ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


20/12/12

Νεαρός συμπαθητικός κηπουρός

Δεν είναι από το δικό μας κήπο, άλλοι νεαροί συμπαθητικοί κηπουροί τον δούλεψαν. (Σίντρα, καλοκαίρι 2011, φωτό Ροβυθέ).

Αν και δεν πρόκειται να παραμείνω στην Πορτογαλία για πολύ ακόμα, τα μαθήματα πορτογαλικών για αρχαρίους τα παρακολουθώ σχεδόν ανελλιπώς κάθε Τετάρτη απόγευμα. Κάτι που τα πλήρωσα (ένα ολόκληρο πενηντάρικο για έξι μήνες, υπολογίζω η καθαρή τιμή πρέπει να είναι ένα ευρώ την ώρα ή και λιγότερο), κάτι που η δασκάλα μας η δεσποινίς Ροσάνα (Γουshάνα αν το πεις με πορτογαλική προφορά) είναι συμπαθέστατη και ό,τι και να της πεις σου λέει “Boa, boa!”, κάτι που ενώ οι μαθητές είμαστε ως επί το πλείστον καραενήλικοι αλλά λόγω του επιπέδου μας πρέπει να φτιάχνουμε φρασούλες τύπου «Έλλη, να ένα μήλο» και να κλίνουμε τα ομαλά ρήματα σαν ποιηματάκια, έχουμε στην τάξη μια εσάνς νηπιαγωγείου που εγώ τη βρίσκω ιδιαίτερα διασκεδαστική.

Βέβαια ξεκινήσαμε με μεγάλες φιλοδοξίες, πολλοί υποψήφιοι προσήλυτοι στα μυστήρια της πορτογαλικής γλώσσας, και όπως πάντα συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις είχαμε μια κάποια φύρα. Άλλοι έφυγαν δια της αναβαθμίσεως (όλοι οι Ισπανοί ας πούμε, που είχαν συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι ημών των λοιπών αλλοεθνών και πήγαν κατευθείαν στο τμήμα προχωρημένων), άλλοι δεν ενθουσιάστηκαν μάλλον από την «παιδική» ατμόσφαιρα της τάξης (εικάζω ότι ένας τουλάχιστον Ιάπων έστριψε για τέτοιους ψυχολογικούς λόγους, ίσως και ο Δανός), άλλοι δεν προλάβαιναν (όπως η μία Τυνήσια, η Αγγλίδα και ο συμπαθής Τούρκος εκ Βουλγαρίας) ή τα βρήκαν σκούρα (ένας φουκαράς Ινδός δεν τα έπαιρνε με τίποτα τα πορτογαλικά και εγκατέλειψε, αφήνοντας ατυχώς σε εμένα το ρόλο του χειρότερου μαθητή της τάξης).

Με τούτα και με κείνα όμως μείναμε κάμποσοι πιστοί ή σχετικά πιστοί, τουλάχιστον ο Πολωνός, ο Γερμανός, ο έτερος Ιάπων, το ζεύγος των Τυνησίων (η κοπέλα βέβαια ως αξιοθέατο με τη μαντήλα), ο άλλος Τούρκος και οι Μεξικάνοι. Βέβαια από τους πέντε αρχικούς Μεξικάνους ο ένας έστριψε νωρίς λόγω πολύ μεγαλύτερης άνεσης στο χειρισμό της γλώσσας από όσο το επίπεδο της τάξης προέβλεπε, αλλά παραδόξως οι άλλοι τέσσερις μείνανε. Ο ένας κουβαλιέται από τη Λισσαβώνα καθε Τετάρτη επιτούτου (καθότι στο ινστιτούτο που κανονικά δουλεύει δεν υπάρχουν τέτοια μαθήματα), ενώ οι άλλοι τρεις είναι εδώ στη γειτονιά μας και είναι και οικογένεια. Μπαμπάς, μαμά, κόρη, με καταγωγή από ιθαγενείς Μάγια, από ό,τι μου λένε. Η κόρη πέντε με έξι χρονών. Αναντίρρητα η πιο καλή μαθήτρια της τάξης, καθότι λόγω ηλικίας τα παίρνει εύκολα και μιλάει και «Πορτουνιόλ» (ένα ισπανο-πορτογαλικό μίγμα) στο σχολείο. Για κάποιο λόγο οι γονείς της αν και άνετα θα μπορούσαν να πάνε στους προχωρημένους, δεν το επεδίωξαν, θέλοντας να τα κάνουν όλα με τη σειρά.

Η μικρή είναι ένα είδος μασκώτ της τάξης, καθώς ενθουσιάζεται κάθε φορά που δίνει μια σωστή απάντηση (Boa, boa! την ενθαρρύνει η Ροσάνα), σηκώνει το χεράκι για να ζητήσει άδεια να πάει να κάνει πιπί (μαζί με τη μαμά όμως πάντα) και βάζει κάτι χαρούμενα γέλια στα καλά του καθουμένου (νομίζω με την προφορά του Έλληνα συμμαθητή, κυρίως). Χτες που κάναμε το τελευταίο μάθημα για φέτος μας τραγούδησε το αντίστοιχο του «Τρίγωνα-Κάλαντα» στα πορτογαλικά (το έμαθε στο σχολείο), αφού πρώτα μας έβαλε να κλείσουμε όλοι τα μάτια δήθεν, επειδή και καλά ντρεπόταν να τραγουδήσει πορτογαλικά.

Το μάθημα κύλησε σε χριστουγεννιάτικο κλίμα, καθώς η «εργασία για το σπίτι» συνίστατο στο να γράψουμε απλές φρασούλες που να φτιάχνουν μια χριστουγεννιάτικη (ας πούμε...) ιστορία τύπου «Πώς περνάω τα Χριστούγεννα». Επειδή δε μπορώ να πω ότι χειρίζομαι τη γλώσσα και πολύ καλά (δεδομένων και των αδυναμιών του google translate), είχα περάσει το χτεσινό απόγευμα γράφοντας φρασούλες όπως:

- Τα Χριστούγεννα πάω στην Ελλάδα.
- Μένω στο σπίτι των γονιών μου.
- Η μαμά μου φτιάχνει γλυκά.
(Η λέξη «φοινίκια» είναι εξαιρετικά περίπλοκο να αποδοθεί στα πορτογαλικά οπότε όταν ρωτήθηκα «τι γλυκά» είπα κάτι σαν massa de mel που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να σημαίνει μελομακάρονα).
- Εγώ τρώω πολλά γλυκά.
- Η αδελφή μου δεν τρώει πολλά γλυκά γιατί τα γλυκά παχαίνουν.


Είχα βάλει και την εκ δεξιών καθήμενη πορτογαλίδα συνάδελφο να τσεκάρει ότι τα πορτογαλικά μου είναι άψογα (δεν ήταν...). Οπότε το πήρα πατριωτικά και σήμερα αποφάσισα να κάνω εξτρά εξάσκηση και να διαβάσω με ελάχιστη βοήθεια από google translate ένα μέιλ που ήρθε στα πορτογαλικά (από αυτά που απευθύνονται σε όλο το προσωπικό). Το μέιλ έλεγε περίπου τα εξής:

Olá a todos,

(ευκολάκι: «γεια σε όλους», κάτι σαν το εταιρικό “Dear all”)

Por certo sabem quem é o [C.], o jovem jardineiro simpático.

(λοιπόν, αυτό λέει ότι σίγουρα ξέρετε ποιος είναι ο [Σ.], ο νεαρός συμπαθητικός κηπουρός. Μάλλον το μαυρούλη τον πιτσιρικά θα εννοεί, ο άλλος είναι μεσήλιξ. Μια χαρά simpático είναι το παιδί· λέμε και κάνα γεια εκεί που φυτεύουμε τα καλαμπόκια...)

Talvez não saibam que ele é casado e tem três filhos pequenos.

(Αλλά ίσως δεν ξέρατε ότι είναι παντρεμένος με τρία μικρά παιδάκια. Α, ναι; Ε, και;)

O que provavelmente não sabem mesmo é que a empresa onde trabalha (e a quem o [...] paga atempadamente o serviço que contratou) não lhe paga a tempo há vários meses e ele ainda não recebeu o subsídio de Natal.

(Και πιθανότατα δεν ξέρετε ότι εργάζεται σε μια εταιρία (την οποία το [ινστιτούτο] πληρώνει κανονικά για τις συμβατικές υπηρεσίες της) που δεν τον πληρώνει εγκαίρως πολλούς μήνες τώρα και δεν έχει πάρει ούτε δώρο Χριστουγέννων. Α, μάλιστα... Βρε το φουκαρά το Σ.)

Isto tudo para apelar à vossa generosidade natalícia. Agradecem-se quaisquer quantias.

(Όλο αυτό για να απευθυνθώ στη χριστουγεννιάτικη γενναιοδωρία σας. Παρακαλώ δώστε ακόμα και λίγα.)

Obrigada.

(Υπόχρεη. Δηλαδή «ευχαριστώ», αλλά μας υποχρέωσες έτσι κι αλλιώς...)

Λέω πάντως να τα αφήνω τα μαθήματα πορτογαλικών τελικά. Πολύς κόπος, και μόλις κάπως μάθεις κάτι να διαβάζεις, τελικά οι ίδιες ιστορίες είναι που ξέρεις και από τα ελληνικά.

17/12/12

Cutting corners

Συντομεύσεις, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η εικόνα από εδώ.

Βλέπω την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Δεν γνωριζόμαστε, τυπικά τουλάχιστον, αλλά έχω την εντύπωση ότι είναι ξένη όσο είμαι κι εγώ και δουλεύει στον από πάνω όροφο. Φαντάζομαι κι εκείνη θα υποψιάζεται πάνω κάτω τα ίδια για μένα. Πρέπει να μένει κάπου στη γειτονιά. Πριν λίγη ώρα με προσπέρασε μπροστά στην εκκλησία του Οέιρας, κατηφορίζοντας βιαστικά για το ινστιτούτο. Λίγο αργότερα με ξαναπροσπέρασε (εδώ μάλλον θα ένιωσε την πρώτη έκπληξη) λίγο πριν το μέγαρο του Πομπάλ που στεγάζει το «Εθνικό Ινστιτούτο Διοίκησης» αν μεταφράζω σωστά. Τώρα φτάνει, βιαστική πάντα, στην πόρτα της πτέρυγας και με αντικρύζει ξανά μπροστά της φάντη-μπαστούνι. Της ανοίγω να περάσει πρώτη με ένα ουδέτερο χαμόγελο, μου λέει με γουρλωμένα μάτια το υποχρεωτικό “obrigada”. Ίσως νομίζει ότι είμαι Πορτογάλος, αρκετοί το νομίζουν άλλωστε. Ανεβαίνει βιαστικά τα σκαλιά ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω της· μπορεί ενδομύχως να φοβάται ότι με κάποιο μαγικό τρόπο θα εμφανιστώ στην κορυφή της σκάλας.

Βέβαια δεν υπάρχει καμμιά μαγεία στο φαινόμενο, απλώς η κοπέλα προφανώς δεν ξέρει πάρα πολύ καλά τα κατατόπια και στηρίζεται στις γεωγραφικές πληροφορίες που δίνουν οι χάρτες. Τον πρώτο καιρό κι εγώ το ίδιο έκανα, ανεβοκατέβαινα σπίτι με βάση τις οδηγίες του google maps: 1450 μέτρα αν στρίψεις εδώ κι ύστερα εκεί. Λίγο περισσότερα, αν και με λιγότερη ανηφόρα αν πας από λίγο πιο κει. Με τον καιρό παρατήρησα μερικά πλάγια δρομάκια που δεν τα είχε ο χάρτης, ίσως επειδή δεν περνάνε αυτοκίνητα από εκεί. Μια μέρα πήρα ένα από αυτά και ανακάλυψα ότι έκοβα δρόμο. Μια άλλη μέρα αντί να κάνω το γύρο του τετραγώνου μπήκα στον κήπο του Πομπάλ από το πάρκιγκ του Ινστιτούτου Διοίκησης, προχώρησα ως τη μεσοτοιχία με το δικό μας και βρήκα την πορτούλα που άνοιγε με το ηλεκτρονικό κλειδί που έχουμε όλοι. Ο θυρωρός με διαβεβαίωνε ότι μόνο το δικό του κλειδί την ανοίγει, αλλά η πραγματικότητα τον διέψευδε. Με τούτα και με κείνα μάζεψα τη διανυόμενη απόσταση κατά 200-300 μέτρα. Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουώτσον.

Ατυχώς η κοπελίτσα δεν ήξερε αυτές τις λεπτομέρειες, και προφανώς αναρωτιόταν έκπληκτη πώς γίνεται εγώ να πηγαίνω σχετικά με το πάσο μου κι εκείνη με γοργό βήμα, να με προσπερνάει και μετά από λίγο να με ξαναβρίσκει μπροστά της. Από μια ορισμένη οπτική γωνία, μπορείς να βρεθείς σε μεγάλη σύγχιση. Θυμάμαι μια αντίστοιχη φάση στο Λέιντεν που περπατούσα για το Πανεπιστήμιο με το γνωστό αργόσχολο βήμα, παράλληλα με μια νεαρή Κινέζα του πέμπτου ορόφου που πήγαινε τροχάδην. Βέβαια στην άπλα του ολλανδικού τοπίου η παρασπονδία μου (αν το δει κανείς έτσι, διότι δεν το απαγόρευε τίποτα άλλο εκτός από τη λάσπη μετά τη διαρκή ολλανδική βροχή) ήταν αμέσως ορατή: η κοπελίτσα πήγαινε από το πεζοδρόμιο κι εγώ έκοβα χαλαρά από το γρασίδι. Έτσι εκείνη έκανε τις πλευρές του τριγώνου κι εγώ την υποτείνουσα, με αποτέλεσμα να τρακαριζόμαστε σε κάθε γωνία σχεδόν. Μετά από 2-3 τετράγωνα είχε φουρκιστεί απεριόριστα, και το τελευταίο το έκανε τρέχοντας σχεδόν.

Ατυχώς (για την ίδια) πήγε από το πιο απόμακρο γεφυράκι, ενώ εγώ νωχελικά έκοψα μέσα από τον ποδηλατόδρομο προσέχοντας μη με πατήσουν οι διερχόμενοι (οι ποδηλάτες έχουν προτεραιότητα έναντι των πεζών εκεί πέρα) και πέρασα από την αυλή του διπλανού κτιρίου φτάνοντας στο δικό μας μερικά βήματα πριν από εκείνην. Κάπου εκεί σταμάτησα για να καθαρίσω τα παπούτσια από τις λάσπες· με προσπέρασε σα δρομέας που τερματίζει στο νήμα κι έτρεξε σίφουνας προς τα ασανσέρ (σπάνια πολυτέλεια για ολλανδικό κτίριο). Χώθηκε ανακουφισμένη μέσα, αλλά προς μεγάλη της δυσαρέσκεια έφτασα κι εγώ και μπήκα πίσω της. Πάτησα το κουμπί για τον τρίτο και της είπα «καλημέρα» στα ολλανδικά. Με κοιτούσε με ένα βλέμμα απίστευτης απορίας μάλλον παρά οτιδήποτε άλλο.

Με αυτές τις ιστορίες θυμήθηκα την αγγλική έκφραση “cutting corners” που δεν αντιστοιχεί απόλυτα στο δικό μας «κόβω δρόμο». Η δική μας έκφραση δε νομίζω να έχει τίποτα αρνητικά συμφραζόμενα, ενώ η αγγλική υποδηλώνει μια ορισμένη τσαπατσουλιά, το να μην κάνεις όλα τα απαραίτητα βήματα. Από την άλλη σκέφτομαι ότι αν το δει κανείς μεταφορικά μπορεί και να δηλώνεται μια πολιτισμική ειδοποιός διαφορά: στην Ελλάδα το να βρεις έναν «καταφερτζήδικο» τρόπο να κάνεις τη δουλειά σου (που μπορεί να είναι τσαπατσουλιά ή βύσμα ή γρηγορόσημο), το να «σουρουμπελιάσεις» κάπως τα πράγματα τσάτρα-πάτρα, δεν είναι και κανένα στίγμα. Αλλού που οι άνθρωποι εκπαιδεύονται να πηγαίνουν by the book και πιστεύουν ότι το να πετύχεις τους στόχους σου είναι αποτέλεσμα μεθοδικότητας και εργατικότητας (και όχι αυτοσχεδιασμών και «πατέντας» της τελευταίας ώρας), το να εμφανίζεται ένας Έλλην φάντης μπαστούνι από τα γρασίδια και να μπαίνει άξαφνα μπροστά τους ενδέχεται να τους προκαλεί σοβαρό πολιτισμικό σοκ.

Αλλά εγώ έχω ανατραφεί σε ένα κλίμα ελληνοπρεπούς ηθικού σχετικισμού που αν και δεν ξέφυγε ποτέ από κάποια όρια (που έχουν να κάνουν με τη χριστιανική αντίληψη περί του «πλησίον» ως εικόνας Θεού, που δεν πρέπει να τον βλάψεις) από την άλλη δεν είχε και κάνα φοβερό πρόβλημα με την παραβίαση των κανόνων, στο βαθμό που δεν υπήρχε κάποιο «θύμα» που να ζημιώνεται από τις πράξεις ή τις παραλείψεις μου. Φυσικά δεν είναι όλοι έτσι: κάποιοι βρίσκουν πολύ διασκεδαστικό να περνάνε με κόκκινο ή να πηγαίνουν ανάποδα σε μονόδρομο· εγώ καθόλου (το «όλοι έτσι κάνουν» δε μου ακουγόταν ποτέ σαν ιδιαίτερα καλό επιχείρημα, άλλωστε). Χώρια που ο εν γένει «καταφερτζήδικος» και «σουρουμπελιαστός» τρόπος που γίνονται πολλά στη χώρα (από τα έργα στις εθνικές οδούς και τους ολυμπιακούς αγώνες μέχρι την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ και τις επισκευές των οχημάτων με πατέντες) είναι εν πολλοίς υπεύθυνος για αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια, ίσως πιο πολύ από τους δήθεν κακούς που μας επιβουλεύονται και τους εκάστοτε «προδότες» (από δω παν' κι άλλοι...) της πατρίδας.

Ορισμένοι πάλι δυσκολεύονται να παρασπονδήσουν σε βαθμό κακουργήματος, ακόμα και αν δεν υπάρχει ούτε υποψία πραγματικής παρασπονδίας. Θυμάμαι μια φορά έναν εκ των μετέπειτα εργοδοτών μου στην Κρήτη (τότε ήταν ακόμα απλώς ο κύριος από το γειτονικό εργαστήριο και δεν γνωριζόμασταν καλά) που μου ζήτησε κάποτε αν είχα ένα εισιτήριο λεωφορείου. Το λεωφορείο για την περιοχή είχε πιο ψηλή τιμή σε σχέση με το συνηθισμένο αστικό, αλλά εγώ είχα πάνω μου μόνο τα «απλά» εισιτήρια που για τη συγκεκριμένη διαδρομή ενείχαν ρόλο «φοιτητικού», οπότε του έδωσα ένα λέγοντας χάριν παιδιάς ότι μπορεί να περάσει για φοιτητής άνετα (είμαστε συνομίληκοι, αλλά αυτός μικροδείχνει τόσο χαρακτηριστικά που κάποιοι λέγαμε για πλάκα κάποτε να ψάξουμε στο σπίτι του για να βρούμε το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι). Δυστυχώς δεν την έπιασε τη φιλοφρόνηση και μου είπε πολύ σοβαρά και ελαφρώς παρεξηγημένα ότι δε μπορεί να δώσει φοιτητικό εισιτήριο χωρίς να είναι φοιτητής. Φυσικά δεν ήταν αυτό το πνεύμα της παρατήρησής μου, αλλά δεν έκατσε να του το εξηγήσω (βρήκε κάποιον άλλο και του έδωσε το «σωστό» εισιτήριο αν θυμάμαι καλά κι έφυγε αμέσως), και μάλιστα έχω την εντύπωση ότι για κάμποσο καιρό με αντιμετώπιζε κάπως επιφυλακτικά χάρη σε αυτό το αποτυχημένο αστειάκι. Εικάζω βέβαια ότι με τέτοιο πνεύμα ακεραιότητας θα είχε πάμπολλες δυσκολίες να αντιμετωπίσει σε σχέση με την περιβόητη «ελληνική πραγματικότητα», οπότε δε μου έκανε εντύπωση που κάποια στιγμή τα μάζεψε κι αναχώρησε συν γυναιξί και τέκνοις για την Εσπερία· φαντάζομαι αν ξαναπάω στην Κρήτη θα βρω τη μαύρη πέτρα που έριξε πίσω του (και δεν είναι και ο μόνος).

Όσο για μένα, αν και κατά κανόνα χτυπάω τα εισιτήρια κανονικά στα λεωφορεία (και πληρώνω κανονικά φόρους και εισφορές, και σταματάω το αμάξι πριν τη διάβαση πεζών και όχι πάνω κλπ.), η αλήθεια είναι ότι διασκεδάζω λίγο με την έκπληξη που αισθάνονται όσοι με βλέπουν ενίοτε να εμφανίζομαι άξαφνα κάπου ενω «κανονικά» θα έπρεπε να είμαι πολύ πίσω ακόμα. Και αναδρομικά ξεθάβω τη μνήμη μιας παλιάς μου συμμαθήτριας από το Λύκειο που συναπαντηθήκαμε μια μέρα στο δρόμο για το σχολείο αλλά δε με περίμενε να πάμε παρέα γιατί βιαζόταν (εγώ βάδιζα ράθυμα από κείνα τα χρόνια). Την αποχαιρέτησα λοιπόν, κι ενώ εκείνη γκάζωνε (που λέει ο λόγος) για να βγει στη λεωφόρο κι από κει να ανηφορίσει (τσίτα) για την κύρια είσοδο δεκαπέντε λεπτά λαχανιαστά, εγώ πέρασα από την πυλωτή της διπλανής πολυκατοικίας στο στενάκι προς τα προσφυγικά, από κει ανάμεσα στις παράγκες στο ρέμα, τσουπ απέναντι από το γεφυράκι στις φυστικιές κι έπειτα στην πίσω αυλή του Λυκείου ανάμεσα από τα χαλαρωμένα κάγκελα την ώρα που τελείωνε η πρωινή προσευχή, σύνολο δώδεκα λεπτά χωρίς πολύ άγχος.

Εκείνη μπήκε κάθιδρη μέσα στην τάξη ίσα ίσα για να πέσει πάνω μου την ώρα που πήγαινα στην έδρα να πάρω το απουσιολόγιο. Της χαμογέλασα· έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Άλλα χρόνια εκείνα, βέβαια. Τώρα εννοείται ότι σιγά μη χώραγα με την κοιλούμπα ανάμεσα στα κάγκελα.

Και οι παράγκες μάλλον θα έχουν γίνει πολυκατοικίες.

14/12/12

Αποζημίωση

Αυτοί με σήμα το λέοντα φοράνε πράσινα ριγέ και παίζουν στο Ρούι Ζοζέ Αλβαλάδε. Αυτοί με τον αετό φοράνε κόκκινα μασίφ και παίζουν στο Ντα Λουζ («του φωτός»). Φωτό από εδώ.

Δευτέρα απόγευμα την έκανε νωρίς νωρίς. Η ομαδάρα του έπαιζε με τους αιώνιους αντιπάλους και ήθελε να πιάσει στασίδι εγκαίρως. Βέβαια φέτος η ομαδάρα (με τα πράσινα) σέρνεται και βρίσκεται πολύ μακριά από την κορυφή, έχει ήδη αποκλειστεί από το Γιουρόπα Λιγκ κι έχει διώξει τον προπονητή, σε αντίθεση με τους άλλους (αυτούς με τα κόκκινα) που προπορεύονται στη βαθμολογία, στην Ευρώπη συνεχίζουν στους ισχυρούς του Γιουρόπα (αν και δεν θριάμβευσαν ακριβώς στο Τσάμπιονς Λιγκ, δεν πήγαν και χάλια) και γενικά χαίρουν άκρας υγείας. Αν σας θυμίζει τίποτα ελληνικό, ξεχάστε το: με τα πράσινα είναι η Σπόρτιγκ και με τα κόκκινα η Μπενφίκα, οι δυο δημοφιλέστερες ποδοσφαιρικές ομάδες της Λισσαβώνας και της Πορτογαλίας, όχι όμως και οι πιο επιτυχημένες, καθότι η πραγματική ομάδα των επιτυχιών εδρεύει στο Πόρτο και φοράει μπλε.

Αυτό φυσικά δεν αναιρεί το παραδοσιακό μίσος των Σπορτιγκίστας έναντι των Μπενφικίστας και τανάπαλιν, οπότε ο Ντιόγκο παρότι απογοητευμένος οικτρά από το φετινό χάλι της Σπόρτιγκ (οέ, οέ...) δήλωσε ότι θα πήγαινε στο γήπεδο για να κράξει αμφότερες τις ομάδες. Αλλά θα πήγαινε εμφανώς με βαριά καρδιά, καθότι και ο μαζοχισμός έχει κάποια όρια. Αργά το βράδυ που έφευγα από το εργαστήριο πέτυχα κάτι πανηγυρίζοντες τύπους με κόκκινα κασκώλ. Υπέθεσα (ορθά) ότι η Μπενφίκα είχε κερδίσει, και πηγαίνοντας σπίτι το επιβεβαίωσα: 1-3 με τα δυο νικητήρια γκολ στα τελευταία λεπτά. Φαντάστηκα τον απαρηγόρητο Ντιόγκο να βρίζει φίλους και εχθρούς αντάμα.

Τρίτη πρωί μπαίνοντας στη δουλειά τον είδα στη γνωστή στάση-τοτέμ όπως μετά από κάθε ήττα της πράσινης ομαδάρας, να κοιτάζει τον υπολογιστή του με απλανές βλέμμα και να μην αντιδρά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Προσπάθησα να τον επαναφέρω με τη μέθοδο «το φέρνω λάου-λάου μπας και δε με πάρει πρέφα με τη μία».

- Ρε συ Ντιόγκο, χτες το βράδυ που έφευγα από δω αργά...
- ... (απλανές βλέμμα στην οθόνη)
- ...εκεί που πήγαινα κατά το σταθμό έπεσα πάνω σε κάτι τύπους...
- ... (αδιάφορο βλέμμα κατά δώθε)
- ...ναι, κάτι ψιλομυστήριους...
- Α... (ψήγμα περιέργειας στο βλέμμα)
- ...με κόκκινα κασκώλ που πανηγυρίζανε.
- Α, μάλιστα. (βλέμμα πικρού σαρκασμού)
- Οπότε να υποθέσω ότι χάσατε, ε;

(Στο δωμάτιο επικρατεί ξαφνική σιγή καθώς τα βλέμματα όλων στρέφονται στο Ντιόγκο και κρέμονται απ' τα χείλη του. Αυτός κοιτάζει με το αρχικό απλανές βλέμμα την οθόνη, κάνει ένα-δυο κλικ και βγαίνει σε μια ιστοσελίδα με πράσινο φόντο. Μιλάει αργά, με προσποιητή αδιαφορία).

- Χάσαμε, αλλά εγώ κέρδισα.
- Τι εννοείς εσύ κέρδισες;

Μου δείχνει την πράσινη ιστοσελίδα, που δεν είναι της Σπόρτιγκ όπως νόμιζα, αλλά μιας εταιρίας ποδοσφαιρικού στοιχηματισμού. Είναι η καρτέλα του λογαριασμού του, στην πάνω δεξιά γωνία φιγουράρει το υπόλοιπό του, 1540 ευρώ και κάτι σεντ.

- Χτες ήταν εξακόσια, λέει δήθεν αδιάφορα.
- Δηλαδή κέρδισες ένα χιλιάρικο;
- Κάπου τόσο.
- Δηλαδή κέρδισες επειδή έπαιξες στοίχημα ενάντια στην ομάδα σου;
- Αυτή η ομάδα με έχει πικράνει πολλές φορές. Καιρός ήταν να μου δώσει κάτι.


Μουρμουρητά ακούγονται στο δωμάτιο, άλλα επιδοκιμαστικά και άλλα όχι. Η Μάρθα από τη γωνία εξανίσταται και ρωτάει πώς του πήγε η καρδιά να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Ντιόγο (απλανές βλέμμα αλλά σταθερή φωνή) απαντάει:

- Μη νομίζεις, βασανίστηκα. Το πάλεψα μέσα μου, γιατί η καρδιά μου ανήκει στην ομάδα.

Και συμπληρώνει φλεγματικά:

- Αλλά στοίχημα παίζω με το μυαλό· αν έπαιζα με την καρδιά δε θα είχα φράγκο. Αφού λοιπόν η ομάδα δε με κάνει ευτυχισμένο, ας μου δώσει τουλάχιστον μια αποζημίωση.


11/12/12

Δώδεκα

Λιτός μεζές και μια ρακή. (Βρήκα την εικόνα σε δέκα μεριές στο διαδίκτυο, οπότε δεν ξέρω ποια είναι η αυθεντική πηγή.)

Τώρα που τα θυμάμαι αναδρομικώς δεν είμαι και βέβαιος απόλυτα, αλλά θα μπορούσε η μέρα που το συμφωνήσαμε να είναι 9 Σεπτεμβρίου. Του 2009, εννοείται, ώστε να ταιριάζει ημερολογιακώς η γραφή: 09/09/09. Ωστόσο 9 του Σεπτέβρη στην Κρήτη μόνο κρύο δεν κάνει, κι εκείνη τη μέρα θυμάμαι καλά ότι πίναμε ρακές στριμωγμένοι σ’ εκείνο τον καφενέ (μου διαφεύγει το όνομά του) δίπλα σε μια ξυλόσομπα μάλλον που έκαιγε· το θυμάμαι διότι μου είχε καεί η πλάτη κι έψαχνα τρόπο να πάω να καθήσω αλλού. Δύσκολο βέβαια, διότι το μαγαζί ήταν γεμάτο (άρα δεν είχε τραπεζάκια έξω, άρα μάλλον όχι Σεπτέβρης, εν τέλει) κι εγώ είχα φτάσει φυσικά τελευταίος, σα γνήσιος καριώτης ανάμεσα στα άλλα συντρίμμια, οπότε φυσικά πήρα την τελευταία διαθέσιμη θέση, κολλημένος πάνω στη σόμπα.

Θα πρέπει να ρωτήσω τη Μαρίστρα, που έχει ακόμα στο κινητό της φωτογραφίες από εκείνη τη βραδιά, οπότε θα έχει καταγραφεί η ημερομηνία και πιθανότατα θα θυμάται και πώς λέγανε το μαγαζί. Πάντως πρέπει να ήταν το 2009, καθότι σχετικά αρχές του 2010 εγώ την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια από τη μεγαλόνησο και δεν έχω ξαναφανεί έκτοτε κατά κει. Το ζητούμενο πάντως ήταν ένα γενικό ραντεβού σε κάποια συμμετρική ημερομηνία του μέλλοντος. 10/10/10 δεν ήταν κι άσχημα, αλλά ήταν κοντινό κάπως. 11/11/11 ήταν κάπως καταθλιπτικά ομοιόμορφο, δε συγκέντρωσε σοβαρή υποστήριξη. Οπότε τι μας έμεινε; 12/12/12. Ραντεβού. Αν τότε ήταν Σεπτέβρης, το ραντεβού θα ήταν σε τρία χρόνια, τρεις μήνες και τρεις μέρες. Στο ίδιο μέρος. Οι ίδιοι· έτσι όπως είμαστε.

Τώρα πια βέβαια δεν είμαι 100% σίγουρος ποιοι ήμασταν. Ήμουν εγώ βέβαια, ήταν η Μαρίστρα και η Μανταλένα. Προφανώς ο Νέτος και ο Ίμερος. Πιθανώς να ήταν και ο Λάζαρος αλλά δεν έχω κάποια έντονη ανάμνησή του. Η Βιντσιρέλα ήταν; Λογικά θα ήταν. Για την Κάντυ δεν είμαι σίγουρος, μάλλον όχι. Ήταν και κανένας άλλος; Θα σας γελάσω. Θα πρέπει να ρωτήσω και φυσικά θα εκτεθώ άμα ρωτήσω, καθότι υποτίθεται ότι εγώ είμαι αυτός με τη μνήμη ελέφαντα. Αλλά για την ώρα η μνήμη μου αδυνατίζει και πάει (σε αντίθεση με τη λοιπή κοψιά που όλο και περισσότερο φέρνει σε ελέφαντα) και το μόνο που θυμάμαι εναργώς από εκείνη τη βραδιά ήταν η συζήτηση για το τέλος του κόσμου. Το επικείμενο· ξέρετε τώρα. Μαζί με το χειμερινό ηλιοστάσιο, που είπαν και οι Μάγια. Ή οι Ίνκα, οι Αζτέκοι, οι Ολμέκοι ή οι Τολτέκοι, τρέχα γύρευε τώρα. Αυτοί, τέλος πάντων, που υπολόγισαν το χρόνο μέχρι ακριβώς το χειμερινό ηλιοστάσιο του 2012 και μετά γιοκ. Σα να τελείωνε ο χρόνος ολοσχερώς.

Κι επειδή οι Μάγια (ή οι Ίνκα ή οι άλλοι τέλος πάντων) ήταν αρκετά σοφοί ώστε να ξέρουν πότε θα έρθει το τέλος του κόσμου (αν και όχι αρκετά ώστε να έχουν ανακαλύψει τον τροχό, ας πούμε), εμείς είπαμε να λάβουμε τα μέτρα μας και να βρεθούμε εννιά ολόκληρες μέρες πριν διανυθεί σύμπας ο χρόνος, ώστε να μπορούμε να πιούμε τις ρακές μας σαν τους ανθρώπους, να πάμε καμιά ιστιοπλοϊκή βολτίτσα Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, και να διηγηθούμε ο ένας στο άλλο πώς περάσαμε τα τελευταία τρία χρόνια, τρεις μήνες και τρεις μέρες (ή περίπου). Μάλιστα, είχα προτείνει στην παρέα να πάμε την Πρωτοχρονιά του 2013 (δηλαδή πάνω-κάτω δέκα μέρες μετά το τέλος του κόσμου) όλοι μαζί στην Ικαρία που έχουμε και κάτι ωραία εορταστικά έθιμα. Στην παρατήρηση ότι στο αναμεταξύ θα έχει καταστραφεί ο κόσμος, διευκρίνισα ότι στην Ικαρία όλα γίνονται βραδέως και με χαρακτηριστική καθυστέρηση, οπότε είναι πλέον ή βέβαιον ότι ακόμα και αν έχει καταστραφεί ο κόσμος το 2012, ουδόλως μας αποτρέπει αυτό από το να γιορτάσουμε την ικαριακή Πρωτοχρονιά του 2013.

Τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε, και μετά το ξεχάσαμε βέβαια καθώς πέρασε η επήρεια της ρακής και πήγε ο καθένας στη δουλειά του, αν και αραιά και που όλο και κάποιος το θυμότανε και πέταγε κάτι σαν «άντε, τα λέμε στις 12/12» ή «μην ξεχάσεις να κλείσεις εισιτήρια για τις 12». Κάποια στιγμή, καθώς ο καιρός πλησίαζε, άρχισα να το σκέφτομαι πιο σοβαρά, αλλά η κρίσιμη ημερομηνία έπεφτε τόσο μεσοβδόμαδα που ήταν αδύνατον να σκάσω μύτη στην Κρήτη χωρίς να χαλάσω παραπάνω μέρες άδειας από όσες όντως δικαιούμαι (έχοντας ήδη υπερβεί κατά τι, σφυρίζοντας δήθεν αδιάφορα, τις Πορτογαλικές προδιαγραφές άδειας – και χωρίς να μετράμε τα επικείμενα Χριστούγεννα, ε;). Άσε που για τους υπόλοιπους είναι πιο απλό, καθότι η πιο μακρινή διαδρομή τους θα είναι από την Αμμουδάρα ή την Αλικαρνασσό στο Ηράκλειο (βάλε δέκα χιλιόμετρα και πολλά λέω...) ενώ εγώ θα χρειαστώ πάνω από τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα, τρία αεροπλάνα τουλάχιστον και δεν ξέρω πόσα λεφτά, είδος ουσιώδες εν ανεπαρκεία στους καιρούς που ζούμε.

Οπότε το απώθησα στο κουτάκι με τα ουδέποτε πραγματοποιηθέντα σχέδια (πρέπει να πάρω ένα μεγαλύτερο κουτάκι, αυτό έχει αρχίσει και γεμίζει πλέον...), μαζί με την διαδρομή Αθήνα-Λισσαβώνα-Αθήνα οδικώς με το σαραβαλάκι μου, τις εκδρομές στη Μαδέιρα και τις Αζόρες, τη σιδηροδρομική εξερεύνηση της δυτικής Πελοποννήσου (αλλά στο μεταξύ πάει το τραίνο του Τρικούπη, έκλεισε) και την εικοσαήμερη μεταφορά του wannabe καινούργιου σκάφους του φίλου μου του Φ. από το Ντόβερ στο Καλαμάκι μέσω Γιβραλτάρ-Μάλαγας-Βαλεαρίδων-Σαρδηνίας-Σικελίας και ισθμού της Κορίνθου (μόνο που τελικά αγόρασε άλλο κοψοχρονιά από τη Σκιάθο και το έφερε μόνος του σε δυο μέρες).

Κι εκεί που ενταφίαζα ησύχως τη φιλοδοξία του εν λόγω reunion, μου έρχεται άξαφνα τις προάλλες ένα μηνυματάκι από μια φίλη που τότε δεν ήταν μέλος της επίμαχης παρέας: «Τι έγινε; Πότε έρχεσαι για το ραντεβού της 12/12/12;» Της εξήγησα ότι δεν έρχομαι πριν τις 22 και πάντως όχι στην Κρήτη. Απόρησε. Απόρησα κι εγώ με τη σειρά μου που το είχε υπόψιν, το υποτιθέμενο ραντεβού. «Ε, το κουβεντιάζαμε με τα παιδιά πριν κάμποσο καιρό, και έλεγα μήπως ερχόσουν». Α, το κουβεντιάζανε. Δηλαδή, κουβεντιαζόταν τα πράγμα. Πέτυχα τη Μανταλένα διαδικτυακώς, και είπα να ζητήσω διευκρινίσεις.

- Πού είσαι;
- Σπίτι μου. Δηλαδή στη μάνα μου.


Με όρους Μανταλένας, αυτό σημαίνει κάπου στο ρου του Άνω Δούναβη. Όχι στην Κρήτη πάντως.

- Παίζει να είσαι Ηράκλειο την άλλη βδομάδα;
- Πλάκα μου κάνεις; Τώρα μόλις έφυγα από κάτω, θα ξανακατέβω καλό Πάσχα και αν...


Πήρα μια ανάσα – δεν θα ήμουν ο μόνος απών.

- Α, έλεγα μήπως γινόταν το ραντεβού στις 12/12/12.
- Ε, δε θα είσαι online;
- Ορίστε;
- Στο σκάιπ, ρε παιδί μου, δε θα είσαι;
- Ξέρω γω; Θα είμαι.
- Ωραία. Θα είμαι κι εγώ. Θα τους βάλουμε να μας πάρουν.
- ...
- Άλλωστε μόλις που προλαβαίνουμε πριν καταστραφεί ο κόσμος.


Οπότε, συντριμμάκια και φίλοι, δεν ξέρω αν το πιάσατε το υποννοούμενο, αλλά στις 12/12/12 (και κατά προτίμηση γύρω στις 12...) φροντίστε να μαζευτείτε, να έχετε μαζί σας λάπτοπ και πρόσβαση στο διαδίκτυο, διότι το ραντεβού ισχύει κανονικά.

Έχω φυλάξει τη ρακή στο ψυγείο για την περίσταση.

6/12/12

Ήρθαν τα κρητικά παιδιά...

Ιστιοπλοΐα στις όχθες του Τάγου, Ιούλιος 2012, φωτό © Δ.Σ.

Στην Ικαρία το καλοκαίρι δε με πρόλαβαν. Έφτασαν από το Ηράκλειο Δευτέρα πρωί, ενώ εγώ είχα φύγει Κυριακή μεσημέρι. Τους άφησα σαφείς οδηγίες πάντως, πού να πάνε και τι να κάνουν (προσαρμοσμένες στα γούστα τους όπως τα φανταζόμουν) και επί μέρες λάμβανα μηνύματα τύπου «Περνάμε υπέροχα!» και «Καλά, πόσο φανταστικά είναι!».

Ξαναμιλήσαμε (διαδικτυακώς πάντα) μέσα Σεπτέβρη· με εκείνην βέβαια, που την ξέρω από τα χρόνια μου στην Κρήτη. Εκείνον δεν τον είχα γνωρίσει από κοντά· όταν έφυγα από την Ελλάδα, πριν τρία χρόνια σχεδόν, η σχέση τους ήταν ακόμα στα σπάργανα και όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν κάπως μυστική στην αρχή. Στα χρόνια που μεσολάβησαν επικοινωνούσαμε κατά καιρούς, κάποτε η φιλενάδα με επισκέφτηκε στην Ολλανδία με ένα κλιμάκιο ιστιοπλόων. Είχα προσέξει τότε ότι έτρωγε κάμποση ώρα στα τηλέφωνα με τον καλό της.

- Είναι ακριβά τα διεθνή τηλεφωνήματα, την πείραζα. Θα πτωχεύσεις.
- Δεν πειράζει, μου έλεγε χαμογελώντας παιχνιδιάρικα. Τα λεφτά δε φέρνουν την ευτυχία.

Όχι, αλλά η έλλειψή τους μπορεί καμμιά φορά να την περιορίζει κάπως. Το μάθαμε (οδυνηρά ενίοτε) αυτά τα χρόνια, μέχρι κι εγώ στο εξωτερικό. Πάντως η φίλη μου παρόλες τις ελλείψεις το είχε κάνει τάμα να έρθει και στη Λισσαβώνα, πριν εγκαταλείψω οριστικά την πόλη. Και ήρθε, μαζί με την άλλη κολλητή μας από την ιστιοπλοϊκή παρέα της Κρήτης και βέβαια με το σύντροφό της. Νοέμβρη μήνα. Με κρύο και βροχή του Ατλαντικού.

- Καλέ, αργήσατε κάπως.
- Ποτέ δεν είναι αργά.
- Σου πλήρωσαν το επίδομα αδείας;
- Πλάκα κάνεις; Μαζέψαμε ό,τι κέρμα είχαμε και ήρθαμε. Ακόμα περιμένω το δώρο του Πάσχα και το μισθό του Μαΐου.
- Καλά, και τί τις ήθελες τις Πορτογαλίες;
- Γιατί, πού θα τις ξαναβρώ;


Έλα ντε... Το φιλοσοφήσαμε λίγο, η φτώχεια θέλει καλοπέραση και τέτοια. Όχι ακριβώς φτώχεια μαύρη (τι να πούνε άλλοι κι άλλοι δηλαδή...) αλλά δεν είμασταν και για ζήτω, η φίλη απλήρωτη από το Πάσχα, ο δικός της ελεύθερος επαγγελματίας άνευ πελατείας λόγω κρίσης, η κολλητή άρτι απολυθείσα εποχιακή κι εγώ αναμένων τη σειρά μου οσονούπω. Αθροιστικώς εκατόν εξηντατριών ετών όλοι μαζί. Σαράντα κόμμα εβδομηνταπέντε κατά μέσο όρο. Όλο προοπτικές. Εγώ τον κοιτάω από ψηλά το μέσο όρο, άρα με λιγότερες προοπτικές. Το ζευγάρι τον κοιτάει από πιο κάτω, λίγο ως πολύ, άρα έχουν μέλλον.

Μείνανε μαζί μου εννιά μέρες. Έτυχε να έχω πολλή δουλειά και δεν μπόρεσα να τους «ζήσω» και πολύ, καθώς έτρεχα να προλάβω προθεσμίες με υποδειγματική ικαριακή συνέπεια (ξέρετε τώρα...) ενώ εκείνοι τριγυρνούσαν στο Μπελέμ και τη Σίντρα και την Αλφάμα και τα μουσεία και τα κάστρα. Και στα μαγαζιά ενίοτε. Κάπου προς το τέλος θυμήθηκε να του ψευτογκρινιάξει, τρυφερά πάντα.

- Μωρό μου, δε με πήγες να ακούσω φάδο... Καθόλου δε μ’ αγαπάς.

Έφυγαν πριν ξημερώσει· είχε πέσει μια γκρίζα ομίχλη στις όχθες του Τάγου. Ανανεώσαμε το ραντεβού για Ικαρία σε εποχή που θα είμαι κι εγώ. Ξαναμπήκα στο άδειο πλέον σπίτι· πριν πέσω στο κρεβάτι θυμήθηκα ένα πρωινό που την ξύπνησε απαγγέλοντάς της κάτι σα μαντινάδα:
Μάτια μου, μάτια των ματιών, των ομματιών μου μάτια
Μάτια δεν έχω ξαναδεί σαν τα δικά σου μάτια.
Καλύτερο από φάδο μου φάνηκε.


Σ.Σ. Ο τίτλος προέρχεται από ένα (ιστιοπλοϊκού ενδιαφέροντος) δημοτικό τραγούδι της Ιερισσού που διασώζει η Δόμνα Σαμίου και θυμάμαι τους στίχους του κάπως έτσι:

Ήρθαν τα κρητικά παιδιά τα ‘μορφοπαλικάρια
τα όμορφα και τα νόστιμα και τ’ αρραβωνιασμένα
καράβιν εσκαρώσανε καταμεσού πελάγου
βάζουν κατάρτια μπρούτζινα κι αντένες ασημένιες
και τα πανιά μεταξωτά και ξάρτια συρματένια
κι όμορφον το καράβιν τους κι ο νιός που τ’ αρμενίζει
καράβι μου κι αν πας στην Χιό κι αν πάς στην Σαλονίκη
χαιρέτα μου την αγαπώ πού ‘χει τα μαύρα μάτια

Βασιλικό στα κάτεργα και δυόσμο στα καράβια
κι θερμασιά στις όμορφες και γειά στα παλληκάρια.


(Κάτεργα είναι οι γαλέρες, τα πλοία με κωπηλάτες· η σημερινή έννοια της λέξης ως φυλακής πρέπει να υπήρξε μεταφορική τον παλιό καιρό που η στέρηση της ελευθερίας μπορεί και να σήμαινε καταδίκη σε κωπηλασία σε κάποιο πλοίο. Από κεί και η λέξη κατεργάρης και η έκφραση κάθε κατεργάρης στον πάγκο του – για κουπί, εννοείται).

(Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 3/12/2012. Αν και δεν είναι ικαριακή ιστορία, με διαβεβαίωσαν ότι είναι εντός στόχευσης του mag, πράγμα που υποδηλώνει ευρεία στόχευση εκ μέρους του περιοδικού, βεβαίως βεβαίως...)

2/12/12

Κάτι σαν υδραυλικός

Ο Έζρα Πάουντ σε κακό χάλι σε φωτογραφία της 26ης Μαΐου 1945, λίγο μετά τη σύλληψή του με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και πριν κλειστεί σε ένα κλουβί στην Πίζα. Η φωτό από τη wikipedia.

Με τον άνθρωπο δεν γνωριζόμαστε. Για την ακρίβεια έχουμε μιλήσει μια φορά πριν πολλά-πολλά χρόνια, αλλά προφανώς δε θα το θυμάται, δε ρώτησε πώς με λένε, ούτε και είπαμε τίποτα φοβερά σημαντικό. Ο ίδιος βέβαια ήταν κάπως γνωστός από τότε, όχι ακριβώς η φίρμα που είναι σήμερα, αλλά είχε περάσει από την κατηγορία του φερέλπιδος σε αυτή του κάπως αναγνωρισμένου. Δεν είχε γράψει ακόμα δεκαεφτά βιβλία, ήταν μόνο τρία ή τέσσερα, αν θυμάμαι καλά. Σε κάποιο βραχύβιο περιοδικό (που μπορεί να λεγόταν Phenomenon αλλά μπορεί και να με απατά η μνήμη μου και να ήταν κάπου αλλού) πρέπει να είχα πρωτοδιαβάσει κάποιες ιστορίες δικές του. Δεν είχα συγκρατήσει το όνομα του συγγραφέα, αλλά μετά τις ξαναβρήκα σε μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Κινούμενα σχέδια». Μου κίνησε το ενδιαφέρον επιπλέον διότι ήταν συν-σεναριογράφος σε δυο ταινίες που μ’ άρεσαν με τον τρόπο τους (όχι με τον ίδιο τρόπο η καθεμιά), τους «Απέναντι» του Πανουσόπουλου και την «Υπόγεια Διαδρομή» του Δοξιάδη.

Το πιο σημαντικό βέβαια ήταν το γεγονός ότι ήταν νέος· δεν είχε κλείσει τα τριάντα. Για την πνευματική ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ογδόντα αυτό ήταν επίτευγμα μάλλον· έσπευσα να πάρω και τα – ας πούμε – μυθιστορήματα (μάλλον νουβέλες) που είχε βγάλει νωρίτερα. Χωρίς να μπορώ να πω ότι με ενθουσίασαν, ήταν διαφορετικά από ό,τι άλλο κυκλοφορούσε. Ο συγγραφέας τους δεν ήταν κανένας απίστευτος τύπος από άλλο πλανήτη, αλλά περιέγραφε μια πραγματικότητα σαν αυτή που ζούσαμε, λίγο πολύ. Τώρα βέβαια «αυτό που ζούσαμε» δεν ξέρω πώς μπορώ να το περιγράψω αναδρομικά χωρίς υποψίες νοσταλγίας (που δεν έχω) για την εποχή που ήμουν είκοσι χρονών και φοιτητής, πάντως περιείχε σαφώς πιο πολλές ερωτήσεις παρά απαντήσεις, σε μια κάπως γκρίζα καθημερινότητα.

Η δική μου καθημερινότητα περιελάμβανε διαδρομές με λεωφορείο από και προς την Πανεπιστημιούπολη, κάνα φραπέ με συμφοιτητές στο κυλικείο, αμπελοφιλοσοφικές συζητήσεις με τον κολλητό μου το Σπύρο, αραιά και που παρακολούθηση κανενός μαθήματος στη σχολή, λίγη κιθάρα στο ωδείο, και πολύ-πολύ-πολύ σινεμά. Τα Σάββατα πέρναγα ώρες ως λαθραναγνώστης στα βιβλιοπωλεία· πού και πού ψώνιζα και τίποτα για ξεκάρφωμα. Η κυρία Φωφώ στο Θεμέλιο με είχε μάθει και τα κορίτσια χαμογελούσαν όταν με έβλεπαν να μπαίνω. Η Ραχήλ (καλή της ώρα) όποτε με έβλεπε να λαθραναγιγνώσκω καμμιά βλακεία μου έκανε παρατήρηση («όχι αυτό, χάνεις τον καιρό σου») και με έστελνε σε άλλο πάγκο μέχρι να σηκώσω κάτι που να αξίζει τον κόπο. Αν υπήρχαν λεφτά πήγαινα σε καμμιά συναυλία, αν η συναυλία ήταν τζάμπα ακόμα καλύτερα.

Εκείνο το φθινόπωρο το ΚΚΕ έκανε το ετήσιο φεστιβάλ ΚΝΕ/Οδηγητή στην Καισαριανή, ακριβώς δίπλα από την Πανεπιστημιούπολη. Οι Κνίτες της σχολής πούλαγαν «εισιτήρια για το φεστιβααααάλ» και διαφήμιζαν το πρόγραμμα. Εμένα με απέφευγαν βέβαια, διότι ήμουν γνωστός ρεβιζιονιστής και συνδικαλιζόμουν με τους απέναντι, κι εγώ τους απέφευγα διότι θεωρούσα ότι είχαν πιο πολλές απαντήσεις παρά ερωτήσεις. Ωστόσο στο πρόγραμμα του φεστιβαλ υπήρχε μια συναυλία του Πάκο Πένια, ενός από τους πιο σημαντικούς κιθαρίστες του φλαμένγκο. Γαργαλήθηκα για λίγη ώρα, και μετά έκανα την καρδιά μου πέτρα και πήγα σε μια σχετικά συμπαθή κνίτισσα στο τραπεζάκι της ΠΣΚ και ζήτησα «εισιτήριο για το φεστιβάλ». Με κοίταξε αποσβολωμένη (λες να είχα δει ξαφνικά το φως το αληθινό, ή μήπως ετοίμαζα καμιά προβοκάτσια;) αλλά τελικά μου το έδωσε. Τελείωσα τον πολύωρο φραπέ μου και κάποτε κατηφόρισα για την Καισαριανή.

Η συναυλία θα αργούσε ακόμα, οπότε περιπλανήθηκα στο χώρο χαζεύοντας διάφορες εκδηλώσεις. Πότε πότε έπεφτα πάνω σε κάνα γνωστό από τη σχολή ή την Ικαρία (εξίσου κομμουνιστοκρατούμενες και οι δύο την εποχή εκείνη) που με κοίταζε ως αξιοπερίεργο. Κάποια στιγμή βρέθηκα δίπλα σε ένα πάνελ όπου αντί για τους συνήθεις λόγους για το αγωνιστικό μέτωπο νεολαίας κλπ. ξεκινούσε μια συζήτηση για τη λογοτεχνία ή κάτι τέτοιο. Κάποιος συντονιστής ή μάλλον συντονίστρια παρουσίαζε τους ομιλητές, στους οποίους περιλαμβανόταν η Ευγενία Φακίνου (ως καταξιωμένη συγγραφέας, εικάζω) και δύο νέοι άρρενες συγγραφείς: κάποιος που είχε εκδώσει έναν τίτλο στη «Σύγχρονη Εποχή» (άρα του Κόμματος, πάλι εικάζω) και μου διαφεύγει το όνομά του, και ο άνθρωπός μας. Ο Πέτρος Τατσόπουλος.

Με δεδομένη την (όχι ακριβώς φιλική, για να το πούμε ευγενώς...) μεταχείριση που είχε επιφυλάξει στο Κόμμα και τη Νεολαία του ο Τατσόπουλος στα ως τότε βιβλία του, η παρουσία του εκεί με εξέπληξε κάπως. Ωστόσο ήταν εποχές περεστρόικα και φαίνεται άφηναν όλα τα λουλούδια να ανθίσουν. Δεν θυμάμαι ιδιαίτερες λεπτομέρεις από τη συζήτηση, ομολογώ ότι έχουν σβηστεί από τη μνήμη μου ολοσχερώς τα λεγόμενα της Φακίνου, αλλά θυμάμαι καθαρά τον Τατσόπουλο να παρομοιάζει το συγγραφέα (ή τον πνευματικό άνθρωπο εν γένει) με υδραυλικό: τον επιλέγεις για να σου κάνει τη δουλειά σου με κριτήριο αν είναι καλός τεχνίτης, όχι για την ιδεολογία του. Ένας καλός συγγραφέας είναι ένας καλός συγγραφέας ακόμα κι αν είναι ακροδεξιός. Έναν κακό συγγραφέα δεν τον κάνει καλύτερο η προοδευτική ή κομμουνιστική ιδεολογία που ενδεχομένως έχει.

Το κοινό μάλλον δεν ενθουσιάστηκε με την παρομοίωση και άρχισε να μουρμουράει. Ο συνομιλητής που είχε εκδώσει το βιβλίο του στη «Σύγχρονη Εποχή» επιχειρηματολόγησε ότι η Τέχνη (η μεγάλη Τέχνη) είναι εκ φύσεως προοδευτική, και όλοι οι πραγματικά μεγάλοι λογοτέχνες του εικοστού αιώνα ήταν αν όχι κομμουνιστές, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο προοδευτικοί, και σίγουρα δημοκράτες. Δεν υπάρχει ούτε ένας (το επανέλαβε υψώνοντας τη φωνή και το δάχτυλο λίγο θεατρικά), ούτε ένας μεγάλος συγγραφέας που να συνεργάστηκε με το φασισμό.

- Ο Έζρα Πάουντ, ακούστηκε η φωνή του Πέτρου από δίπλα.

Ο άλλος έμεινε με το δάχτυλο υψωμένο. Το ακροατήριο πάγωσε.

- Πώς είπατε;
- Είπα ο Έζρα Πάουντ. Και δε νομίζω να είναι ο μόνος.


Ακολούθησε μια σχετική ένταση καθώς άλλοι από το ακροατήριο διαμαρτυρόντουσαν κι άλλοι είχαν μείνει άφωνοι, ο συνομιλητής είχε γίνει κατακόκκινος, η Φακίνου και η συντονίστρια κάπως πήγαν να το συμμαζέψουν χωρίς επιτυχία κι εγώ ομολογώ ότι είχα ξεραθεί στα γέλια υπό τα αμήχανα βλέμματα των διπλανών. Η τυποποιημένη μορφή της φεστιβαλικής συζήτησης είχε πάει κατά διαόλου, ο Πέτρος έγινε αυτοστιγμεί το κεντρικό πρόσωπο, οι τόνοι ανέβηκαν σε κάποιες παρεμβάσεις από το ακροατήριο και τελικά η συντονίστρια έκλεισε τη συζήτηση βιαστικά. Ο κόσμος σκόρπισε και πάνω στη σύγχιση πλησίασα τον Πέτρο (που μάλλον ήταν εξίσου ξέμπαρκος με εμένα στο συγκεκριμένο περιβάλλον ή και παραπάνω ίσως) και τον ρώτησα λεπτομέρειες για την παρομοίωση συγγραφέα με υδραυλικό.

Μου απάντησε κάπως εκνευρισμένος επαναλαμβάνοντας αυτολεξεί αυτά που είχε πει από το βήμα. Υποθέτω θα με πέρασε για παρατυχόντα Κνίτη, κοίταζε δεξιά κι αριστερά και πετούσε τις λέξεις με ρυθμό πολυβόλου. Φαντάζομαι θα βαριότανε να λέει τα ίδια (το «τι δεν καταλαβαίνεις» δεν ήταν ακόμα τότε ατάκα της μοδός), δεν ήταν και η ερώτηση πολύ συγκεκριμένη, καθώς αποσκοπούσα πιο πολύ να καταλάβω αν το εννοούσε ή αν απλώς ήθελε να προβοκάρει ελαφρώς το συγκεκριμένο ακροατήριο. Δεν έβγαλα συμπέρασμα, πάντως εμφανώς δε γούσταρε να συνεχίσει τη συζήτηση και δεν επέμεινα. Τον χαιρέτησα και πήγα στη συναυλία του Πάκο Πένια· εξαιρετική ήταν.

Καμιά βδομάδα αργότερα τον πήρε το μάτι μου στο Θεμέλιο να χαζεύει βιβλία, όπως κι εγώ. Μιλούσε με άνεση με τα κορίτσια σαν παλιός γνωστός. Κάποια στιγμή τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν και του έκανα ένα νεύμα χαιρετισμού. Με αντιχαιρέτησε αλλά με έναν τρόπο που θα μπορούσε να σημαίνει «κάπου σε ξέρω αλλά δε θυμάμαι πού» και ξαναγύρισε στο βιβλίο που διάβαζε. Δε νομίζω να ξανασυμπέσαμε κάπου αλλού έκτοτε. Διάβασα με προσοχή την «Καρδιά του Κτήνους» κάπως ενοχλημένος αρχικά από την έπαρση του πρωταγωνιστή, διασκεδάζοντας μετά με τις περιπέτειές του, λίγο απογοητευμένος στο τέλος από το οιονεί χάπι έντ. Διάβασα και μερικά ακόμα βιβλία του, όχι πολλά· ίσως στο σύνολο να έχω διαβάσει εφτά ή οχτώ. Νομίζω ότι τα διηγήματα του πάνε καλύτερα από τις πιο εκτεταμένες φόρμες, τελικά.

Καθώς τα χρόνια περνούν διαβάζω λιγότερο, είμαι και εκτός Αθηνών (και Ελλάδας) εδώ και έξι-εφτά χρόνια και δεν τον παρακολουθώ ιδιαίτερα πια. Ήξερα ότι κάποτε είχε εκπομπές στην τηλεόραση περί βιβλίου αλλά δεν έτυχε να δω καμμία (έχω κόψει την τηλεόραση χρόνια τώρα). Ήξερα ότι σε ένα από τα βιβλία του (που το διάβασα) περιποιούνταν (σκωπτικά) ένα alter ego του Μπένι. Έμαθα ότι σε ένα άλλο βιβλίο του (που δεν το διάβασα, παρότι πούλαγε σα ζεστό ψωμάκι) εξιστορούσε ότι είναι υιοθετημένος. Δεν εκτιμώ πάντα τη γραφή του, εκτιμώ πάντως το γεγονός (που το τονίζει) ότι ζει από αυτήν: δημοσιεύοντας, αρθρογραφώντας – σε κάθε περίπτωση εκτιθέμενος, για καλό ή για κακό.

Η έκθεση βέβαια έχει παρενέργειες, ειδικά στην εποχή της διαδικτυακής παραζάλης και των social media. Πριν λίγα χρόνια, με αφορμή ένα ντοκυμανταίρ για το 1821 ήρθε στο επίκεντρο ενός μάλλον ατυχούς ενδιαφέροντος, καθώς μια χιουμοριστική ατάκα στο facebook μετετράπη σε δήλωση περί δήθεν γκέι Κολοκοτρώνη. Φυσικά δεν είπε αυτό (ούτε κάτι τέτοιο εννοούσε) αλλά άντε να βρεις το δίκιο σου, ειδικά άμα σε βάλουν στόχο. Σε κάποια άλλη φάση εκτίμησα την κόντρα που είχε με τον (αντισυστημικό, υποτίθεται) Πιτσιρίκο, καθώς έβαλε τις φωνές εκεί που κάποιος άλλος μπορεί να έκανε σωφρόνως την πάπια (κι άντε πάλι να βρεις το δίκιο σου όταν το δυνητικό σου ακροατήριο επικαλύπτεται εν πολλοίς με αυτό του «αντιπάλου»).

Όταν άρχισε να ανακατεύεται με τα πολιτικά, το πράγμα χόντρυνε ακόμα περισσότερο, καθώς χτυπώντας αυτόν μπορούσες (σε ένα ορισμένο κοινό) να χτυπήσεις τον πολιτικό του φορέα, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι ο αγαπημένος των media (και των ιδιοκτητών τους). Κι αν κάτι δε μπορείς να του προσάψεις του ανθρώπου, είναι ότι είναι υπερβολικά ψύχραιμος. Οπότε δίνει στόχο, φυτιλιάζεται εύκολα (πότε με το «μπαρμπα-Θωμά» και το «ανεπάγγελτοι» του νυν διοικητή της ΕΥΔΑΠ, πότε με το «αδερφή» και το «Τσατσόπουλε» αυτού του χρυσαυγίτη με με το ξυρισμένο κρανίο, σιγά τα λάχανα δηλαδή) τα παίρνει και προσωπικά όλα, και γίνεται η χαρά του παιδιού και του τοκ-σόου. Μια το Λαμπρακιστάν (τον περιποιούνται αλύπητα στο Βήμα και στα Νέα, άλλο αν του παίρνουν και συνεντεύξεις πάνω στη τούρλα), μια ο Σταυρίδης, μια η Χρυσή Αυγή, μια η περίφημη μισή Αθήνα.

Εικοσιπέντε χρόνια πριν, δεν ήμουν απόλυτα βέβαιος αν «προβοκάρισε» το κνίτικο ακροατήριο για να προκαλέσει την αντίδρασή του ή αν απλώς είπε αυτό που πίστευε, και σήμερα πάλι αναρωτιέμαι το ίδιο. Σκέφτομαι ότι κάποιοι από τους αγανακτισμένους τότε νεολαίους του φεστιβάλ ενδέχεται σήμερα να είναι και ψηφοφόροι του (ίσως και με τις ίδιες περίπου αντιλήψεις, καθώς ένας ορισμένος νεο-κνιτισμός ενδημεί στο χώρο). Γενικά προτιμώ να σκέφτομαι (χωρίς να είμαι σίγουρος κιόλας) ότι είναι ένας μάλλον φυσιολογικός άνθρωπος που του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι όταν αισθάνεται ότι τον πνίγει το δίκιο (υπερβολικά συχνά, ίσως) και εκφράζει την οργή του σπάζοντας το ταμπού του σοβαροφανούς βουλευτή και μιλώντας όπως θα μίλαγε στην παρέα του.

Ωστόσο η εν λόγω παρέα έχει μεγαλώσει στην εποχή του διαδικτύου, κάθε τόσο «τρολάρουν» διάφοροι απρόσκλητοι, και η συζήτηση γίνεται ολοένα και πιο χαοτική ειδικά τώρα που οι εντάσεις στην κοινωνία είναι πιο μεγάλες από ποτέ. Ομολογώ πως δε μου αρέσει το ύφος αυτό («της παρέας») ιδιαίτερα, παρόλο που δε θεώρησα κανένα σοβαρό ατόπημα τη μισή Αθήνα (άλλη μια φράση του που ειπώθηκε σε άλλα συμφραζόμενα και μεταφέρθηκε διαφορετικά, και ο ίδιος την αυτοσάρκασε στο fb με το σχόλιο «σιγά τη μεγαλόπολη»). Απλώς πολύ μέτριο χιούμορ (σαν αυτό που λέει τον Κασιδιάρη μ@λ@κα με ταυτότητα – ε, και λοιπόν;). Το πρόβλημα είναι ότι η ουσιαστική συζήτηση μετατοπίζεται από το πολιτικό γεγονός (τη διαπλοκή, το νεοφασισμό, το μνημόνιο, το πού βαδίζουμε ως κοινωνία) στο αν είναι στρέιτ ή όχι ο Πέτρος ή ο Κολοκοτρώνης. Η μπάλα στην εξέδρα δηλαδή.

Αλλά σε τελευταία ανάλυση δεν έχουν και τόσο μεγάλη σημασία οι καλές ή οι κακές και υστερόβουλες προθέσεις. Ανεξαρτήτως προθέσεων, σε αντίθεση με το συγγραφέα-υδραυλικό, ο βουλευτής-υδραυλικός που τον παίρνουμε να μας κάνει τη δουλειά μας άνευ ιδεολογίας ίσως δεν είναι και πολύ καλή επιλογή (την είχαμε άλλωστε για χρόνια και υποτίθεται πως η Αριστερά την απορρίπτει). Θα προτιμούσα για τη συγκεκριμένη δουλειά κάποιον που να εκφράζει ακριβώς την ιδεολογία (της Αριστεράς, εν προκειμένω) και όχι τα (ανθρώπινα, δε λέω) συναισθήματά του. Θα προτιμούσα, αν θέλετε, η συζήτηση με τους κάθε λογής απέναντι να γίνεται επί του πολιτικού και όχι επί του (δήθεν) σεξουαλικού.

Θα προτιμούσα ίσως ακόμη περισσότερο κάποιο πραγματικά καλό βιβλίο. Άμα δε γίνεται, τουλάχιστον να κάνουμε κάνα σέρβις στις αποχετεύσεις· τελευταία δεν τραβάνε με τίποτα.


Σ.Σ. Ο Έζρα Πάουντ είχε σημαντικές ενστάσεις ως προς τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού (δείτε το γνωστό Canto «Με την τοκογλυφία») και αυτό τον οδήγησε σε κάποια φάση κοντά στην (ψευδώς...) αντικαπιταλιστική ρητορική του προπολεμικού φασισμού και στη θαλπωρή του Μουσολίνι, αλλά δεν πρέπει να θεωρηθεί σε καμμία περίπτωση τυπικός φασίστας. Πάντως η λίστα σημαντικών συγγραφέων και καλλιτεχνών που δεν ήταν ακριβώς δημοκράτες δεν είναι και μικρή (αν και ο ορισμός του «μείζονος» σε σχέση με τον «ελλάσσονα» συγγραφέα μπορεί να ποικίλλει) και θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμα τον Λουίς Φερντινάντ Σελίν, τον Κνουτ Χάμσουν, τον προγενέστερο Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο, τον φουτουριστή Μαρινέτι που ύμνησε το Μουσολίνι, κι αν πάμε στις άλλες τέχνες θα βρούμε κάμποσο κόσμο πέρα από τη σχετικά γνωστή περίπτωση Λένι Ρίφενσταλ.

Μια φορά κι έναν καιρό οι κομματικές νεολαίες κάνανε φεστιβάλ. Ενδεχομένως να κάνουν ακόμα, δεν ξέρω ακριβώς (η ΚΝΕ σίγουρα κάνει, αν και από όσο ξέρω για οικονομικούς λόγους το Κόμμα έχει κλείσει τα τυπογραφεία του και τον κομματικό εκδοτικό οίκο «Σύγχρονη Εποχή»). Συνολικά πάντως ο θεσμός ήταν για πολλά χρόνια σε παρακμή και πολύ καλά έκανε· άλλου τύπου πολιτική εποικοινωνία χρειαζόμαστε, νομίζω, και η επιστροφή στη λογική και την αισθητική της μεταπολίτευσης δε μου φαίνεται και πολύ λιγότερο γελοία απάντηση στην κρίση από όσο είναι π.χ. η επιστροφή στο πουλί της δικτατορίας.

Για να αποφευχθούν τυχόν παρερμηνείες, αναγνώστης του είμαι του Τατσόπουλου, όχι ψηφοφόρος του. Με ενδιαφέρει κυρίως ως συγγραφέας, όχι ιδιαίτερα ως βουλευτής. Και καθόλου ως media (ή social media) celebrity. Αλλά πολλά χρόνια πριν, στο τέλος του «οι Ανήλικοι», θυμάμαι ένα κοριτσάκι που προσπαθεί να μάθει ποδήλατο, και μετά από πολλές αποτυχίες, τα καταφέρνει. Ο συμβολισμός είναι βέβαια απλοϊκός, θα μου πείτε, ίσα-ίσα για πρωτόλειο.

Αλλά δεν ξέρω ποδήλατο, οπότε σ' εμένα λειτουργεί.