ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/7/12

Στη σκιά του γαϊδάρου

Με αναδρομική υδρόγειο σφαίρα και σκασμένος στο γέλιο. Δημόκριτος, του Hendrick ter Brugghen, 1628, Rijksmuseum, Amsterdam (η εικόνα από το σχετικό λήμμα στη wikipedia).

Τον θυμήθηκα πάλι αυτές τις μέρες. Η αλήθεια είναι ότι μου φαίνεται εξαιρετικά οικείος. Ίσως να φταίει που μαζευόμαστε ενίοτε στη ομώνυμη αίθουσα του Ινστιτούτου (οι αίθουσες του οποίου άλλωστε βρίθουν προσωκρατικών ονομασιών), ίσως πάλι που δούλεψα έξι χρόνια στο ομώνυμο ερευνητικό κέντρο στην Αθήνα. Παρόλη την οικειότητα πάντως, τις όποιες λεπτομέρειες ξέρω για τη ζωή του ανθρώπου τις έμαθα μάλλον τυχαία, από ένα τεύχος του περιοδικού «Ιστορικά» της πάλαι ποτέ εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», πριν χρόνια. Τεύχος «Δημόκριτος».

Εκεί διάβασα ότι πέρα από τη γνωστή παράδοση που του αποδίδει (εσφαλμένα, μάλλον) την ιδέα του «ατόμου» όπως την αντιλαμβανόμαστε στις φυσικές επιστήμες (που είχε ως αποτέλεσμα να κοσμεί - όταν ήμουν παιδί - το χαρτονόμισμα των εκατό δραχμών, και αργότερα το κέρμα των δέκα δραχμών), ο φιλόσοφος είχε και μερικά άλλα αξιομνημόνευτα χαρακτηριστικά. Ένα που μου έκανε εντύπωση είναι ότι πέρασε πολλά χρόνια ταξιδεύοντας, σε άλλες χώρες και πολιτισμούς, πράγμα σπάνιο για την εποχή. Ένα άλλο ότι γελούσε συχνά (αποκαλείτο μάλιστα και «Γελασίνος» ως εκ τούτου), συνήθως με τις σκέψεις και τα προβλήματα που απασχολούσαν τους άλλους.

Θα μπορούσε να το θεωρήσει κανείς ένδειξη ελιτισμού, καθώς ο φιλόσοφος (ή ίσως καλύτερα ο επιστήμων, με τα σημερινά δεδομένα) έδειχνε να είναι υπεράνω της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων. Από την άλλη, σκέφτομαι ότι μπορεί και να μην είχε εντελώς άδικο: καταγόταν από τα Άβδηρα, μια πόλη για την οποία οι Αθηναίοι έλεγαν κακεντρεχώς ότι «ο αέρας της θρέφει τη βλακεία». Θυμόμουν την έκφραση «αβδηριτισμός» και είχα την εντύπωση ότι αφορούσε την τάση των κατοίκων της πόλης προς το μεγαλοπρεπές, καθώς κάποτε είχαν φτιάξει μια εντυπωσιακή κρήνη, αλλά είχαν παραλείψει να την εφοδιάσουν με νερό. Αντίστοιχα, οι πύλες της πόλης ήταν υπερβολικά φαρδιές· τόσο που ο Διογένης ο Κυνικός λένε ότι ρώτησε τους Αβδηρίτες πώς και δε φοβούνται μήπως την κοπανήσει η πόλη κάνα βράδι και τους αφήσει.

Μετά εντόπισα και μερικά άλλα παραδείγματα που παραδίδουν διάφοροι συγγραφείς: ένα άγαλμα από ελεφαντόδοντο σε φυσικό μέγεθος, το οποίο έβαλαν σε ένα τόσο ψηλό σημείο που δε μπορούσε να το δει κανείς. Ή εκείνη την ιστορία που είχε φτάσει στα δικαστήρια της εποχής, με έναν αγωγιάτη που ζητούσε να αποζημιωθεί από έναν πελάτη του πέρα από τα συμφωνηθέντα μεταφορικά, επειδή ο πελάτης ξεκουράστηκε για λίγο στη σκιά του γαϊδάρου που τον μετέφερε: ο αγωγιάτης ισχυρίστηκε ότι είχε ενοικιάσει τον γάιδαρο, αλλά όχι και τη σκιά του (από όπου βγήκε και η έκφραση «περί όνου σκιάς»).

Με τέτοια περιστατικά γύρω του, δεν θα ήταν παράδοξο για το Δημόκριτο να βάζει τα γέλια κάθε τρεις και λίγο. Να έχεις γνωρίσει Αιγύπτιους Φαραώ και Πέρσες Μάγους, Αιθίοπες και Ινδούς, Σκύθες και Φοίνικες, και να σου πρήζουν το συκώτι οι δικοί σου περί όνου σκιάς· είναι μετά να μην ξεραίνεσαι στο γέλιο; Προφανώς γι’ αυτό τσαντίστηκαν οι Αβδηρίτες σύμφωνα με μια (ελεγχόμενης αξιοπιστίας, βέβαια) αφήγηση και ενεργοποίησαν ένα νόμο που έλεγε ότι έπρεπε να διωχθεί από την πόλη όποιος είχε κατασπαταλήσει την πατρική του περιουσία. Για ποιον χτυπούσε η καμπάνα; Μα για τον εξυπνάκια προσωκρατικό που έφαγε εκατό τάλαντα (πολύ χρήμα) ταξιδεύοντας εδώ κι εκεί για χρόνια ενώ τα αδέλφια του αντί να κάνουν τους άσωτους υιούς δούλευαν τα κτήματα της οικογένειας.

Η αφήγηση λέει ότι αντί απαντήσεως τους διάβασε ένα από τα συγγράματά του και τους ζήτησε να το αποτιμήσουν σε χρήμα· η αποτίμηση ήταν πεντακόσια τάλαντα, άρα όχι μόνο δεν είχε σπαταλήσει την περιουσία αλλά την είχε πενταπλασιάσει ταξιδεύοντας. Φυσικά μάλλον είναι ανακριβής η ιστορία (καθότι το επίμαχο σύγγραμα πιθανότατα ήταν του Λευκίππου και όχι του Δημοκρίτου, και σιγά μην το αποτιμούσαν και χίλια πεντακόσια στο φινάλε) ωστόσο είναι εν πολλοίς διδακτική. Και σε κάθε περίπτωση, ο δικός μας συνέχισε να γελάει, πράγμα που μάλλον τον ωφέλησε καθώς έζησε ίσαμε ενενήντα ή μπορεί και πάνω από εκατό χρόνια, σε μια εποχή που αυτές οι επιδόσεις σπάνιζαν.

Τον θυμήθηκα λοιπόν πάλι, καθώς χάζευα τις ειδήσεις των ημερών και παρακολουθούσα τη σχολιογραφία των social media. Εμείς, το φως της οικουμένης, η κοιτίδα του πολιτισμού, η καλύτερη τελετή έναρξης Ολυμπιακών αγώνων που έγινε ποτέ, τι να μας πούνε τώρα οι βάρβαροι, που μας έχουνε στο μάτι και μας ζηλεύουνε κλπ. Και δώστου τα like και τα share και η ευτυχισμένη μας, περίκλειστη αυτοαναφορικότητα, και η καλή μας η αθλήτρια που την βάλανε στο μάτι οι «πολίτικαλοι κορέκτ», μην πω και οι εθνοπροδότες ολότελα, οι γραικύλοι και οι πουλημένοι τροϊκανοί ευρωλιγούρηδες. Τον σκέφτομαι, τον παππού Δημόκριτο, να ακούει και να γελάει καθώς φυσάει ένας παράξενος βοριάς που διασπείρει στη χώρα όλο και περισσότερο την ακαταμάχητη σοφία των αρχαίων Αβδηριτών· ατυχώς όχι τόσο αυτήν του Δημοκρίτου ή του συντοπίτη Πρωταγόρα, αλλά μάλλον περισσότερο του αγωγιάτη με το σκιερό γάιδαρο.

Άλλη μια απόδειξη της αδειάλειπτης συνέχειας του ελληνισμού: εικοσιπέντε αιώνες πέρασαν, κι ακόμα η διαμάχη είναι περί όνου σκιάς...


Σ.Σ. Τίγκα στον επιστημονικό ή φιλοσοφικό ελιτισμό η ανάρτηση, θα μου πείτε, ή ίσως θα πείτε μισο-αστεία μισο-σοβαρά σαν ένα φίλο μου ότι «εκεί έξω που πήγες χάλασες». Οι πιο πονηροί μπορεί και να σκεφτούν ότι πληρώνομαι κιόλας από τους ξένους, πράγμα ακριβέστατο φυσικά, πλην αδιάφορο καθότι τα ίδια μυαλά κουβάλαγα πάντα.

Ή μπορεί πάλι από τον Ωκεανό να φυσάει άλλος αέρας.

25/7/12

Σατιρικά γυμνάσματα, Β3 (Κωστής Παλαμάς)



Ζαγάρια και τσακάλια και κοκόροι,
σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι,
μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι.

Στον αφέντη χαρά που τους λανσάρει!
Και ποια είναι τα σωστά, ποια τα μεγάλα
που την ορμή τούς δίνουν και τη χάρη;

Προδότες οι Τρικούπηδες. Κρεμάλα!
Κ' οι Ψυχάρηδες; Γιούχα! Πλερωμένοι.
Να η Ελλάδα! Αρσακιώτισσα δασκάλα,

με λογιότατους παραγιομισμένη.
Κι ο Ρωμιός; Αφερίμ! Μυαλό; Κουκούτσι.
Από τον καφενέ στην Πόλη μπαίνει,

του ναργιλέ κρατώντας το μαρκούτσι.


Κωστής Παλαμάς (1859-1943), Σατιρικά γυμνάσματα, Δεύτερη σειρά, 3.


(Σ.Σ. Το διδάχθηκα βέβαια στο Λύκειο, και τότε μου είχε φανεί κάπως παλιακό, του δεκάτου ενάτου αιώνος. Τώρα με τόσες κραυγές για προδότες και κρεμάλες τριγύρω, είναι ιδιαιτέρως επίκαιρο πλέον και το θυμάμαι από καιρού εις καιρόν και γαργαλιέμαι, αλλά ως σήμερα αντιστεκόμουν στον πειρασμό να το ξεθάψω καθότι το μπλόγκ αποφεύγει το σχολιασμό της επικαιρότητας.

Αλλά μια βολτίτσα στα σχόλια γύρω από ένα ανέκδοτο με ένα κουνούπι του Δυτικού Νείλου και διάφορες κουβέντες στα διαδικτυακά στενά, και δεν άντεξα άλλο. Να προδότες, να κρεμάλες, να τα επικολυρικά...

Περαστικά μας, έτσι που μπλέξαμε. Του δεκάτου ενάτου αιώνος οπωσδήποτε - και πιο πίσω.)

17/7/12

Παναμαδάκι

Προς τη μελέτη του Αγνώστου με τον κατάλληλο εξοπλισμό (που παρά τα φαινόμενα είναι προελεύσεως Ισημερινού. Η φωτό από εδώ.

Όταν ήρθε να καθήσει μαζί μας στο τραπέζι είχε εμφανώς ολοκληρώσει το γεύμα του· ο δίσκος του ήταν άδειος. Εμείς είχαμε μόλις ξεκινήσει το φαγητό· η Μάρτα τον σύστησε στους υπόλοιπους (δεν πρόλαβα να ακούσω το όνομά του) κι εκείνος άρχισε να μιλάει πορτογαλικά μ' εκείνη την ιδιαίτερη προφορά των Bραζιλιάνων. Η Μάρτα διευκρίνισε αγγλιστί ότι εις εκ των παρακαθημένων είναι Έλληνας και δεν τη μιλάει τη γλώσσα και ο άνθρωπος ζήτησε συγγνώμη, εξηγώντας ότι λόγω φυσιογνωμίας («φαινοτύπου», συμπλήρωσε η Μάρτα) με πέρασε για αυτόχθονα. Εξήγησα για πολλοστή φορά (μια και μου έχει ξανασυμβεί) ότι ουδείς λόγος ανησυχίας υπάρχει: άπαντες με περνάνε για Πορτογάλο, ορισμένοι μάλιστα και για οπαδό της Μπενφίκα ολωσδιόλου.

Οι κοπέλες των ρώτησαν πώς πάνε τα πράγματα· τους απάντησε (με εξαιρετικά αγγλικά για ξένο) ότι έχει μπλέξει μεταξύ μαθημάτων και εξετάσεων. Από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι ετοιμάζεται να ξεκινήσει μια διατριβή στο (κάπως ανταγωνιστικό με εμάς...) ερευνητικό κέντρο που το επιβλητικό, μοντέρνο κτίριό του βρίσκεται κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Αλζές. Ο πιασάρικος τίτλος του ιδρύματος είναι «Κέντρο Champalimaud για το Άγνωστο». Το εν λόγω Άγνωστο αφορά κυρίως τις νευροεπιστήμες, έναν κλάδο που όντως υπάρχουν πολύ περισσότερα άγνωστα από ό,τι γνωστά. Ο συνομιλητής μας περιγράφει κάπως χιουμοριστικά τις διαδικασίες της εκπαίδευσής του, σαρκάζοντας ελαφρώς το hype που συνοδεύει τους μελετητές του Αγνώστου και τις κάπως προσκοπικού τύπου διαδικασίες εμφύσησης πνεύματος συλλογικότητας (αυτό που λέμε team spirit) στις οποίες δίνει ιδιαίτερη σημασία η εκπαίδευση που παρέχεται στους υποψήφιους διδάκτορες.

Κάποιοι από την ομήγυρη ρωτάνε λεπτομέρειες· γνωρίζοντας ότι μιλάω με Βραζιλιάνο δράττομαι κι εγώ της ευκαιρίας να τον πειράξω λίγο, προτείνοντας εναλλακτικά την ανάπτυξη team spirit μέσω αγώνων ποδοσφαίρου. Δεν το βρίσκει κακή ιδέα, επισημαίνει όμως κυρίως την υποχρεωτικότητα των διαδικασιών: σα να τους λένε «εντέλλεσαι να περάσεις καλά με τους άλλους», ωστόσο θα προτιμούσε να περνάει καλά χωρίς να χρειάζεται να του κουνάνε το δάχτυλο προς αυτή την κατέυθυνση. Μιλάει για τις δυσκολίες που παρουσιάζει η συμβίωση με πλήθη βιολόγων· αντιλαμβάνομαι ότι το υπόβαθρό του είναι στα μαθηματικά, και θα κάνει μια διατριβή υπολογιστική μάλλον παρά βιολογική. Στη συνέχεια η κουβέντα ξεστρατίζει κάπως, στο τραπέζι λένε για τις συναυλίες των Cure και των Radiohead και κάτι άλλων που έγιναν το Σαββατοκύριακο δίπλα στο κέντρο μελέτης του Αγνώστου, αλλά καθώς ο άνθρωπος κάθεται ακριβώς απέναντί μου πιάνουμε μια παράπλευρη συζήτηση για ελληνοβραζιλιάνικες πολιτισμικές ανταλλαγές.

Πάνω στη σύγχιση του πετάω κάτι για βραζιλιάνικες σαπουνόπερες· μου λέει κάπως αμήχανα πως είναι κρίμα η Βραζιλία να εξάγει τέτοια κυρίως προϊόντα. Του λέω ως φιλοφρόνηση ότι εξάγει και νέους επιστήμονες (η αλήθεια είναι ότι τους επανεισάγει αργότερα πιο καταρτισμένους), ενώ η Ελλάδα εξάγει ίσως τους καλύτερους άπαξ και δια παντός μάλλον, και όχι μόνο επιστήμονες αλλά όλες τις ειδικότητες: όπου φύγει-φύγει. Κι από σαπουνόπερες άστα να πάνε. Με ρωτάει πώς είναι τα πράγματα στη χώρα μου, και αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενημερωμένος για προερχόμενος εκ του Νοτίου Ημισφαιρίου.

Λέει μερικά πράγματα για την Ευρώπη που με ξαφνιάζουν λιγάκι, καθώς υπερασπίζεται μια κάπως ομοσπονδιακή ευρωπαϊκή ιδέα που δεν είναι καθόλου δημοφιλής αυτή την εποχή ούτε στο Βορρά ούτε στο Νότο της ηπείρου μας (για διαφορετικούς λόγους πάντως). Συμφωνούμε ότι τα προβλήματα είναι δομικού χαρακτήρα και απαιτείται κάποιου είδους περισσότερη ενσωμάτωση (αν μεταφράζεται έτσι η λέξη integration), και μάλλον απορεί για τις επιφυλάξεις που εκφράζω εν ονόματι της διατήρησης των εθνικών κυριαρχιών. Παρατηρώ ότι οι εθνικές διαφορές δε λένε πολλά πράγματα για τους κατοίκους του Νέου Κόσμου, έθνη απογόνων μεταναστών ως επί το πλείστον, η αυτοσυνειδησία των οποίων εγκαθιδρύθηκε (αν συνέβη ποτέ αυτό) μόλις πριν λίγες δεκαετίες. Συμφωνούμε πάντως ότι απαιτείται και περισσότερη δημοκρατία, βαθύτερη και ουσιαστικότερη από την υπάρχουσα. Αλλά πού να βρεθεί;

Το υπόλοιπο τραπέζι ξαναφέρνει την κουβέντα στη μελέτη του Αγνώστου και ο συνομιλητής μας δίνει μια μικρή χιουμοριστική διάλεξη με τα άψογα αγγλικά του για τις συνήθειες των νευροεπιστημόνων και την καθημερινότητά τους. Τον παρατηρώ με προσοχή· βγάζει ένα πηγαίο, εξαιρετικής ποιότητας χιούμορ, και λέει τις καλύτερες ατάκες χωρίς να κάνει την παραμικρή γκριμάτσα ή έστω σύσπαση πλην των απαραιτήτων. Αν μας έβλεπε κανείς από μια απόσταση χωρίς να ακούει, θα νόμιζε ότι ο άνθρωπος δίνει διάλεξη για κάποιο επιστημονικό ζήτημα (αν και το σκασμένο στα γέλια ακροατήριο μπορεί να μπέρδευε κάπως τα πράγματα). Εγώ πάντως βλέπω μπροστά μου έναν ευφυέστατο άνθρωπο, που εκφράζει το παράπονό του (περί αυτού πρόκειται, κατά βάσιν γκρινιάζει) αλλά το κάνει με έναν υπέροχα δομημένο λόγο που ακόμα και ο πιο αδαής εκ των ακροατών ακούει με ευχαρίστηση.

Κάποια στιγμή τελειώνουμε το γεύμα μας και σηκωνόμαστε. Σηκώνεται κι αυτός με τον άδειο δίσκο του και βλέπω ότι κάτω από το κλασικό γαλάζιο πουκαμισάκι φοράει τζην βερμούδα και αθλητικά παπούτσια. Από την τσαντούλα με το λαπτοπ βγάζει και ξεδιπλώνει ένα καπελάκι ψάθινο, από αυτά που λένε παναμάδες. Το φοράει και βγαίνει με τη Μάρτα στην αυλή - η μέρα είναι ζεστή και ο ήλιος καίει στ' αλήθεια για πρώτη φορά αυτό το καλοκαίρι. Τους χαζεύω λίγο καθώς απομακρύνονται, ειδικά την ελαφρά παράξενη φιγούρα με τη βερμούδα, τα αθλητικά, το πουκάμισο και το παναμαδάκι. Σκέφτομαι να τον ονομάσω Τιάγκο (οι Πορτογάλοι κοροϊδεύουν τους Βραζιλιάνους ότι όλοι λέγονται Τιάγκο) αλλά πάνω στην ώρα κάποιος τον φωνάζει με το όνομα Αντρέ.

Δεν ξέρω αν θα κάνει καριέρα στις νευροεπιστήμες, αλλά του το εύχομαι ολόψυχα· εικάζω ότι θα είναι εξαιρετικός στο ρόλο.

Με το κατάλληλο καπελάκι, εννοείται.

7/7/12

Υπάλληλοι


Πίνοντας καφέ στο A Brazileira.

Αναζητώ ένα αναγνωρίσιμο κεντρικό σημείο της Λισσαβώνας για να δώσω ραντεβού με κάποιους επισκέπτες εξ' Ελλάδας, και με μια κάπως υπερβολική σιγουριά για τις γνώσεις των φίλων μου προτείνω το σημείο που πίνει τον καφέ του ο Πεσσόα (δηλαδή το άγαλμα του Πεσσόα, καθώς ο ίδιος μάλλον θα αργούσε στο ραντεβού καθότι μακαρίτης πολλές δεκαετίες τώρα) στο Chiado. Ύστερα σκέφτομαι τον ετερώνυμο Μπερνάρντο Σοάρες, συγγραφέα του Βιβλίου της Ανησυχίας, λογιστή σε μια παρακείμενη οδό. Και με πιάνει μια παράξενη απορία, ας πούμε ήταν καλός λογιστής ο Σοάρες/Πεσσόα; Οι ισολογισμοί του είχαν λάθη; Τα βιβλία εσόδων-εξόδων; Τα παραστατικά;

Προεκτείνω λίγο τη σκέψη μου σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις. Ο βιβλιοθηκάριος Μπόρχες ήταν - κατά δήλωσή του - μετριότατος. Κατόπιν υποδείξεων των συναδέλφων, καταλογογραφούντο μέχρι εκατό βιβλία την ημέρα, δεδομένου ότι η βιβλιοθήκη είχε πολύ λίγα βιβλία άλλωστε. Ο Μπόρχες ξεμπέρδευε σε καμιά ώρα και αφιέρωνε τον υπόλοιπο εργάσιμο χρόνο στη συγγραφή ιστοριών (με τα γνωστά αποτελέσματα). Βέβαια αν είχε αποδεχθεί την επί Περόν προαγωγή του σε επιθεωρητή κονίκλων και πουλερικών στις λαϊκές αγορές, θα είχαμε να λέμε παραπάνω. Αλλά ας όψεται.

Άραγε ο Καβάφης υπήρξε παραγωγικός δημόσιος υπάλληλος; Αν δε με απατά η μνήμη μου, εργαζόταν σε κάποιο αιγυπτιακό υπουργείο, κάτι σαν τμήμα ύδρευσης. Αν και δεν έχω κανένα στοιχείο που να συνηγορεί υπέρ αυτής της άποψης, τον φαντάζομαι να προσπαθεί να αντιμετωπίσει μια ορδή αγανακτισμένων πελατών που κραδαίνουν φουσκωμένους λογαριασμούς αιγυπτιακών ΔΕΚΟ. Δε νομίζω να έσκαβε πηγάδια αυτοπροσώπως. Σκάβουν όμως διαρκώς στη γειτονιά και το νερό βγαίνει κιτρινωπό από τις βρύσες. Αποφεύγω με ένα πηδηματάκι το χαντάκι στο πεζοδρόμιο και κοιτάζω τους νεαρούς μαύρους εργάτες. Κανένας τους δε μοιάζει ιδιαιτέρως ποιητική φάτσα, αν και δεν ξέρεις ποτέ. Μπορεί να γράφουν στα πακέτα από τα τσιγάρα που καπνίζουν.

Τρυπώνω στο σπίτι αναλογιζόμενος τον Αναγνωστάκη ως ιατρό-ακτινολόγο στο νοσοκομείο μάλλον, παρά ως ποιητή (της ήττας, έστω). Να βγάζει ακτινογραφίες θώρακος. Στο στρατό ήθελαν όχι μόνο ακτινογραφία, αλλά και γνωμάτευση του ακτινολόγου. Όχι, δεν έχει φυματίωση, υπογραφή Μανόλης Αναγνωστάκης, ποιητής. Σφραγιδάκι. Όλοι οι γιατροί έχουν ένα σφραγιδάκι.

Ύστερα σκέφτομαι πάλι τον Πεσσόα και σκαλίζω τη wikipedia σχετικά. Ανάμεσα στις συναλλαγματικές και τις αποδόσεις ΦΠΑ, βρίσκω κάτι στίχους.

Once again I see you – Lisbon, the Tagus, and all –
Useless passerby of you and of me,
Stranger in this place as in every other,
Accidental in life as in the soul,
Phantom wandering the halls of memory,
To the squealing of rats and the squeaking of boards,
In the doomed castle where life must be lived...


Fernando Pessoa (aka Álvaro de Campos), from "Lisbon Revisited" (1926),
ed. and tr. by Edwin Honig and Susan M. Brown

Δεν ξέρω πώς είναι στα πορτογαλικά, αλλά δεν το λες κι αδιάφορο. Ξένος σ΄ αυτό τον τόπο όπως σε κάθε άλλο.

Ακούγεται οικείο, όσο να 'ναι, ε; Τι λες;