ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/6/12

Μια ξαφνική ησυχία


Μια ερημιά στους δρόμους του Οέιρας (στο ημίχρονο).

Να πω ότι το θέμα με αφήνει εντελώς αδιάφορο, δεν θα είναι αλήθεια. Να πω πάλι ότι έχω και κάποια σκασίλα τεράστια, πάλι δεν θα είναι αλήθεια. Πάντως όποτε έχω βρεθεί σε καινούργια περιβάλλοντα (στην Κρήτη, στο Λέιντεν κι εδώ στη Λισσαβώνα) το έχω χρησιμοποιήσει για λόγους κοινωνικοποίησης περισσότερο παρά οτιδήποτε άλλο. Ας πούμε, μέσα στη δεκάδα των συναδέλφων που μοιραζόμαστε τα γραφεία, όλο και κάποιος έχει την πετριά, οπότε μια ανάλαφρη σχετική κουβεντούλα μπορεί πάντα να ξεκινήσει. Ειδικά άμα ο κάποιος είναι ο Ντιόγκο, που η οθόνη του υπολογιστή του ξεχωρίζει από το πράσινο χρώμα και το σήμα της Σπόρτιγκ Λισσαβώνας.

Άμα θες να τον κεντρίσεις, αναφέρεις κάτι θετικό για την ανταγωνιστική ομάδα της πόλης, τη Μπενφίκα. Αμέσως παρατάει ό,τι κάνει (όσης επιστημονικής σοβαρότητας και να είναι αυτό) και αρχίζει να επιχειρηματολογεί. Μετά τσιμπάνε και κάνας-δυο άλλοι (ο Ρούι αριστερά μου που είναι φόλα Μπενφικίστα, κυρίως) και το ματς αρχίζει, και συνεχίζεται μέχρι να τους στραβοκοιτάξουν κάποιοι ουδέτεροι (ο Μεξικάνος ή η Βραζιλιάνα ή η Ολλανδέζα ή κάποιος από τους Γιαπωνέζους) και να επιστρέψει ο καθένας στην οθόνη του.

Τον τελευταίο μήνα ωστόσο η συζήτηση έχει αφήσει τα οπαδικά πλαίσια και έχει αποκτήσει εθνικά χαρακτηριστικά. Έφταιγε κάπως και η Ολλανδέζα, η οποία στόλισε τον πάγκο εργασίας με πορτοκαλί σημαιούλες που είχε καβάτζα από το Μουντιάλ του 2010. Της πήγα κι εγώ κάτι χνουδωτά πορτοκαλί διαφημιστικά που μας έδιναν στο σουπερμάρκετ στην Ολλανδία προ διετίας και κάπως όταν άδειαζα το σπίτι μετακόμισαν κι αυτά στην Πορτογαλία αντί για τον κάλαθο των αχρήστων. Η φουκαριάρα φόρεσε τα πορτοκαλιά της, έβαψε και τα νύχια της ασορτί, και υπέστη των παθών της τον τάραχο καθώς η ομάδα της υπέστη τρεις διαδοχικές ήττες (τη μία από την Πορτογαλία κιόλας). Έκτοτε είναι κάπως σιωπηλή και απόμακρη.

Οι Έλληνες πάλι έχουμε κρατήσει χαμηλό προφίλ, καθώς στους δυο πρώτους αγώνες δεν θριαμβεύσαμε ακριβώς, κι εγώ που δεν είμαι και της εθνικής φανατίλας προτιμούσα να περνάω στο ντούκου τα συμπονετικά υποτίθεται σχόλια των πέριξ Πορτογάλων. Πάντως καθώς βγήκαμε στον αφρό στο τρίτο ματς (όπου ήμουνα βέβαια στην Ελλάδα λόγω εκλογών), όταν επανήλθα στη χώρα βρέθηκα σε μια ατμόσφαιρα ειλικρινούς συμπαράστασης. Ο Ντιόγκο ήταν σαφής:

- Μάγκα μου, ελπίζω να τους κερδίσετε τους Γερμανούς, θα το ευχαριστηθώ απεριόριστα.

Πρόκειται για το γνωστό φαινόμενο αλληλεγγύης μεταξύ των PIIGS, φυσικά, δεν έχει σχέση με το ποδόσφαιρο, αλλά με τη γενική αίσθηση ταπείνωσης που έχει επιβληθεί μέσω Γερμανίας στον ευρωπαϊκό νότο. Προσωπικά έχω ανοσία στο εν λόγω συναίσθημα (καθώς δεν μου φταίνε οι Γερμανοί ως λαός αλλά συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές των ελίτ, αν και αυτό είναι μια άλλη ιστορία), πάντως δε μπορώ να πω ότι θα με χάλαγε να περνάγαμε πέραν πάσης ποδοσφαιρικής λογικής. Φυσικά δεν περάσαμε, ενώ οι Πορτογάλοι πέρασαν μια μέρα νωρίτερα. Ευτυχώς μεσολαβούσε σαββατοκύριακο, κι έτσι μέχρι τη Δευτέρα είχε αλλάξει η θεματολογία. Τώρα το θέμα ήταν η σύγκρουση μεταξύ των χωρών της Ιβηρικής.

- Θα τους πατήσουμε κάτω τους Ισπανούς, ξεκαθάρισε ο Ντιόγκο με βεβαιότητα. Κι ύστερα γύρισε στη Μάρτα και την Ελβίρα (Καστιλλιάνες αμφότερες) και τους είπε ευγενικά (αστειευόμενος, εννοείται) να μην έρθουν καλύτερα στο Ινστιτούτο την Τετάρτη.

Ήρθαν βέβαια, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι συνήθως λαλίστατοι Ισπανοί (δεν είναι και λίγοι) είχαν κάπως καταπιεί τη γλώσσα τους. Αντιθέτως, οι συνήθως συγκρατημένοι Πορτογάλοι βρισκόντουσαν σε κατάσταση ντελίριου. Στα μπαλκόνια είχαν απλωθεί σημαίες, παιδάκια έτρεχαν στους δρόμους πανηγυρίζοντας προκαταβολικά, το Ινστιτούτο οργάνωσε προβολή σε γιγαντο-οθόνη στο κεντρικό αμφιθέατρο, συνοδεία μπύρας, κρασιού και μεζέδων, κι όσο η κρίσιμη ώρα πλησίαζε έκαναν την εμφάνισή τους ερευνητές με κασκώλ και σημαιάκια. Ένας θρασύς εμφανίστηκε με ισπανικά χρώματα, συγκεντρώνοντας το σκώμμα της πορτογαλικής πλειονότητας.

Το ματς άρχισε σε πανηγυρικό κλίμα, που γινόταν ακόμα πανηγυρικότερο από την αίσθηση της προσδοκίας. Κάθε φορά που μπάλα έφτανε σε πορτογαλικά πόδια ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές, άμα δε τα πόδια ήτανε του Κριστιάνο Ρονάλντο τα ντεσιμπέλ έφταναν σε αποκορύφωση, και μερικές (γυναικείες μάλλον) φωνές στα όρια της υστερίας. Η αλήθεια είναι ότι από ποδοσφαιρικής απόψεως δε γινόταν και τίποτα φοβερό, πάντως η οχλοβοή ήταν αναντίστοιχη με τα τεκταινόμενα επί της οθόνης, ειδικά για μας τους ουδέτερους. Μετά από κάνα εικοσάλεπτο μάλλον αδιάφορης μπάλας, με κυρίευσε μια σχετική πλήξη. Αποφάσισα να δω το δεύτερο ημίχρονο από το σπίτι. Βγαίνοντας έπεσα σε μια διευρυνόμενη ισπανική παρέα (και η Ελβίρα ανάμεσά τους), που μάλλον δεν άντεχε την αυτολογοκρισία μπροστά στην πορτογαλική πληθυσμιακή υπεροχή, και με ελαφρά πηδηματάκια ετοιμαζόταν να την κάνει για αλλού όπου να μπορεί να εκφραστεί πιο ελεύθερα. Χαιρέτισα από μακριά το νεαρό Χιμένεθ που κάπνιζε φουρκισμένος.


Κάτι ανάμεσα σε Άγιο Χριστόφορο και εθνική υπερηφάνεια (την άλλη μέρα έμεινε ο Άγιος μόνος του).

Ανηφόρισα τα στενά του Οέιρας με μια παράξενη αίσθηση ησυχίας. Δεν κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα καθόλου, η πόλη ήταν σχεδόν έρημη, εκτός από κάνα-δυο υπαίθρια καφέ και εστιατόρια με τηλεοράσεις εκτός. Ήταν ημίχρονο, έπαιζαν διαφημίσεις. Μερικά πιτσιρίκια ανέμιζαν πορτογαλικές σημαιούλες στους καθήμενους θεατές. Μια συμπαθέστατη νεαρή μαύρη πατούσε μια κόρνα περιοδικά. Άλλες σημαίες, πιο μεγάλες, κρεμόντουσαν στα μπαλκόνια. Την ώρα εκείνη κανονικά τα μαγαζιά θα ήταν ανοιχτά, αλλά τα πιο πολλά ήταν κλειδαμπαρωμένα. Πέρασα έξω από το σουπερμάρκετ που ήταν ανοιχτό μεν, αλλά άδειο. Οι ταμίες και οι σεκιουριτάδες κοιτούσαν την οθόνη σε μια διπλανή παστελαρία (=ζαχαροπλαστείο α λα πορτογαλικά). Το δεύτερο ημίχρονο άρχιζε. Την ώρα που έμπαινα στο σπίτι ακούστηκαν κάτι κραυγές. Σκέφτηκα ότι μπάλα θα είχε φτάσει στα πόδια του Κριστιάνο Ρονάλντο και πάλι.

Την ώρα που εκτελούσαν τα πέναλτι μπορούσα να καταλάβω τι γινόταν ανάλογα με τις κραυγές της γειτονιάς, χωρίς να κοιτάω. Αν ξαφνικά ξεσπούσε απίστευτη φασαρία, θα ήξερα ότι η Πορτογαλία είχε προκριθεί στον τελικό. Αλλιώς...

Μια υποδειγματική ησυχία απλώθηκε πάνω από την πόλη. Και τη χώρα ίσως. Την Πέμπτη πήγα στη δουλειά κανονικά (business as usual). Τα αυτοκίνητα είχαν γεμίσει τους δρόμους, ως συνήθως. Δεν υπήρχαν σημαίες στα μπαλκόνια. Οι άνθρωποι έλεγαν τα συνηθισμένα bom dia και obrigado και είχαν το συνηθισμένο ύφος καρτερίας και στωικότητας. Μπήκα στο γραφείο χαιρετώντας γενικώς. Η Μάρτα απάντησε με ένα olá, η Βραζιλιάνα με μια κίνηση του χεριού. Ο Ντιόγκο και ο Ρούι έμειναν προσηλωμένοι στις οθόνες τους. Για ώρες, θα έλεγα. Δεν πρέπει να τους ξέφυγε λέξη όλη μέρα.

Την Παρασκευή τους ξαναβρήκα στην ίδια στάση. Σχολίασα μεγαλόφωνα το παιχνίδι της Ιταλίας με τη Γερμανία, και πόσο εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που οι Ιταλοί κέρδισαν καθαρά εκμηδενίζοντας τη Γερμανική ισχύ. Ο Ρούι δε σάλεψε βλέφαρο. Ο Ντιόγκο μου έριξε ένα κάπως αδιάφορο βλέμμα, φευγαλέα. Μετά είπε κάτι σαν «Ννννναι» και προσηλώθηκε πάλι στην οθόνη του υπολογιστή του, με το πράσινο χρώμα και το σήμα της Σπόρτιγκ. Γύρισα κι εγώ στη δικιά μου, με τη φωτογραφία από την Ικαρία. Προς στιγμήν σκέφτηκα να πω κάτι για τον επικείμενο τελικό Ισπανίας-Ιταλίας και την «εκδίκηση των PIIGS», αλλά τελικά άρχισα να στέλνω χρόνια πολλά σε κάτι εορτάζοντες και το άφησα. Έπεσε πάλι μια ησυχία.

Και η ζωή συνεχίζεται.

13/6/12

Στάχυα που ταξιδεύουν


Το σκηνικό, σαράντα χρόνια αργότερα...

Δεν ήταν τότε που είδα την υπόλοιπη οικογένεια να ετοιμάζεται για τη θάλασσα αλλά εμένα με άφηναν στο πάρκο να παίζω μόνος, και βρέθηκα να φωνάζω στη γειτόνισσα «Ζωή, παπέλο!», να μου φορέσει δηλαδή το καπελάκι για να πάω κι εγώ μαζί. Ούτε τότε που η Αργυρούλα μου πήρε το κουβαδάκι, στο αμμουδάκι μπροστά στου γιατρο-Κωσταντή. Ούτε η πρώτη φορά που περπάτησα, μέσα στο μαγαζί του Χαρδαλούπα, τα πρώτα μου βήματα χωρίς στήριξη. Όλα αυτά συνέβησαν βέβαια, αλλά δεν έχω την ανάμνησή τους, θυμάμαι μόνο τις διηγήσεις που άκουγα αργότερα από γονείς και αδέλφια, ίσως και κάποια κατασκευασμένη ψευδοανάμνηση, ανακατεμένη με μπόλικη φαντασία.

Όχι, η πρώτη ξεκάθαρη μνήμη είναι μια επίσκεψη στο πατρικό της μάνας μου, στην περιοχή Ροβυθέ στην Ακαμάτρα. Είναι μεσημέρι καλοκαιρινό, η μάνα μου με κρατάει αγκαλιά, τα αδέλφια μου παίζουν με τα νερά στο «ποτάμι» (που δεν είναι παρά ένα ποτιστικό αυλάκι, από αυτά που κατεβάζουν το νερό της Αλάμας στα χωράφια της Μεσαριάς, αλλά είναι το πρώτο τρεχούμενο νερό που βλέπω ποτέ) κι εγώ θέλω να παίξω μαζί τους, αλλά η μάνα θεωρεί ότι τριάντα μηνών είμαι πολύ μικρός ακόμα για περιπέτειες, μάλλον. Η αδελφή μου, με κοτσίδες και γαλάζιο φουστανάκι κόβει στάχυα και τα ρίχνει στο νερό. Τα στάχυα επιπλέουν, παρασύρονται από το νερό κι όπως ταξιδεύουν ο αδελφός μου τρέχει παράλληλα με το αυλάκι και πασχίζει ματαίως να τα πιάσει. Ο πατέρας κάπου στο φόντο τραβάει φωτογραφίες.

Θέλω να παίξω και δε με αφήνουν και με παίρνει το παράπονο και κλαψουρίζω κι η μάνα μου με παραδίδει στη γιαγιά και πάει να περιμαζέψει τα μεγάλα. Η γιαγιά μου μιλάει σιγανά, τραγουδιστά κάπως (δε θυμάμαι λέξη βέβαια) και με κανακεύει και ησυχάζω. Η μυρωδιά της είναι αλλιώτικη, η αγκαλιά της είναι δροσερή και παρηγορητική.

Κάποτε εντόπισα τις φωτογραφίες που τράβαγε ο πατέρας μου στο ασπρόμαυρο φιλμ· φαίνομαι να φοράω το επίμαχο ίσως καπελάκι καθώς η γιαγιά με βαϊλίζει. Πρέπει να ήταν καλοκαίρι του 1970, γιατί άλλη ανάμνηση της γιαγιάς δεν έχω· πέθανε λίγους μήνες αργότερα.

Πολλά χρόνια μετά, κάθομαι μπροστά σε έναν υπολογιστή για να ανοίξω το πρώτο μου (και τελευταίο, εισέτι...) ιστολόγιο, που το φαντάζομαι ως μια συλλογή αναμνήσεων. Ο ιστότοπος ζητάει μια ονομασία διεύθυνσης url. Μένω για λίγο σκεφτικός, κι ύστερα γράφω το σκηνικό της πρώτης ανάμνησης:

Ροβυθέ.


(Δημοσιεύτηκε στο Ikariamag στις 6/6/2012, στα πλαίσια του αφιερώματος στην πρώτη μνήμη Ικαρίας. Με την ανάρτηση αυτή το ιστολόγιο συμπληρώνει τις 300 δημοσιευμένες αναρτήσεις.)

9/6/12

Το Μουφλουζέλειο θεώρημα


Το τραγουδάκι που θέτει το αμείλικτο ερώτημα περί των ορίων της φιλοσοφικής αυγότητας.

Ψάχνοντας τις προάλλες κάτι ορθογραφικά ανθυποζητήματα που ανάγονται στην εποχή της οξείας και της βαρείας (ούτε καν της περισπωμένης), θυμήθηκα το γνωστό (αν και όχι και πασίγνωστο) τραγούδι του Μουφλουζέλη «Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο», το οποίο στους στίχους του συμπυκνώνει την παιδεία του καλλιτέχνη (κτηθείσα όχι πάντα μέσα από το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα), και υπενθυμίζοντας μερικά πράγματα απλά και ξεκάθαρα, όπως ότι ένα κι ένα κάνουν δύο, και ότι τα φωνήεντα είναι εφτά.

Στη συνέχεια βέβαια υπάρχει ένα σημείο αντιλεγόμενο, καθώς η ολόσωστη δήλωση «η προπαραλήγουσα ποτέ δεν περισπάται» ακολουθείται από την αχρειάστη έως και παραπλανητική προσθήκη «όταν η λήγουσα είναι μακρά». Αρκετοί από τους κατά καιρούς ακροατές θεωρούν ότι ο Μουφλουζέλης έχει μπλέξει την παραλήγουσα (που όντως δεν περισπάται όταν η λήγουσα είναι μακρά) με την προπαραλήγουσα (που ποτέ δεν περισπάται· τελεία και παύλα), αν και εγώ εικάζω ότι η ενδεχόμενη για λόγους μετρικούς μάλλον προσθήκη του «προ-» δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζει από το βαθύτερο νόημα του άσματος, και να μεμφόμαστε τον καλλιτέχνη για δυνητικές ή υποθετικές ανορθογραφίες. Στο κάτω κάτω, το εξηγεί ο άνθρωπος ότι δεν έχει βγάλει το σχολείο, οπότε ουδείς ψόγος. Αλλού είναι το ζουμί.

Κατευθυνόμενος όμως προς τους τελευταίους στίχους του τραγουδιού (όπου και βρίσκεται η ουσία του), ο καλλιτέχνης προκαλεί τον ακροατή να αναμετρηθεί με ένα πανάρχαιο αίνιγμα, η λύση του οποίου έχει προβληματίσει επί αιώνες φιλοσόφους και επιστήμονες αντάμα. Και καθώς λέει «εσύ που κάνεις όλα πως τα ξέρεις κι όλο εξυπνάδες έχεις στο μυαλό», με πιάνει η απροσδιόριστη αίσθηση ότι αυτή τη φράση την έχω ξανακούσει από διάφορες πλευρές και ότι η πρόκληση απευθύνεται σε εμένα προσωπικά. Για πες μας λοιπόν, εξυπνάκια ιστολόγε, η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα;

Ευτυχώς, παρά τα αξιοθρήνητα κατά καιρούς αποτελέσματα με όρους ιστορικής αποτίμησης, εν τέλει αιώνες φιλοσοφίας και επιστήμης δεν πήγαν επί ματαίω: ακόμα κι αν ο συχωρεμένος ο Μουφλουζέλης δεν το ήξερε (όπως κι εγώ δηλαδή, μέχρι πρόπερσι που το διάβασα κάπου), η απάντηση στο ερώτημα όντως υπάρχει, και μπορεί να δοθεί τόσο από φιλοσοφική όσο και από επιστημονική σκοπιά. Φιλοσοφικά, χρειάζεται κατ' αρχήν να ορίσουμε την έννοια της «αυγότητας» (δηλαδή του συνόλου τον ιδιοτήτων που ορίζουν ένα αυγό ως τέτοιο) σε αντιπαραβολή με την έννοια της «κοτότητας» (του συνόλου των ιδιοτήτων που ορίζουν μια κότα ως τέτοια). Είναι προφανές ότι η «αυγότητα» ως έννοια είναι παλαιότερη και ευρύτερη της «κοτότητας», καθότι αυγά κάνουν όλα σχεδόν τα ζωάκια, όχι μόνο οι κότες, άρα τα αυγά ως εφεύρευση είναι προγενέστερα των κοτών. Αλλά και περιοριστικά αν θέσουμε το ερώτημα, εννοώντας ως αυγό μόνο το αυγό κότας και όχι άλλων πτηνών ή ζώων, και πάλι το ερώτημα απαντιέται με τη βοήθεια της εξελικτικής επιστήμης.

Για λόγους απλότητας, ας θεωρήσουμε ότι η μετάβαση από την κατάσταση «μη-κοτότητα» στην κατάσταση «κοτότητα», επιτυγχάνεται με μία αλλαγή και μόνο. Δηλαδή, ένα ον είναι κότα αν έχει ν ιδιότητες, ενώ δεν είναι κότα αν έχει ν-1 ιδιότητες. Για να φτάσει μια «ν-1 = μη-κότα» να γίνει «ν = κότα» απαιτείται η προσθήκη μιας ιδιότητας (βιολογικά μιλώντας, μια μεταλλαγή). Επειδή οι μεταλλαγές που μας ενδιαφέρουν εξελικτικώς δεν συμβαίνουν στους σωματικούς ιστούς αλλά (έστω και σπάνια) στους αναπαραγωγικούς (δηλαδή στα σπερματοζωάρια και τα ωάρια, κοινώς στα αυγά), ένα ον της κατηγορίας «ν-1» κάποτε κάνει ένα αυγό στο οποίο συμβαίνει μια μεταλλαγή που του προσθέτει την ελλείπουσα ιδιότητα και το κάνει «ν». Με άλλα λόγια, αυτό το αυγό αν και το έχει κάνει μια «μη-κότα», είναι πλέον ένα αυγό κότας. Από αυτό το αυγό κότας βγαίνει η πρώτη κότα που κάνει στη συνέχεια άλλα αυγά κότας. Είναι λοιπόν σαφές ότι το αυγό έκανε την κότα.

Αν και τα είδη των οργανισμών δεν φτιάχνονται με τόσο απλό και σχηματικό τρόπο, η απάντηση στο ερώτημα παραμένει η ίδια. Αν η εξέλιξη δεν συνέβαινε με δαρβινικό τρόπο αλλά με «λαμαρκιανό» (δηλαδή αν οι επίκτητες ιδιότητες κληρονομούνταν), τότε η μεταλλαγή θα μπορούσε να έχει συμβεί σε σωματικούς ιστούς και μια «μη-κότα» να μετατραπεί σε «κότα» όχι ως αυγό αλλά ως ενήλικο ζώο. Ακολούθως θα έκανε αυγά (κότας) και η απάντηση στο ερώτημα θα ήταν η αντίστροφη (δηλ. η κότα θα έκανε το αυγό). Ωστόσο στον κόσμο που ζούμε η εξέλιξη λαμβάνει χώρα έτσι όπως λαμβάνει χώρα, οπότε μπορούμε να απαντήσουμε με αταλάντευτη βεβαιότητα ότι το αυγό έκανε την κότα.

Ας αφήσουμε όμως τη (γριά, ενδεχομένως) κότα να βράζει και πριν χτυπήσουμε το αυγό για να κάνουμε το ζουμί της σούπα αυγολέμονο, ας επικεντρωθούμε στο ζουμί του Μουφλουζέλειου άσματος, που πέρα από εξυπνάδες, φιλοσοφίες και επιστήμες, μπορεί να συνοψιστεί στους τελευταίους του δυο στίχους:

Εκτός από τον έρωτα, μ’ αρέσει και το μπουζούκι
Μα εσύ (υ)στερείσαι καλλιτεχνικά.


Κι επειδή για τον έρωτα (και για το μπουζούκι) δεν είναι απαραίτητο να έχεις βγάλει το σχολείο (αυτό έλειπε, άλλωστε), ας χορέψουμε το τραγουδάκι (απτάλικο είναι) με τη ευχή ή την ελπίδα να μην υπάρχει (υ)στέρηση.

Καλλιτεχνικά, πάντα.

8/6/12

Ὁ Μπαταριᾶς (Μ. Μαλακάσης)




Ἕνα Σάββατο βράδυ,
μιὰ Κυριακὴ πρωί...

Ὁ Μπουκουβάλας ὁ μικρὸς κι ὁ Κλὴς τοῦ Τσαγκαράκη
Κι ὁ Νίκος τοῦ Βρανᾶ,
Σάββατο βράδυ, κάποτε, τὸ ῾ρίχναν στὸ μεράκι,
Στοῦ Βλάχου κουτσοπίνοντας κρυφά.

Κι ὡς ἤσανε ἀρχοντόπουλα κ᾿ οἱ τρεῖς, στὸ κέφι ἀπάνω,
Στέλναν γιὰ τὰ βιολιά,
Καὶ μὲς σὲ λίγο βλέπανε τὸν Κατσαρὸ τὸν Πάνο,
Καὶ πίσω τὸ Θανάση Μπαταριᾶ.

Κι ἀμέσως μὲ τὸ βιολιτζὴ καὶ μὲ τὸ λαουτέρη,
Καὶ μ᾿ ἕναν πιφιρτζῆ,
Γιὰ τὸ βελούχι κίναγαν τοῦ Κώστα Καλιαντέρη,
Ποὺ σίγουρα τὸν εὕρισκαν ἐκεῖ.

Κι ὁ Κώστας, λαγοκοίμητος, πάντα μὲ τὴν ποδιά του,
Τοὺς δέχονταν ὀρθός,
Καὶ τὸ τραπέζι ἑτοίμαζε πρὸς τὰ᾿ ἁρμυρίκια κάτου,
Στῆς ἅπλας λιμνοθάλασσας τὸ φῶς.

Κι ὡς νὰ στρωθῇ καὶ νὰ σιαχτῇ, καὶ νὰ συγκαιριστοῦνε
Τά ῾ργανα, σιγαλὰ
Τὰ λιανοτράγουδα ἄρχιζαν, τὰ γιαρεδάκια, ὁποῦ ῾ναι
Καθὼς τὰ προσανάμματα στὴ στιά.

Μὰ στὸ τραπέζι ὡς κάθουνταν, κι ἄνοιγεν ἡ φωνή σου,
Μεγάλε Μπαταριᾶ!
Στὸ τρίτο κρασοπότηρο, πουλιὰ τοῦ Παραδείσου
Ξυπνούσανε κι ἀηδόνια στὰ κλαδιά.

Καὶ λίγο λίγο ὡς γύριζες μὲς στὸ τραγούδι, ὢ θάμα!
Παλληκαριές, καϋμούς,
Τ᾿ ἀρματολίκι ἀνέβαζες καὶ τὴν ἀγάπη ἀντάμα,
Στ᾿ ἀστέρια, στὸ φεγγάρι, στοὺς Θεούς.

Κ᾿ ἐκεῖθε, ποὺ δὲν ἔφτανε κανένας, κ᾿ ἡ ἀνάσα
Πιάνονταν ὡς κι αὐτή,
Κ᾿ ἐκεῖθε ἀλέγρα, παίζοντας, σκαλὶ σκαλὶ τὰ μπάσα,
Κατέβαινε ἡ γαλιάντρα σου ἡ φωνή.

Κι ὅπως ἐτύχαινε συχνά, σὲ τέτοια γλέντια νά ῾ναι
Καλοκαιριοῦ χαρά,
Καὶ ὁ κόσμος ἔξω, τὰ νερὰ καὶ οἱ κάμποι νὰ εὐωδᾶνε
Κι ὅλα μαζὶ νὰ σπρώχνουν δυνατά,

Καὶ τὴν πιὸ λίγο ἀνάθαρρῃ, παρέκει νὰ πατήσει,
Ν᾿ ἀκούσει καὶ νὰ δεῖ, -
Δὲν ἔμενε εἰκοσάχρονη ποὺ νὰ μὴν ξεπορτίσει,
Καὶ χήρα νιὰ στὸ δρόμο νὰ μὴ βγεῖ.

Κι ὅσες ἀκόμα, οἱ ἄπλερες, δὲ βόλειε νὰ φτερίσουν,
Σὲ μάντρες καὶ σὲ αὐλές,
Τὰ κοχυλάκια αὐτάκια τους στυλῶναν νὰ γροικήσουν,
Τὰ μάτια τους νὰ ρίξουν σαϊτιές.

Καὶ τὰ τραγούδια, ἀέρηδες δροσιᾶς μαζὶ καὶ λαύρας,
- ὁ δόλιος ὁ σεβντᾶς!
Πότε τὶς φλόγες ἔφερναν, καὶ πότε μιᾶς ἀνάβρας
Τὸ ράντισμα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς.

Μὰ ἐκεῖ ποὺ πέλαγο ἡ φωνὴ σάλευε πιὰ τὰ φρένα,
Κι ὁ πλανταγμένος νοῦς,
Ποῦ πήγαινε, δὲν ἤξερε, μὲ τὰ φτερὰ χαμένα,
Σ᾿ ἀναθυμιὲς καὶ πόθους ὠκεανούς,

Καθὼς ἡ νύχτα ἐθάμπιζε, καὶ τῆς αὐγῆς ἡ χάρη
Σπίθιζ᾿ ἀντικρινά,
Ξάμωνε ὁ Μπαταριᾶς μὲ μιᾶς καὶ πέταε τὸ δοξάρι,
Μὲ τὸ στερνό του βόγκο, στὰ νερά.

Καὶ ἀσηκωμένος, γνεύοντας νὰ ἑτοιμαστοῦν καὶ οἱ ἄλλοι
Καὶ σκύβοντας στοὺς τρεῖς
Νιόβγαλτους καλεστάδες του, πού ῾χανε τὸ κεφάλι
Γεμάτο ἀπὸ καπνοὺς ἀποβραδίς,

Τοὺς ἔλεγε, ξενέρωτος, πὼς δὲν ἦταν ἡ τάξη,
Πρωὶ καὶ Κυριακή,
Νὰ δοῦν παιδιὰ ποὺ τά ῾χανε μὴ βρέξει καὶ μὴ στάξει,
Μπλεγμένα στὰ βιολιὰ καὶ στὸ κρασί.

Κ᾿ ἐνῷ τοὺς ἔλεγεν αὐτά, κ᾿ οἱ γύρω παρωρίτες,
Σὰ σ᾿ ὑπνοφαντασιά,
Παίρναν τὸ δρόμο τοῦ γιαλοῦ, οἱ ἀπανωπαζαρίτες,
Κι οἱ κάτω, τὰ ντερσέκια τὰ στενά,

Μέσα στ᾿ ἀνάφλογο τὸ φῶς, ἄρχιζαν κ᾿ οἱ καμπάνες,
Ποὺ φάνταζαν χρυσές,
Καὶ τὰ κορίτσια ἐμπαίνανε νὰ κοιμηθοῦν, κ᾿ οἱ μάνες
Ξαλλάζανε νὰ πᾶν στὶς ἐκκλησιές.


Μιλτιάδης Μαλακάσης, 1920


Σ.Σ. Πάντα μου άρεσε ο Μπαταριάς· από τότε που το διάβασα στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του σχολείου, κατά κύριο λόγο επειδή απεικονίζει ένα ωραίο γλεντάκι, ένα οιονεί «ζεύκι» κατά τα ικαριακά έθιμα. Έτσι αντιπαρήλθα γρήγορα τη σάτιρα του Καρυωτάκη (Α! κύριε, κύριε Μαλακάση / ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει / μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο /ίδια τον ένα και τον άλλο;). Ψάχνοντας για καμιά φωτογραφία βρήκα και ένα ενδιαφέρον σχετικό κειμενάκι του Σωτήρη Κακίση στο http://mousikaproastia.blogspot.com/2012/05/blog-post_11.html. Σημειωτέον ότι έχω βρει το ποίημα με κάποιες ορθογραφικές μικροδιαφορές εδώ κι εκεί, κάτι βελούχι αντί βιλούχι και μαζύ αντί μαζί και κάπου μπάινει οξεία και κάπου βαρεία, αλλά επειδή βαρέθηκα να ψάχνω το σωστό, αυτό που διαβάζετε μπορεί και να είναι λίγο ανάμικτο. Αλλά ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει;

Εμείς για το γλεντάκι ήρθαμε.