγή που κακοφορμίζει. Στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο, ξέρεις, άσχημα πράγματα δηλαδή.

Δοκίμασα διάφορες στρατηγικές· έμενα για ώρες αιωρούμενος στη θάλασσα με την ελπίδα ότι σιγά σιγά θα διαλυθεί μια και λένε ότι η θάλασσα λύνει τα μάγια, το πότισα κρασί μήπως αφού αντιστεκόταν στο νερό γινόταν τελικά διαλυτό στην αιθανόλη, πήγα να το μοιραστώ κι έβαλα τους φίλους μου να τραγουδάνε το «Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο» στην άμμο της παραλίας. Χρειάστηκαν μήνες πολλοί για να φύγει η μυρωδιά του από τα ρουθούνια μου. Δεν ξέρω κιόλας αν έφυγε ποτέ ολοσχερώς· ίσως μπερδευόταν με τη μυρωδιά του καπνού από τα στριφτά μέχρι που το έκοψα μια μέρα καθώς με έπνιγε ο βήχας και η αίσθηση ότι δε μπορώ πια να αναπνεύσω.

Πέρασαν χρόνια χωρίς να το σκέφτομαι, αν και από καιρού εις καιρόν φοβόμουν ότι κάπου εκεί γύρω βρίσκεται. Δεν είχα άδικο· μια μέρα στο Λέιντεν ξύπνησα απότομα με την αίσθηση ότι οι δηλητηριώδεις ατμοί του με τυλίγουν. Ήταν τέσσερις ή πέντε το πρωί, καλοκαίρι, αλλά σε εκείνα τα γεωγραφικά πλάτη ο ήλιος έχει κιόλας βγει την ώρα εκείνη. Αυτή τη φορά μύριζε μούχλα· μια γεύση πρασινισμένου ψωμιού που άγνωστο πώς κατάπιες και μια αίσθηση από τα υγρά τοιχώματα ενός πηγαδιού που φύτρωσε γύρω σου χωρίς ακριβώς να καταλάβεις πότε και πώς. Οι πιο ειδικοί το ονόμαζαν με άλλα ονόματα, κάτι σαν κρίση μέσης ηλικίας ας πούμε ή κρίσεις πανικού ή απλώς κατάθλιψη. Εγώ ειδικός δεν είμαι, αλλά ξέρω εμπειρικά ότι δεν έχει τόση σημασία πώς το ονομάζεις (στην προκειμένη περίπτωση, ο όρος «Αγία Νοσταλγία» ίσως ταιριάζει, αν και είναι κατοχυρωμένος από άλλους).

Ύστερα ήρθε ένα χέρι απροσδόκητα κάπως και με τράβηξε από το πηγάδι, έδιωξε τις αναθυμιάσεις και με ακούμπησε σώο και αβλαβή στον πραγματικό κόσμο. Πέρασε κάμποσος καιρός χωρίς περίεργα συμπτώματα, αλλά τώρα τελευταία το απροσδόκητο χέρι δε φαίνεται και φοβάμαι ότι ο πραγματικός κόσμος έχει αρχίσει πια κάπως να μοιάζει με το Κάστρο του Απόλυτου Σκότους. Κι ακόμα κι αν ο κακότατος κακός τύπος παραμένει (ελπίζω) πετρωμένος και σε χίλια κομμάτια, ώρες ώρες έχω την αίσθηση ότι πιάνω στον αέρα τις αναθυμιάσεις (μια υποψία τεταρτοταγών αμινών τώρα πια, κάτι σαν αποσύνθεση ίσως), και ψιλοφοβάμαι ότι ο καλός κυριούλης με το ριγέ κουστούμι έχει πάψει να κυκλοφορεί στη γειτονιά και πρέπει να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας - πράγμα δύσκολο ακόμα και στους καλούς καιρούς άλλωστε - και μάλιστα χωρίς κανέναν χάρτη καβάτζα που να δείχνει τις τρύπες του σύμπαντος.

Καλού κακού κοιτάζω εξεταστικά τα πετραδάκια γύρω γύρω. Και δεν ξεχνάω αναμμένο το φούρνο, ποτέ.

Για ροσμπίφ βέβαια ούτε λόγος να γίνεται.


Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Αγία Νοσταλγία (1991)

22/9/14

«...καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν»

«ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν ᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. ια', 12) Φωτό Ροβυθέ, 2010, Παντάνασσα Ηρακλείου Κρήτης.

Οι πόρτες του παραδείσου είναι κλειστές· ξανά. Δεν έχει σημασία ότι ο παράδεισος αυτός δεν είναι ο ίδιος με τον άλλον, αυτό που έχει σημασία είναι οι κλειστές πόρτες. Τότε ήταν μια φευγαλέα εμπειρία παραδείσου, που έφτανε για να μετατρέψει όλη την υπόλοιπη ζωή σε κόλαση. Τώρα ούτε καν αυτό· απλά και μόνο η προσδοκία. Η διαψευσμένη προσδοκία.

Σε αυτή την άκρη του κόσμου δεν υπάρχουν πολλά να κάνει κανείς και να χαθεί στο πλήθος. Είμαστε λίγοι, και μάλλον σκόρπιοι. Ακούω τα κύματα της θάλασσας που σκάνε λίγα βήματα κάτω από την πόρτα μου. Κάποτε θα ήταν πρόσκληση για ταξίδι, τώρα μάλλον κάτι σαν υπενθύμιση της απουσίας. Πώς γίνεται να είναι τα πράγματα τόσο λάθος;

«ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». Πάντα είχα κολλήσει σε αυτό το χωρίο, δεν έβγαζα νόημα. Τώρα νομίζω πως ξέρω. Τώρα που βρέθηκα φευγαλέα μέσα στη βασιλεία (επί της γης μάλλον, παρά των ουρανών), σε έναν παράδεισο που δεν ήταν ετοιμασμένος για μένα. Χώθηκα μάλλον από το παράθυρο παρά από την πόρτα, εκμεταλλεύτηκα μια στιγμή αφηρημάδας του χερουβίμ που φύλαγε την είσοδο. Κι ήμουν εκεί, για λίγο καιρό, στον παράδεισο των χαδιών και των βλεμμάτων, των φωνών και των ψιθύρων, της γεύσης και της αφής. Ήμουν εκεί και αισθανόμουν ανείπωτη ευτυχία, αισθανόμουν ότι η ζωή μου αποκτούσε για πρώτη φορά νόημα και περιεχόμενο. Ήμουν εκεί και ήμουν ολόκληρος, [...] με τις πληγές θεραπευμένες, πλήρης και εκλεκτός.

Για λίγο μόνο. Για λίγες μέρες ή βδομάδες. Μέχρι τότε που ξύπνησε απότομα στον ύπνο της, γύρισε και με κοίταξε παραξενεμένη σα να έλεγε «τι θες εσύ εδώ;», και την επομένη το πρωί μου είπε ότι έχω εμπλακεί στη ζωή της περισσότερο από όσο η ίδια θα ήθελε. Και [...] σιγά σιγά σα να είχα την αίσθηση ότι δεν είμαι ο νυμφίος της βασιλείας, αλλά ένας παρείσακτος, ένας απατεώνας, ένας καταχραστής... Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, μέχρι που οι φύλακες να σε εντοπίσουν να περιφέρεσαι ασκόπως και να ρωτήσουν στ’ αλήθεια «τι θες εσύ εδώ;» και να σε πετάξουν έξω με συνοπτικές διαδικασίες, και να μείνεις μισός και απόβλητος και απελπισμένος έξω από τις πόρτες καθώς η πραγματική γιορτή αρχίζει και δεν είναι για σένα, δεν είσαι ο νυμφίος, ούτε καν καλεσμένος, και τώρα έχουν κλείσει οι πόρτες και τα παράθυρα και οι χαραμάδες και έχουν περάσει τα χρόνια, τρία ή τέσσερα ή δεκατέσσερα σχεδόν και η ιστορία επαναλαμβάνεται και δεν έχεις προλάβει αυτή τη φορά ούτε για λίγο να γευτείς μια αίσθηση παραδείσου, απλά στέκεις μαγεμένος στο κατώφλι και από μια μισάνοιχτη πόρτα βλέπεις τις ετοιμασίες του δείπνου και οσφραίνεσαι για λίγο τις μυρωδιές και ονειρεύεσαι πως θα διαβείς αυτή τη φορά το κατώφλι, αλλά οι πόρτες κλείνουν και είναι άλλοι μέσα κι εσύ πάλι απέξω, και η φωτιά που ο ίδιος άναψες θα ζεστάνει άλλους και το φαγητό που νόμισες πως μαγειρεύτηκε για σένα θα το γευτούν άλλοι κι εσύ θα μαζέψεις τα λιγοστά σου υπάρχοντα που ίσα ίσα χωράνε στη βαλίτσα και τα βιβλία, το Μονόγραμμα και η αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη και ο Έρωτας στα χρόνια της χολέρας, που δε χωράνε πουθενά, περισσεύουν και τα παίρνεις στο χέρι, περισσεύεις κι εσύ και το ξέρεις πως είναι αργά πια και βρέχει και ο παράδεισος είναι πάλι κλειστός, για πάντα ίσως και ξυπνάει μέσα σου η θύμηση εποχών αθωότητας που μοιάζουν απίστευτα μακρινές, μετράς χρόνια και λες «τότε ήμουν νέος» και ξέρεις ότι τώρα δεν είσαι πια κι αυτό είναι μάλλον το λιγότερο, το πιο ασήμαντο από τα προβλήματά σου.

Γιατί αν δεν υπάρχει ο παράδεισος δεν υπάρχει ούτε κόλαση κι όλη η ζωή είναι βιολογικό φαινόμενο και ορθολογισμός και εξέλιξη και ο μειλίχιος καθηγητής όλο απέραντη κατανόηση τάχα μου δήθεν, αλλά ο παράδεισος υπάρχει και το ξέρεις, τον είδες, κάποτε παλιά τον έζησες φευγαλέα και τώρα όλα τα άλλα μοιάζουν κόλαση πια, και η άκρη του κόσμου και η μέση του πουθενά, και τα κύματα της θάλασσας και το φως των κεριών που φωτίζει τις γωνίες του δωματίου, και το κρύο που νιώθεις ως τα βάθη του είναι σου, και η βροχή που πέφτει, και ο χρόνος που περνάει και η μυρωδιά της μούχλας που μάταια πας να σκεπάσεις με τα αιθέρια έλαια με άρωμα γιασεμί.

Κι αναρωτιέσαι τι σόι παράδεισος ήταν αυτός με τα μπιζού στα σακουλάκια, τα πεταμένα γύρω γύρω ρούχα, τη μυρωδιά καμένου ξύλου και αλόης, το μαλακτικό του πλυντηρίου, τα μπαχαρικά και τα βότανα, [...], τη μυρωδιά της στον καναπέ και τα μισομουχλιασμένα τυριά στο ψυγείο, κι όμως ένας θεός ξέρει πόσο θα ήθελες να γυρίσει ο χρόνος πίσω και να ζεις για πάντα ανάμεσα στη μυρωδιά της αλόης και σε μισομουχλιασμένα τυριά, φτάνει να ξυπνούσες πριν από εκείνην το πρωί, να της ετοιμάσεις καφέ και πρωϊνό, να την ακούς να μιλάει με τη μπερδεμένη φωνή της για όλα αυτά τα ασήμαντα σημαντικά πράγματα και να φεύγει τρέχοντας για τη δουλειά,[...] να την κοιτάζεις από το παράθυρο να ξεπαρκάρει και να φεύγει βιαστική, κι ύστερα να πίνεις αργά το δικό σου καφέ και να [σκέφτεσαι πώς θα ήταν] αν δε σου ξέφευγε πάντα, αν δεν ήταν πάλι κάπου αλλού, αν τα πράγματα δεν ήταν έτσι κι ήταν λίγο μόνο διαφορετικά.

Αλλά δεν είναι. Ξέρεις ότι η βροχή πέφτει κι ο χρόνος δε γυρίζει πίσω και τίποτα δεν θα είναι όπως πριν· που και πριν δεν ήταν όπως έπρεπε να ‘ναι, αλλά αισθάνεσαι ένα απέραντο κενό καθώς βλέπεις από ένα άλλο παράθυρο τώρα τη βροχή που πέφτει στην έρημη παραλιακή λεωφόρο. Λες πως καλύτερα έτσι, μια ψυχή που ‘ναι να βγει, αλλά μέσα σου η καρδούλα σου το ξέρει ποιανού η ψυχή φεύγει και πού πάει, ειδικά αν δεν υπάρχει παράδεισος παρά μόνο ο μειλίχιος καθηγητής και η εξέλιξη και η προφανής αποτυχία σε έναν-δύο-τρεις-τέσσερις τομείς, και το «θα έπρεπε να το ξέρετε». Το ξέρω. Δεν είναι η πρώτη φορά.

Κάποτε ήμουν κι εγώ αλήθεια φευγαλέα στον παράδεισο, μέχρι που με έπιασαν και με εξόρισαν, ως βιαστή και διαρρήκτη και λαθρόβιο απατεώνα, και τότε ήμουν στ’ αλήθεια νέος, είχα τη σταυρική ηλικία τότε, αλλά τώρα όλα μοιάζουν σα φάρσα, και δεν έχω λόγια πια να πω τα ίδια πράγματα, ούτε «σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;» ούτε τίποτα που να ταιριάζει, μόνο έναν αδύναμο πλέον τραπεζικό λογαριασμό, ένα χαρτί που βεβαιώνει πως είμαι εξόριστος σ’ αυτή την άκρη του κόσμου για απροσδιόριστο χρόνο και μια φρικτή υποψία ότι παντού θα είμαι εξόριστος όπως ο Αδάμ στη Γη (ο Αδάμ, το τέκνο της Γης...) και ίσως περιμένω μια λύτρωση που μπορεί να πάρει κι εγώ δεν ξέρω πόσο ή και να μην έρθει ποτέ, γιατί η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και η θάλασσα αγκομαχάει λίγα βήματα πιο κάτω κι όλο και ζαλίζομαι υπό την επήρεια και σκαρώνω τις λέξεις και θυμάμαι αποσπασματικές σκηνές παραδείσιας ζωής, ζεστό τραχανά στα χιόνια ή κρουασάν από το φούρνο τη γωνίας στο κρεβάτι νωρίς το πρωί, ένα μπλε αφρόλουτρο που μάλλον ανήκε σε κάποιον άλλον προγενέστερο αλλά ποιος χέστηκε, τη μουσική του δάσους και το κάλυμμα του καναπέ με τις χάντρες, το σβησμένο τζάκι και την κρέμα σώματος μετά το μπάνιο, προετοιμασία μπεσαμέλ με μοσχοκάρυδο, ένα πεταχτό φιλί απροειδοποίητα, ένα παιδικό πυτζαμάκι σε ενήλικο σώμα, το βασιλικό που φυτεύτηκε στο μπαλκόνι κι έζησε για λίγο καιρό πριν χειμωνιάσει και ξεραθεί για τα καλά.

Αλλά η μνήμη ξεθωριάζει και χάνεται γιατί ο παράδεισος δεν είναι τόπος, είναι τρόπος, και η ενέργεια του θεού σε φωτίζει ή σε κατακαίει ανάλογα με το πως τοποθετείς ο ίδιος τον εαυτό σου στον κόσμο, και εγώ είμαι τοποθετημένος ελαφρώς λοξώς ως προς το υπόλοιπο σύμπαν και κατά έναν παράξενο τρόπο κρυώνω κάπου μέσα βαθιά, και ξέρω ότι δε μου φταίει κανένας άλλος παρά αυτή η αναθεματισμένη λοξή θέση που δεν θυμάμαι να τη διάλεξα αλλά με ακολουθεί σαν κακοτεχνία, έτσι ώστε ο παράδεισος να είναι πάντα φευγαλέος και προσωρινός, αλλά η ζωή μας όλη μια διαρκής νοσταλγία αυτού του φευγαλέου πράγματος και της πληρότητας που δεν υπάρχει πια καθώς οι πληγές τρέχουν αίμα πάλι και ο πόνος στάζει ρυθμικά και συμπυκνώνεται και γίνεται αυτό το συμπαγές ακατανόητο πράγμα που κουβαλάς σα βάρος και με καμμία δίαιτα δεν πρόκειται να το ξεφορτωθείς, όσο στοιχήματα και να χάσεις.

Κι όπως κοντεύει τεσσεράμιση, σκέφτεσαι πως δεν θ΄ αργήσει πάρα πολύ να ξημερώσει αλλά νυστάζεις ακόμα και μια τέτοια νύχτα και θα παρατήσεις όπου να ΄ναι την ιριδίζουσα οθόνη για να βυθιστείς σ’ ένα λήθαργο χωρίς όνειρα, χωρίς μέλλον. Κάπου στο βάθος βλέπεις ένα φως· είναι άραγε κάποιο σκάφος με αναμμένο εφίστιο φανό, ή σε ξεγελάει το τζάμι και οι αντανακλάσεις των κεριών στην ξύλινη σκάλα; Οι γάτες ζευγαρώνουν στην αυλή, Γενάρη μήνα.

Αρχίζω και θυμάμαι το στίχο από εκείνο το τραγουδάκι:

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα.


Όχι, ούτε αυτό είναι για μένα, είναι άλλων τραγούδι αυτό. Εγώ, τα ξέρω χρόνια τώρα, έχω σημαδέψει ένα νησί απαράλλαχτο εσύ· κι ένα σπίτι στη θάλασσα. Αυτό ναι, μάλιστα.

Ήρθε φαίνεται πάλι καιρός να ταξιδέψω.


Γενάρης 2010


Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου μελοποιεί Ελύτη και η Ελευθερία Αρβανιτάκη τραγουδάει κάτι από τα Ρω του έρωτα (άλλων έρωτας αυτός, δεν μας περιλαμβάνει, εμείς είμεθα του Μονογράμματος, είπαμε.)

14/9/14

Ετοιμόψοφος

Κορυφή λόφου σε νησί, στοιχείο μεταβλητής γεωγραφίας. (Φωτό Ροβυθέ 2011).

Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι και πολύ της ταλαιπωρίας. Χρόνια χαρτοπόντικας, παρέλειψα ουσιωδώς να ασκήσω το σώμα μαζί με το πνεύμα (που κι αυτό βέβαια πλημμελώς εξασκημένο είναι), οπότε μία που είμαι της καλοπέρασης, άλλη μία που είμαι αναβλητικός μέχρι μυελού οστέων, κι άλλη μία που εύκολα βαριέμαι, κατέληξα να συσσωρεύσω ικανή μάζα λιπώδους ιστού στην κοιλιακή χώρα τα τελευταία είκοσι-εικοσιπέντε χρόνια (δεν είναι και λίγα), ενός ιστού που έχει αυτονομηθεί από το υπόλοιπο σώμα και συνεχώς κραυγάζει «τάισέ με» σαν το σαρκοβόρο φυτό στο «Μικρό μαγαζάκι του τρόμου».

Βέβαια έχω την υποψία ότι και συλφίς να ήμουν, πάλι ορισμένες δραστηριότητες εξωτερικού χώρου θα τις απέφευγα. Για παράδειγμα, ενώ μια χαρά μου πάει η θάλασσα, τα νησάκια, το κολύμπι, η ιστιοπλοΐα και άλλες παρα θιν' αλός δραστηριότητες (από μπητς βόλεϊ μέχρι ψαροταβέρνα), δυσκολεύομαι αρκετά με οποιαδήποτε δραστηριότητα λαμβάνει χώρα σε υψόμετρο. Όχι σε τίποτα Ιμαλάια ή Άλπεις που αραιώνει ο αέρας και θα με δυσκόλευε (λέμε τώρα...) το άσθμα που κουβαλάω παιδιόθεν, αλλά και με το Λυκαβηττό που λέει ο λόγος κάποια προβληματάκια τα έχω έκπαλαι. Μικρός βέβαια ανέβαινα θαρραλέα σε καμμιά συναυλία, τρέχοντας ενίοτε για να προλάβω την έναρξη ως μονίμως καθυστερημένος (ένεκα και το καριώτικο γονίδιο), αλλά τα τελευταία χρόνια που δεν είμαι για πολλά ζόρια και για εμφανίσεις κάθιδρος και με ξεχειλωμένα πουκάμισα (ειδικά εάν συνοδεύω και πρέπει να δείξω καλό πρόσωπο) είτε με αμάξι ανηφορίζω είτε με ταξί, μια και δεν έχω αξιωθεί ποτέ να εντοπίσω από που μπορεί να πάρει κανείς το τελεφερίκ.

Δυστυχώς άλλα βουναλάκια είναι λιγότερο user-friendly και πρέπει να κάνεις έναν κόπο παραπάνω. Μερικοί άνθρωποι όχι απλώς κάνουν τον κόπο αλλά το καταδιασκεδάζουν κιόλας. Μια φίλη αγαπημένη, παλιά συνάδελφος, θυμάμαι ότι ποτέ δεν ήταν διαθέσιμη για έξοδο το Σαββατοκύριακο διότι όλο και κάποιο βουναλάκι είχε να ανέβει. Αρχικά πήγαινε με κάτι ορειβατικούς συλλόγους, μετά τους απέρριψε ως βραδείς και αναχρονιστικούς:

- Σιγά μην πηγαίνω με όλα τα παππούδια και τους ξενέρωτους που πάνε σα χελώνες.

Κουνούσα το κεφάλι με κατανόηση· για τα παππούδια και τους ξενέρωτους εννοείται, που είχαν την αμέριστη συμπαράστασή μου. Όσο για τη φίλη μου, επέλεγε τις κατάλληλες παρέες και έκανε τις ορειβασίες της με τη δέουσα ταχύτητα. Και όχι μόνο ορειβασίες, αλλά και αναρρίχηση και τρέκιγκ και κάνυονιγκ και άλλες δύσκολες λέξεις. Τις Δευτέρες γύριζε στη δουλειά κατενθουσιασμένη.

- Αυτή είναι ζωή!

Η ταπεινή μου άποψη βέβαια ήταν και παραμένει ότι υπάρχουν πολλές μορφές ζωής, όχι αναγκαστικά παρόμοιες, αλλά δε βαριέσαι, όπως τη βρίσκει κανείς. Η φίλη μου γνώρισε τον καλό της σε μια κορυφή του Κιλιμάντζαρο (σιγά μην της έφταναν τα εδώ βουναλάκια) και μετά παντρεύτηκαν και τώρα παίρνουν τα παιδάκια τους και κατασκηνώνουν οικογενειακώς σε κάτι κορφοβούνια, και με χιόνια και με κρύα, καλή τους ώρα.

Βέβαια οι ορειβατικές εμμονές της μας βγήκαν σε καλό σε επαγγελματικό επίπεδο κάποια στιγμή που είχαμε αλλάξει (και οι δύο) εργασιακό περιβάλλον, και στο καινούργιο περιβάλλον όταν πρωτοπήγαμε μας αντιμετώπιζαν λίγο περίεργα, καθότι είχαμε προσληφθεί από τον καινούργιο (τότε) διευθυντή που οι παλιοί του χώρου αντιμετώπιζαν με επιφύλαξη (ή τελικά με απροκάλυπτη εχθρότητα) και μας έπαιρνε και μας η μπάλα κάπως ως «φυτευτούς» της διευθύνσεως. Ο πάγος έσπασε παραδόξως όταν η φίλη εμφανίστηκε σε μια συνάντηση με πλήρες ορειβατικό outfit που (φυσικά) το φορούσε και τις καθημερινές. Μία ωραιοτάτη δεσποινίς από τους «απέναντι» ρώτησε αν το παντελονάκι είναι Lowe Alpine ή Columbia. Κουβέντα στην κουβέντα και μάρκα στη μάρκα βρεθήκανε να συζητάνε αν τo μπουφανάκι τo triple point που φόραγε η άλλη είναι όντως διαπνέον ή απλώς μας δουλεύουνε, και με τούτα και με κείνα ανταλλάξανε τηλέφωνα και σχέδια για εκδρομές. Σε λίγες μέρες είχε ξεκαθαριστεί στο χώρο εργασίας ότι τα παιδιά (εμείς δηλαδή, με πήρε κι εμένα η μπάλα) «είναι σπαθί» και σίγουρα όχι ρουφιάνοι της διευθύνσεως.

Πήρα κι εγώ θάρρος και άρχισα δειλά δειλά να την ψάχνω κάπως την παρέα με την ωραιοτάτη με το triple point (που δεν το έβγαζε παρά μόνο για ύπνο, έχω την εντύπωση) και μήνες μετά καταλήξαμε σε ένα βουνό της Πελοποννήσου, μεσοχείμωνο με βροχή, να τσακωνόμαστε για το γεγονός ότι φορούσα παλτό και κρατούσα ομπρέλα μάλλον αντί να παριστάνω τον αναρριχητή με φλις, αντιανεμικό και τα δέοντα μποτάκια. Βέβαια έχω την ισχυρή υποψία ότι οι βαθύτεροι λόγοι της διαφωνίας μας ήταν άλλοι και είχαν να κάνουν περισσότερο με την προφανή έλλειψη ενθουσιασμού που έδειχνα για το τοπίο και την όλη φάση εξερεύνηση-σκαρφάλωμα-βραχάκια (σε αντίθεση με τον έκδηλο ενθουσιασμό μου για τη φάση τζάκι-κοψίδι-ιστορίες να ‘χαμε να λέγαμε), πάντως το δια ταύτα ήτανε ότι η παρέα μας έκτοτε σταμάτησε να περιλαμβάνει εξορμήσεις στην άγρια φύση και παρέμεινε κατά συνθήκη σε αστικά πλαίσια ώστε ούτε να καταπιέζεται κανένας ούτε να συγχίζεται ασκόπως κανένας άλλος. Καλού κακού ψώνισα και ένα-δυο παντελονάκια και μπουφανάκια ορειβατικών προδιαγραφών, που πολύ με βόλεψαν αργότερα στην ιστιοπλοΐα, αλλά αυτό είναι άλλη ειρωνία του πως τα φέρνει η ζωή τα πράγματα καμιά φορά.

Τα έφερε λοιπόν η ζωή και βρέθηκα κάποτε σε ένα ορειβατικό καταφύγιο στην Κρήτη, με μια παρέα ιστιοπλόων κυρίως. Μάλλον πρέπει να ήταν το ψηλότερο σημείο στον πλανήτη που έχω βρεθεί ποτέ (εκτός αεροσκαφών), και τόσο περήφανος αισθάνθηκα που έσπευσα να το κοινοποιήσω και στις δύο πρώην συναδέλφους και φίλες. Εντυπωσιάστηκαν, να λέγεται, από τις προόδους μου. Φυσικά παρέλειψα να τους πω ότι είχα φτάσει ως εκεί εποχούμενος με τζιπάκι και ότι ο ρόλος μου στο καταφύγιο συνίστατο κυρίως στο να τραβάω φωτογραφίες και να ελέγχω αν έχουν ψηθεί οι μπριζόλες, αλλά δε χρειάζεται να τα λέμε και όλα. Έκανα και μια απόπειρα πεζοπορίας, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησα ότι το φαράγγι στο οποίο κατηφορίζαμε, θα έπρεπε στην επιστροφή να το ξανανηφορίσουμε και μάλιστα πριν πέσει η νύχτα. Έκανα μερικούς νοερούς υπολογισμούς και αντελήφθην ότι εγώ αποκλειόταν να τα κατάφερνα πριν ξημερώσει η επόμενη μέρα, οπότε για να μην τη σπάσω ολοσχερώς στους συνοδοιπόρους μου έκανα μια ωραιότατη μεταβολή και επέστρεψα στις γνώριμες μπριζόλες υπό τα βλέμματα ανάμικτου οίκτου και χλεύης των υπολοίπων.

Μικρό το κακό, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος του οίκτου και της χλεύης που θα συσσωρευόταν αν συνέχιζα. Επανόρθωσα ένα μέρος της ζημιάς στο image μου παραδίδοντας δωρεάν καταφυγιακά μαθήματα καριώτικου σε υποψήφιους χορευτές, και φόρτωσα το τζιπάκι με τα σκουπίδια της εκδρομής σφυρίζοντας αδιάφορα και μιλώντας για τον καιρό (πολύ καλό για την εποχή, οπωσδήποτε). Κατηφόρισα προς το Φραγκοκάστελλο χωρίς να περιμένω να δω Δροσουλίτες (δεν ήταν η εποχή τους κιόλας) κι έφτασα στο Ηράκλειο με την αίσθηση ότι εδώ που έφτασα λίγο δεν είναι (καθ’ ύψος), τόσο που έκαμα μεγάλη δόξα (ε, περίπου).

Η αίσθηση αυτή ενισχύθηκε όταν πήγα να ζήσω στην Ολλανδία, σε μια πόλη με μέσο υψόμετρο -2 κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η επιπεδότητα της χώρας είναι υπεράνω πάσης περιγραφής, οπότε όταν πρωτοπήγα έδειχνα στις παρουσιάσεις μου στο Πανεπιστήμιο ένα φόντο με τον Ψηλορείτη από πίσω για να τους εντυπωσιάζω (δεν έπιασε φοβερά είναι η αλήθεια, αλλά κάποια σχόλια τα απέσπασα). Αργότερα, στη Λισσαβώνα, βρέθηκα να ζω στον ορισμό της λοφώδους έκτασης. Βουνό δεν το έλεγες, αλλά η επιφάνεια της χώρας ήταν ένα διαρκές τσαλάκωμα, με την πόλη να τυλίγεται γύρω από λόφους και λοφάκια, ενίοτε μάλιστα να τα σκαρφαλώνει, οπότε για πας λίγο πιο πέρα στη γειτονιά έπρεπε να πάρεις ειδικό τραμάκι όπως στη Bica ή κοτζάμ ασανσέρ όπως στη Σάντα Τζούστα ή να σου βγει η γλώσσα ανηφορίζοντας σκαλοπάτια και δρομάκια.

Το elevador στη Bica, κάτι μεταξύ τραμ και ασανσέρ (Φωτό Ροβυθέ 2010).

Θέλοντας και μη προσαρμόζεσαι βέβαια, κι από κει που είχα συνηθίσει έναν ημίωρο ποδαρόδρομο στην ευθεία από και προς στη δουλειά στο Λέιντεν, όταν έφτασα στο Οέιρας έπρεπε να κατηφορίζω το πρωί (ευκολάκι) και να ξανανηφορίζω το βραδάκι (αργά αργά, βαριά βαριά) ένα όχι ευκαταφρόνητο ύψωμα. Με τούτα και με κείνα κάπως σκληραγωγήθηκα (όχι τίποτα φοβερό, αλλά ανάγκα και θεοί πείθονται) κι όταν κατέφθαναν φίλοι φιλοξενούμενοι να με δουν και αρχίζαμε τους ποδαρόδρομους στα αξιοθέατα, αν μη τι άλλο δεν γινόμουνα ρεζίλι και οι οξυδερκέστεροι ή πιο ενήμεροι φίλοι μου χαίρονταν με τις προόδους μου.

Πλην Λακεδαιμονίων, βεβαίως, καθότι η συμπατριώτισσα που με είχε προφτάσει να λαχανιάζω σε ένα ανηφοράκι δέκα μέτρων στην Ικαρία, δεν έτρεφε πολλές ψευδαισθήσεις όταν σχεδιάζαμε την επίσκεψή της.

- Κοίτα να δεις, εγώ θέλω να περπατήσω, να δω πράγματα εκεί πέρα. Κανόνισε λοιπόν, μη μου ‘ρθεις ετοιμόψοφος.
- Ετοιμο... τι;
- Ετοιμόψοφος. Έτοιμος να ψοφήσεις αφ’ την κούραση.
- Εγώ;
- Αμ ποιός, εγώ;


Ήρθε λοιπόν κάποτε κι αρχίσαμε την περιήγηση στο Μπελέμ, χαζεύοντας το μοναστήρι των Ιερωνυμιτών με τον τάφο του Βάσκο ντα Γκάμα (και του Πεσσόα, παρά τη θέλησή του μάλλον), φάγαμε pasteis de Belém, είδαμε το μνημείο των ανακαλύψεων και κατόπιν έντονης πίεσης δικής της το κόψαμε με το πόδι για τον πύργο του Μπελέμ, κάνα τέταρτο-εικοσάλεπτο από το μνημείο. Στο πεντάλεπτο περίπου την έχω χάσει από δίπλα μου λόγω έκδηλης βραδυπορίας· δικής της. Γυρίζω να κοιτάξω και τη βλέπω δεκαπέντε μέτρα πίσω, να σέρνει το βήμα κατάκοπη και να με κοιτάει με έκδηλη απορία.

- Καλά, τι έπαθες και τρέχεις έτσι;

Θα έφταιγαν τα pasteis, δεν εξηγείται.


Σ.Σ. Το μακρινό 1986 μια επταμελής παρέα ανεβήκαμε στον Αθέρα, την κορυφογραμμή της Ικαρίας, και φτάσαμε στην κορυφή του Τσολιά, στα 1040 μέτρα αν δε με απατά η μνήμη μου, σχετικά ξεκούραστα. Εγώ δεν ήμουν από τους ταχύτερους βέβαια, έφτανα κατά σύστημα έκτος κατά σειρά και με καθυστέρηση φάσης, και αν δεν υπήρχε ο έβδομος που έφτανε σε μαύρο χάλι ακόμα πιο πίσω από μένα θα είχα βγάλει κάνα όνομα παράξενο. Στην κατηφόρα ήταν πιο δύσκολα, μέτρησα εφτά πτώσεις στα βρήχα (φτέρες) πάνω από το δασάκι μέχρι να φτάσουμε στην Αρέθουσα, όπου οι χωριανοί σχολίαζαν την ξαφνική εμφάνισή μας από τη μέση του πουθενά και το χάλι του έβδομου (πάλι φτηνά τη γλύτωσα). Την άλλη χρονιά ο έβδομος έσκασε μύτη καμιά τριανταριά κιλά ελαφρύτερος (όχι, δεν κάνω πλάκα) και γυμνασμένος του κερατά έτοιμος να επαναλάβει το εγχείρημα. Δεν τσίμπησα να τον ακολουθήσω βέβαια καθότι δεν είχα να αναμετρηθώ με τίποτα· πίστευα τότε ότι εκείνη η κορυφή ήταν η πιο σημαντική (καθότι «η δικιά μας») που θα μπορούσε να κατακτήσει κανείς, κι αν έχεις πάει μια φορά αρκεί.

Δεν είχα δίκιο φυσικά· μεγαλώνοντας και ταξιδεύοντας μαθαίνεις ότι στον κόσμο υπάρχουν βουνά και λοφάκια και υψώματα, πεδιάδες και χαράδρες και έρημοι, νησιά ηπειρωτικά και ηφαιστιογενή και κοραλλιογενή, άλλοι πλανήτες ίσως και άλλα σύμπαντα ακόμα, αλλά αυτό που πρέπει να ανέβει κανείς ως μέγιστο πράγματι επίτευγμα και ως δοκιμασία καταλυτική δεν είναι ο Ψηλορείτης ή το Έβερεστ ή το μικροσκοπικό ύψωμα Chim-bun-ari που υπήρξε ίσως κάποτε σε ένα χαμένο πια νησί στο Νότιο Ειρηνικό, αλλά είναι αυτό το παράξενο όρος του χρόνου που όσο το ανεβαίνεις τόσο μεγαλώνει και διαστέλλεται και όταν φτάνεις κάποτε σε μια κορυφή του τότε απότομα συστέλλεται και μαζεύει και γίνεται τόσο δα και σε πετάει από πάνω του κι αρχίζεις πάλι να περπατάς για αλλού και πάλι τότε διαστέλλεται και γίνεται τεράστιο κι έτσι περνάνε τα χρόνια, είκοσι-εικοσιπέντε, μπορεί και παραπάνω, με διαρκώς μεταβλητές γεωγραφίες και προσανατολισμούς.

Το βασικό είναι να μην είσαι ετοιμόψοφος βέβαια, τι άλλο;




Βουνό είναι κι η θάλασσα, των Ξυδάκη-Γκόνη.