ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


29/4/12

Όπως συνήθως

Κεντρικός σταθμός Λέιντεν, έξι παρά δέκα, 3 Μαΐου 2010. Ακόμα βρέχει.

Ξεκίνησα να γράφω αυτή την ανάρτηση ακριβώς δυο χρόνια πριν. Όπως πολλά πράγματα στη ζωή μου, παρέμεινε ανολοκλήρωτη για καιρό, καθώς η ιδέα που την είχε εμπνεύσει ξεθώριαζε κάπως συν τω χρόνω, αν και κατά καιρούς επανερχόταν με διάφορες αφορμές. Ή μάλλον με μία και μόνη αφορμή· αυτό καθεαυτό το γεγονός της αποδημίας μου στο εξωτερικό. Όταν ξεκίνησα να γράφω, κόντευα να κλείσω μια βδομάδα στην Ολλανδία, αλλά κάτι τα γενέθλια της βασιλομήτορος στις 30 του μήνα, κάτι το Σαββατοκύριακο που ακολουθούσε, βρέθηκα να έχω περάσει ένα γεμάτο τριήμερο και βάλε με τους φιλόξενους οικοδεσπότες μου, ένα ζευγάρι που ξέρω από τα φοιτητικά μου χρόνια στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα. Εκείνοι αποδήμησαν στις αρχές της δεκαετίας του '90, και η διαδρομή τους είχε διάφορους ενδιάμεσους σταθμούς (σπανίως μαζί, γεωγραφικά), πότε στη Γερμανία, πότε στην Αγγλία, πότε στη Γαλλία, μέχρι να καταλήξουν στην Ολλανδία όπου ρίζωσαν και έκαναν τα παιδιά τους. Εγώ έφυγα σε μια άλλη ηλικία και με άλλες παραστάσεις βέβαια, αλλά θυμάμαι σαν και τώρα, δυο χρόνια μετά, μια ορισμένη έκπληξη που είχα νιώσει τις πρώτες εκείνες μέρες στο Άμστερνταμ, σχετικά με το πόσο ριζικά διαφορετική ήταν η εικόνα που είχαμε για την Ελλάδα.

Βέβαια εγώ έλειπα από τη χώρα μια βδομάδα κι εκείνοι είκοσι χρόνια, αλλά φυσικά και σε πλήρη επαφή με τις οικογένειές τους βρίσκονταν, και στην Ελλάδα έρχονταν όσο συχνά μπορούσαν (ειδικά μετά τη γέννηση των παιδιών) και οι φίλοι τους ήταν σε μεγάλο βαθμό Έλληνες, και εφημερίδες και ιστοσελίδες ελληνικές διάβαζαν σχεδόν καθημερινά. Ωστόσο, τις παράξενες εκείνες μέρες του 2010 που η χώρα έμπλεκε σε εκείνη την ιστορία που έμελλε να καταχωρηθεί κάτω από τη λέξη «Μνημόνιο», φάγαμε ατέλειωτες ώρες κουβεντιάζοντας μεταξύ μπέιμπυ-σίτιγκ και μαγειρέματος (κι εγώ τότε ήμουν πιο επιρρεπής στο να ακούω μάλλον παρά να μιλάω, ως νεοφερμένος), μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι ναι μεν εγώ δεν είχα καμμιά ιδιαιτέρως συνεκτική εικόνα για το πώς είναι τα πράγματα «έξω» ως αναμένετο, αλλά και οι φίλοι μου είχαν μια αρκούντως θαμπή εικόνα για το πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα.

Να εξηγήσω ότι δεν αναφέρομαι σε διαφωνίες που μπορεί να προέκυπταν από διαφορετικές πεποιθήσεις ή πνευματικές διαδρομές (θεμιτό, άλλωστε) αλλά για μια ριζικά διαφορετική αντίληψη για τα γεγονότα αυτά καθεαυτά. Χαρακτηριστικά, είχα καταγράψει τη φράση του φίλου μου «όπως συνήθως συμβαίνει στην Ελλάδα», για πράγματα που δεν ήταν καθόλου συνήθη, ή που είχαν πάψει να είναι συνήθη στα χρόνια που μεσολάβησαν, και την τάση να ερμηνεύει σημερινές συμπεριφορές με αναγωγές σε κατηγορίες που είχαν εκλείψει προ πολλού ή είχαν αλλάξει περιεχόμενο στο μεταξύ (π.χ. οι έννοιες «Άκης Τσοχατζόπουλος» ή «Βιολογικό Αθήνας», ή η κοινωνική κατηγορία «Κνίτης» σήμαιναν άλλα πράγματα το 1988 και άλλα το 2004 ή το 2010). Δίς εἰς τόν αὐτόν ποταμόν οὐκ ἄν ἐμβαίης, που έλεγε κι ο Ηράκλειτος.

Όντας είκοσι χρόνια επισκέπτες κατά βάση, οι φίλοι μου είχαν μια εικόνα που ταίριαζε περισσότερο στις αντιλήψεις και τις προσδοκίες της προ εικοσαετίας εποχής, χωρίς να έχουν πάρει και πολύ είδηση (παρά μόνο κάπως επιφανειακά ίσως) τις μεταβολές που έφεραν στη χώρα και τους κατοίκους της μια σειρά από πράγματα που επισυνέβησαν στο μεταξύ. Ας πούμε, η επίπλαστη (όπως ξέρουμε οδυνηρά πλέον σήμερα) ανάπτυξη των ημερών της «ισχυρής Ελλάδας» και του Χρηματιστηρίου, και ο νεοπλουτισμός που τη συνόδευσε. Η μετανάστευση και οι κοινωνικές μεταβολές που προκάλεσε. Ακόμα και οι επιμέρους προσωπικές διαδρομές κοινών γνωστών (τι απέγινε ο τάδε και ο δείνα...), που αν επιχειρούσες να τις ερμηνεύσεις με όρους 1990 σου φαινόντουσαν εξωπραγματικές, αλλά με όρους 2010 φυσικά έβρισκαν την επαρκέστατη εξήγησή τους. Κάποια στιγμή (τηρουμένων των αναλογιών) σκέφτηκα ότι οι φίλοι μου έμοιαζαν λίγο σαν τη θεία μου τη Σταματούλα, που αφού έζησε στην Αίγυπτο και στην Αμερική, είχε πάντα στο μυαλό της την εικόνα της Ελλάδας και της Ικαρίας του 1910, ακόμα και πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο.

Από εκείνες τις κουβέντες που κάναμε πέρασαν άλλα δυο χρόνια, όπου τα παιδιά παρέμειναν στην Ολλανδία, με κάποιες εργασιακές μικροαλλαγές, εγώ βρέθηκα στην εξωτική Λισσαβώνα μετά από ενάμιση χρόνο, και η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη ενός τεράστιου κυκλώνα, που αν και «το πώς και το γιατί» του υπερβαίνουν τις αναλυτικές δυνατότητες του ιστολογίου, το σίγουρο είναι ότι επιτάχυνε τις κοινωνικές μεταβολές στη χώρα με έναν ρυθμό απίστευτα γρήγορο. Σ’ αυτά τα δύο χρόνια πέρασα κάμποσο καιρό στην Ελλάδα, διαβάζω καθημερινά ελληνικές ιστοσελίδες και εφημερίδες, μιλάω τακτικότατα με τους Έλληνες φίλους μου επί παντός του επιστητού, κοιμάμαι και ξυπνάω με την έννοια του τι γίνεται εκεί, κι όμως συνειδητοποιώ με κάποια έκπληξη ότι πολλά πράγματα από αυτά που συμβαίνουν μάλλον μου έχουν διαφύγει. Δεν χρειάστηκε να λείψω για είκοσι χρόνια σαν τον Οδυσσέα, άρκεσαν μόνο δύο (αλλά βέβαια ΑΥΤΑ τα δύο, μετάξύ 2010 και 2012) για να διαπιστώσω ότι αργά αργά η εικόνα που έχω για τη χώρα κάπως παύει να ανταποκρίνεται στα ερεθίσματα που έρχονται. Υπάρχουν πράγματα που βλέπω και δεν αναγνωρίζω.

Βέβαια το γεγονός ότι δεν είμαι μέσα στην «άψη» των πραγμάτων και έχω μια απόσταση (και όχι μόνο γεωγραφική, αλλά και σε σχέση με τις πηγές πληροφόρησης) θα μπορούσε να είναι υπό προϋποθέσεις θετικό: κάτι που έχω (για την ώρα) δουλειά, κάτι που δε μου ‘ρχεται η οσμή του δακρυγόνου, κάτι που ζω σε πολυεθνικό περιβάλλον και έχω εικόνα και «πλούσιας» (βλ. Ολλανδία) και «φτωχής» (βλ. Πορτογαλία) χώρας, μπορώ να βλέπω κάπως αυτό που λένε “big picture”, δηλαδή το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται τα πράγματα, χωρίς το μυωπικό συχνά τρόπο που προσεγγίζουμε την πραγματικότητα όταν τη ζούμε από πολύ κοντά. Από την άλλη πλευρά, η απόσταση δε σου επιτρέπει να αντιληφθείς επαρκώς μερικά πράγματα που εν τέλει δεν είναι καθόλου λεπτομέρεια στην όλη ιστορία. Τα πλήθη των αστέγων, ας πούμε. Το ποσοστό της απήχησης της Χρυσής Αυγής. Την τυφλή οργή (και τον συνακόλουθα θολωμένο νου) πολλών καλών ανθρώπων (και όχι αναγκαστικά των ορφανών του πελατειακού κράτους).

Μιλάω με αγαπημένους ανθρώπους στην Ελλάδα και προσπαθώ να καταλάβω γιατί ενώ μιλούσαμε την ίδια γλώσσα πριν δυο χρόνια, τώρα είναι στιγμές που χρειαζόμαστε μεταφραστή. Δεν δίνω άδικο ή δίκιο κάπου, όπως δεν υπήρχε κατ’ ανάγκην άδικο ή δίκιο σε όσα λέγαμε με τους οικοδεσπότες μου πριν δυο χρόνια. Προβληματίζομαι όμως για το τι θα συναντήσω επιστρέφοντας (καθώς δεν έχω τη φιλοδοξία, τη διάθεση ή και τη δυνατότητα ίσως να παραμείνω εκτός Ελλάδας για πάνω από τρία χρόνια), όχι τόσο από άποψη εργασίας ή τρόπου ζωής όσο από τη σκοπιά του πόσο θα έχει αλλάξει ο τόπος και οι άνθρωποι μέσα σε τρία χρόνια (βεβαια ΑΥΤΑ τα τρία χρόνια).

Ώρες ώρες σκέφτομαι πως μοιάζω με κάποιον που είναι έγκλειστος κάπου σε μια σπηλιά και πλήττει και θέλει να βγει έξω, αλλά έξω μαίνεται μια άγρια μάχη από τη φρίκη της οποίας αυτός είναι ασφαλής προσώρας. Αυτή η σκέψη μου είχε πρωτομπεί δυο χρόνια πίσω, εκείνη τη θλιβερή μέρα που περιφερόμουν ασκόπως στο Άμστερνταμ περιμένοντας να αδειάσει το μετέπειτα σπίτι μου στο Λέιντεν, την ίδια ώρα που η σύγκρουση στην Αθήνα κατέληγε σε τραγωδία. Σκέφτομαι τη στιγμή που θα τελειώσει η περίοδος του εγκλεισμού (και της ασφάλειας, βέβαια) και θα βγω από τη σπηλιά να αντικρύσω το πεδίο της μάχης. Δεν ξέρω κατά πόσον θα μαίνεται ακόμα, ή αν θα υπάρχει εκείνη η παράξενη σιωπή που λένε πως βασιλεύει στα πεδία των μαχών μετά το τέλος τους.

Αλλά ως τότε παλεύω να κρατήσω τα αυτιά μου ανοιχτά και τα μάτια μου να μπορούν να δουν και μακριά και κοντά, όσο γίνεται. Κουβεντιάζω λίγο με τον προ διετίας οικοδεσπότη μου που βρίσκεται συμπτωματικά στην Αθήνα αυτές τις μέρες («δεν καταλαβαίνω τι γίνεται», μου λέει, και τον πιστεύω απόλυτα). Κάνω ένα πρόχειρο γκάλοπ στους απόδημους (ανά την Ευρώπη) φίλους μου: ως τώρα είμαι ο μόνος που σκοπεύει να κάτέβει στην Ελλάδα το άλλο σαββατοκύριακο για να ψηφίσει. Και κάπου ξεκάρφωτα στο τέλος θυμάμαι ένα ποίημα από τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα κάποιας τάξης του Λυκείου, τον «Καιόμενο» του Τάκη Σινόπουλου.

[...]Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

«Όπως συνήθως συμβαίνει στην Ελλάδα» , θα έλεγα ίσως, αλλά κάτι με συγκρατεί.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

21/4/12

Ο Αρτσιμπόλντι στην Ικαρία

Θα μπορούσε να είναι το πηγάδι του Αρτσιμπόλντι, αλλά είναι αυτό που βρίσκεται στη Μονή Μουντέ. Το νερό είναι καλό, πάντως.

Ο Μπένο φον Αρτσιμπόλντι είναι φανταστικό πρόσωπο - ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος 2666 του Χιλιανού συγγραφέα Ρομπέρτο Μπολάνιο (1953-2003). Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα-ποταμό εμφανίζονται διάφοροι ενδιαφέροντες πρωταγωνιστές, όπως μια πολυεθνική παρέα κριτικών γερμανόφωνης λογοτεχνίας, ένας μαύρος δημοσιογράφος από το Χάρλεμ, ένας απελπισμένος Χιλιανός καθηγητής σε ένα πανεπιστήμιο μιας συνοριακής πόλης του Μεξικού όπου συμβαίνουν κατα σύστημα φόνοι γυναικών, ορισμένοι καλοί και κακοί Μεξικάνοι, Άμερικάνοι, Γερμανοί (αστυνομικοί, φυλακισμένοι και μερικοί διερχόμενοι), ένας Πρώσσος στρατιώτης του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου που βλέπει το φως το αληθινό στο ημερολόγιο ενός Εβραίου συγγραφέα στη Σοβιετική Ουκρανία και μετατρέπεται από παιδί-φύκι στο βυθό της Βαλτικής στον Μπένο που λέγαμε. Κάποια στιγμή ο διαρκώς αναζητούμενος και εν γένει εξαφανισμένος συγγραφέας φαίνεται να διάγει το βίο του στα ελληνικά νησιά, και στη σελίδα 1100 της ελληνικής έκδοσης τον βρίσκουμε να ασκεί την τέχνη του σε μέρη κάπως γνώριμα:

[...] Το επόμενο χειρόγραφο, ωστόσο, έφτασε από ένα ελληνικό νησί, την Ικαρία, όπου ο Αρτσιμπόλντι είχε νοικιάσει ένα σπιτάκι μέσα σε βραχώδη υψώματα, πίσω από τα οποία υπήρχε η θάλασσα. Ακριβώς σαν το τελικό τοπίο του Σίσυφου, σκέφτηκε ο Μπούμπις, κι έτσι του το είπε σε ένα γράμμα με το οποίο τον πληροφορούσε -όπως έκανε πάντα- για την παραλαβή του κειμένου, την ανάγνωσή του, και όπου του πρότεινε τρεις τρόπους πληρωμής, ώστε ο Αρτσιμπόλντι να επιλέξει όποιον τον βόλευε καλύτερα. [...]

Κλείνω για λίγο το βιβλίο και σκέφτομαι τα βραχώδη υψώματα στην Ικαρία πίσω από τα οποία βρίσκεται η θάλασσα. Μάλλον ο Μπολάνιο δεν είχε βρεθεί ποτέ στην Ικαρία, αλλά είχε στο μυαλό του ένα αρχετυπικό ελληνικό νησί, βραχώδες και ερημικό, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία φυσικά. Σκέφτομαι τον Αρτσιμπόλντι - πανύψηλο, με ξεπλυμένα γκρίζα μάτια, με πλήρη άγνοια της ελληνικής γλώσσας - να περιφέρεται στην πατρογονική μου νήσο. Υποψιάζομαι το σπίτι του θα ήταν στα δυτικά ή στα νότια, εκεί που αφθονούν περισσότερο τα βραχώδη υψώματα. Πότε θα είχε έρθει αν υπήρχε στ' αλήθεια; Αν κρίνω από τα συμφραζόμενα του μυθιστορήματος, πριν την πτώση του τείχους του Βερολίνου, ίσως κάπου στις αρχές της δεκαετίας του '80. Θα πρέπει να είχαμε διασταυρωθεί κάποτε και σίγουρα δεν θα περνούσε απαρατήρητος, ένας πανύψηλος ξένος σε έναν τόσο μικρό τόπο. Θα ερχόταν ίσως στον Εύδηλο για το καράβι ή για ψώνια, θα καθόταν σε κάποιο από τα τραπεζάκια στον Αυγά ενώ εμείς δίπλα θα παίζαμε το αιώνιο τάβλι μας. Στα μυθιστορήματά του εκείνης της εποχής ίσως αντηχούσε ο ήχος από τα πούλια και τα ζάρια μας.

[...] Το μυθιστόρημα που έστειλε στον Μπούμπις από την Ικαρία είχε τίτλο Η τυφλή. Όπως θα περίμενε κανείς, το μυθιστόρημα μιλούσε για μια τυφλή που δεν ήξερε ότι ήταν τυφλή και για κάποιους ανοιχτομάτηδες ντετέκτιβ που δεν ήξεραν ότι ήταν ανοιχτομάτηδες. [...]

Άραγε θα ζούσε μοναχικά ή θα είχε κι αυτός τις παρέες του; Οι ξένοι σε έναν τόπο συχνά τακιμιάζουν μεταξύ τους, όπως μου έχει δείξει η δική μου πρόσφατη εμπειρία. Όσο και μονήρης να ήταν, ο Αρτσιμπόλντι θα είχε ανταλλάξει κάποιες κουβέντες με τους άλλους ξένους της εποχής εκείνης, ίσως με τον Μπερνάρ που ήταν αν θυμάμαι καλά από το Λουξεμβούργο, με τους Γάλλους στον Κάμπο ή με την Ολλανδέζα που ερχόταν με την κόρη της και έμεναν για μήνες (η μικρή Ολλανδέζα είχε στοιχειώσει τα όνειρα αρκετών από την τοπική νεολαία). Ίσως να είχε γνωρίσει τον άλλο Γερμανό, το Ράινερ, που ζούσε μόνος του και μετά από λίγα χρόνια πέθανε και τον έθαψαν σε έναν απέριττο τάφο στο Φύτεμα. Ίσως και την Ελβετίδα που ζει ακόμα στις Ράχες, αν και εκείνη μάλλον εγκαταστάθηκε κάποια χρόνια αργότερα. Ίσως να είχε και Έλληνες φίλους, Καριώτες, από αυτούς που κυκλοφορούν ακόμα γύρω μας. Θα τον ήξεραν οι μανάβηδες που έφερναν τα κηπευτικά με τα γαϊδούρια ή οι βοσκοί από όπου θα έπαιρνε γάλα και καθούρες. Εκείνη την εποχή θα έγραφε ακόμα στη γραφομηχανή που του χάρισε ο Μπούμπις, ή ίσως σε χειρόγραφα. Τον σκέφτομαι να παραγγέλνει ελληνικό καφέ ή ούζο με μεζέ, και να απλώνει τα χαρτιά του, γεμίζοντας σελίδες σημειώσεων που μετά θα δακτυλογραφούσε στο σπίτι στα βραχώδη υψώματα. Θα έστελνε τα δακτυλόγραφα στον Μπούμπις από το ταχυδρομείο που τότε ήταν εκεί που είναι της Κολοκασούς το καφενείο, «τα Κύμματα». Αλλά πάλι μπορεί και να είχε ταχυδρομείο στις Ράχες και να πήγαινε εκεί, ποιος ξέρει. Ή στον Άγιο.

[...] Στην Ικαρία έμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα και μετά πήγε στην Αμοργό. Μετά στη Σαντορίνη. Μετά στη Σίφνο, στη Σύρο και στη Μύκονο. Μετά έμεινε σ' ένα πάρα πολύ μικρό νησάκι που ο ίδιος το ονόμαζε Εκατόμβη ή Σουπερεγώ, κοντά στη Νάξο, όμως στη Νάξο δεν έζησε ποτέ. Μετά έφυγε από τα νησιά και επέστρεψε στην ηπειρωτική χώρα. Την εποχή εκείνη έτρωγε σταφύλια και ελιές, μεγάλες ξερές ελιές που είχαν γεύση και υφή που έμοιαζε με σβώλους από χώμα. Έτρωγε άσπρο τυρί και ώριμο κατσικίσιο τυρί που το πουλούσαν τυλιγμένο σε αμπελόφυλλα και η μυρωδιά του μπορεί να έφτανε σε ακτίνα τριακοσίων μέτρων ολόγυρα. Έτρωγε μαύρο ψωμί, πάρα πολύ σκληρό που έπρεπε να το μαλακώνει με κρασί. Έτρωγε ψάρια και ντομάτες. Σύκα. Νερό. Το νερό το έβγαζε από ένα πηγάδι. Είχε έναν κουβά κι ένα μπιτόνι σαν αυτά του στρατού, και το γέμιζε με νερό. Κολυμπούσε, όμως το αγόρι φύκι είχε πεθάνει πια. Παρ' όλα αυτά κολυμπούσε καλά. Μερικές φορές καταδυόταν. Άλλοτε έμενε μόνος του, καθόταν στις πλαγιές ανάμεσα σε χαμηλούς θάμνους ώσπου νύχτωνε ή ώσπου ξημέρωνε. Έλεγε ότι σκεφτόταν, όμως στην πραγματικότητα δεν σκεφτόταν τίποτα. [...]

Σκέφτομαι χαμογελώντας ότι ο Μπολάνιο μάλλον δεν είχε πατήσει ποτέ ούτε στα άλλα νησιά, καθώς μια διαδρομή που ξεκινάει από την Ικαρία και μετά πιάνει Αμοργό (κάτι πάει κι έρχεται) και καπάκι Σαντορίνη (άσχετο κάπως), Σίφνο (καλάαα...), Σύρο (μα στην πόλη μέσα;) και εν τέλει Μύκονο (βρόντα και κατέβαινε, που λένε) είναι μεν κυκλική σχεδόν στο χάρτη αλλά υπερβολικά τεθλασμένη από πνευματική ή πολιτισμική σκοπιά ακόμα και για μυθιστορηματικούς ήρωες. Να μην πω τίποτα για Εκατόμβες (πιθανώς κάποια από τις Μικρές Κυκλάδες που ο Μπολάνιο πιθανώς χάζευε στο χάρτη, καθώς έκανε ένα νοητό κύκλο στα νησιά που πιθανώς θα ήθελε ο ίδιος να επισκεφτεί αλλά δεν πρόλαβε (ήταν άρρωστος βαριά καθώς έγραφε αυτά τα κεφάλαια του βιβλίου του) οπότε έστειλε τον ήρωά του να τα επισκεφτεί αντ' αυτού. Χώρια που όση κοπανιστή Μυκόνου και να δοκιμάσεις, κατσικίσιο τυρί που να το μυρίζεις από τριακόσια μέτρα είναι κάπως υπερβολικό, ακόμα και στην ηπειρωτική χώρα. Αλλά πάλι δεν έχει τόση σημασία. Πιο πολύ έχει σημασία ότι ζούσε μια ζωή απλότητας. Κρασοψυχιά. Σύκα. Νερό. Καθόταν στις πλαγιές. Δεν σκεφτόταν τίποτα. Ή μάλλον έλεγε ότι σκεφτόταν, όμως στην πραγματικότητα δεν σκεφτόταν τίποτα.

Τώρα τελευταία μου έχει μπει η ιδέα να αφήσω την επιστήμη (πριν αρχίσει να μ' αφήνει εκείνη έτσι κι αλλιώς) και να περάσω ένα διάστημα στην Ικαρία, χωρίς κόσμο και ίντερνετ, να μη σκέφτομαι τίποτα. Δεν ξέρω για πόσο, μπορεί για σαράντα μέρες, μπορεί για σαράντα χρόνια· θα δείξει. Αλλά πάλι, ο κόσμος είναι μεγάλος, μην ξεχνιόμαστε.

Τελευταία φορά ο Αρτσιμπόλντι εθεάθη κάπου στην Πόλη του Μεξικού, από όπου θα έπαιρνε το αεροπλάνο για τη Σονόρα.


Σ.Σ. Τα αποσπάσματα με πλάγια γράμματα προέρχονται φυσικά από το βιβλίο 2666 του Ρομπέρτο Μπολάνιο που κυκλοφορεί σε μετάφρση του Κρίτωνα Ηλιόπουλου από τις εκδόσεις Άγρα. Την ανακάλυψη του βιβλίου (που φυσικά καμμία άλλη σχέση με Ικαρία δεν έχει) τη χρωστάω στον Άκη, που αν και βρίσκεται στην αλλοδαπή πιο πολύ καιρό από μένα διατηρεί μια επαφή με τα εκδοτικά πράγματα της Ελλάδας που εγώ την έχω χάσει προ πολλού.

19/4/12

Σχετικά με το σαλιγκάρι (Thom Gunn)


Considering the snail, by Thom Gunn

The snail pushes through a green
night, for the grass is heavy
with water and meets over
the bright path he makes, where rain
has darkened the earth's dark. He
moves in a wood of desire,

pale antlers barely stirring
as he hunts. I cannot tell
what power is at work, drenched there
with purpose, knowing nothing.
What is a snail's fury? All
I think is that if later

I parted the blades above
the tunnel and saw the thin
trail of broken white across
litter, I would never have
imagined the slow passion
to that deliberate progress.


Το σαλιγκάρι ανοίγει δρόμο μες από μια νύχτα
πράσινη, γιατί το χορτάρι έχει βαρύνει
απ’ το νερό και σμίγει πάνω απ’ τη
φωτεινή ατραπό που φτιάχνει, εκεί όπου η βροχή
έχει σκουρύνει της γης το σκούρο. Κινείται
σε ένα δάσος από επιθυμίες,

Οι χλωμές κεραίες μόλις που ταράζονται
καθώς κυνηγά. Δεν μπορώ να ξέρω
ποια δύναμη βρίσκεται σε ισχύ, μουσκεμένη εκεί
με σκοπό, μη γνωρίζοντας τίποτα.
Ποια είναι του σαλιγκαριού η ορμή; Το μόνο
που σκέφτομαι είναι πως αν αργότερα

χώριζα τις λεπίδες πάνω από
τη σήραγγα κι έβλεπα το λεπτό
ίχνος του διακεκομμένου λευκού κάθετα
στο βούρκο, ποτέ δεν
θα φανταζόμουν το βραδυφλεγές πάθος
αυτής της σκόπιμης πορείας.


Μετάφραση: Άννα Νιαράκη (από εδώ).


Σ.Σ.: Οι παλιότεροι αναγνώστες ίσως θυμούνται το ειδικό ενδιαφέρον του ιστολογίου για τα σαλιγκάρια (οι νεώτεροι δείτε εδώ), αλλά το συγκεκριμένο ποίημα του άγνωστου σε εμένα Thom Gunn το χρωστάω στην πληθωρική διαδικτυακή παρουσία της εξαιρετικής Πόλυς Χατζημανωλάκη, από την οποία το υποκλέπτω ασυστόλως με πολλές ευχαριστίες.

Παρότι το σαλιγκάρι του ποιητή είναι μάλλον μεταφορικό (το βραδυφλεγές πάθος αυτής τη σκόπιμης πορείας...) είπα να βάλω μια ρεαλιστική φωτογραφία σαλιγκαριών, από την ταινία
Μικρόκοσμος (1996). Ας μου επιτραπεί μόνο να επισημάνω ότι η λέξη litter που αποδίδει ως βούρκο η μεταφράστρια, σημαίνει μάλλον το στρώμα το αποσυντιθέμενων φύλλων και εν γένει βιομάζας στο οποίο ζουν πλείστα όσα όντα του μικρόκοσμου (και σαλιγκάρια βέβαια). Αλλά άντε τώρα να μεταφράζεις ποίηση...

16/4/12

Δεύτε λάβετε φως

Άνοιξη, ανθισμένη σπάρτη, κι οι πλαγιές στα κίτρινα. Πάσχα 2008.

Δεν ξέρω πώς τους συνέμπε των δικών μου εκείνη τη χρονιά - το ’78 ήτανε - να πάμε κάτω να κάνουμε Πάσχα. Σπίτι δεν είχαμε, οπότε μείναμε μετά από κάποιες μυστηριώδεις συνεννοήσεις στο σπίτι ενός ξαδέλφου εξ’ αγχιστείας, μετανάστη, που ερχόταν οικογενειακώς μόνο για καλοκαίρι. Δεν είμαι βέβαιος αν η φιλοξενία μας έγινε στα πλαίσια της ευρύτερης ικαριακής αλληλεγγύης ή απλώς στη ζούλα, πάντως σε εκείνο το ξένο σπίτι ανακάλυψα για πρώτη φορά ορισμένα εξωτικά αντικείμενα που μου έκαναν τεράστια εντύπωση. Όπως ας πούμε κάτι τεύχη Αστερίξ, ξενόγλωσσα (θυμάμαι τον αδελφό μου να πασχίζει να ξεδιαλύνει το «Ο Αστερίξ ολυμπιονίκης» στα εγγλέζικα), κάτι ρακέτες και φουντάκια (δεν τα λες και μπαλάκια...) του μπάντμιγκτον, μια μπάλα του ράγκμπυ (πεπονοειδή), μια συσκευή βίντεο (που πάντως δεν έπαιζε). Ωστόσο όλες αυτές οι απίστευτες για την εποχή χλίδες, δεν έπιαναν μία μπροστά στη μεγάλη ανακάλυψη της χρονιάς.

- Φυλαχτά ξέρετε να φτιάχνετε; ρώτησε ο μεγάλος ξάδελφος.

Του είπαμε ότι δεν είμαστε προληπτικοί και δε φοράμε πάνω μας τέτοια πράγματα. Ο ξάδελφος έβαλε τα γέλια.

- Βρε όχι τέτοια φυλαχτά, π’ αναγκασμά σας... Από τα άλλα, που σκάνε.

Κοιταχτήκαμε παραξενεμένοι με τον αδελφό μου. Ο ξάδελφος μας πήγε με μύριες προφυλάξεις σε μια παρακείμενη οικοδομή και βάλθηκε να ξεπαρταλιάζει ένα σακκί που κάποτε περιείχε τσιμέντο. Μετά με άλλες μύριες προφυλάξεις και «σσσστ» μας πήγε πίσω από τον αχερώνα όπου μέσα σε έναν τσιμεντόλιθο είχε τα υπόλοιπα συμπράγκαλα: φυτίλι («από το νταμάρι») και ένα μικροσκοπικό σακουλάκι με μια μαύρη, γιαλιστερή σκόνη.

- Τόσο λίγο μπαρούτι; ρώτησε ο αδελφός μου καχύποπτα. Σιγά μη σκάσει, ούτε τσαφ δε θα κάνει.

Ο ξάδελφος δεν είπε τίποτα, απλώς χαμογέλασε μυστήρια. Ύστερα βάλθηκε να τυλίγει μικροποσότητες της μαύρης σκόνης σε ένα σφιχτό τριγωνικό περιτύλιγμα από το χαρτί. Περνούσε το φυτίλι με ένα μυτερό σουγιαδάκι και το έκλεινε με μονωτική ταινία. Κάθε τόσο με έστελνε για τσίλιες, να δω μην έρχεται κάνας μεγάλος. Κάποτε τέλειωσε· άναψε ένα δοκιμαστικά και το πέταξε στο κοτέτσι (με τις κότες μέσα). Ακούστηκε κάτι σα σούρσιμο (το χαρτί που σκιζόταν μάλλον) και μια έκρηξη όχι φοβερά δυνατή, αλλά ούτε και να σε αφήσει αδιάφορο. Τις κότες πάντως τις έκανε φύλλο και φτερό· τρέχανε πανικόβλητες η μια πάνω στην άλλη κακαρίζοντας σαν τρελές. Η θεία μου (ιδιοκτήρια του κοτετσιού και μάνα του ξαδέλφου) ακούστηκε από την κουζίνα να απειλεί θεούς και δαίμονες.

- Είδες που σκάει; σχολίασε ατάραχος ο ξάδελφος καθώς έτρεχε (κι εμείς μαζί) για να αποφύγει τις μητρικές φροντίδες.

Το βράδυ της Ανάστασης εμείς οι «Αθηναίοι» είμασταν κάπως συγκρατημένοι, καθώς είχαμε άλλα χούγια, χώρια η επιτήρηση από γονείς και γιαγιά. Αλλά ακόμα κι έτσι, κάποια στιγμή βρέθηκε μυστηριωδώς στο χέρι μου ένα φυλαχτό· βγήκα και το έσκασα έξω από την Παναγία, στην πλαϊνή αυλή. Ξαναμπήκα ίσα τη στιγμή που ο συχωρεμένος ο παπα-Κούτης έβγαινε στην Ωραία Πύλη κι ετοιμαζόταν να πει το «Δεύτε λάβετε φως». Όμως, καθώς έστριβε προς το εκκλησίασμα που πλησίαζε να πάρει το άγιο φως, μια αόρατη χειρ μέσα από το ιερό αμόλησε ένα φυλαχτό στα πόδια του παπά, το οποίο έσκασε με δύναμη και άρχισαν να βγαίνουν καπνοί κάτω από τα ράσα. Ο καημένος ο παπάς ήτανε θεόκουφος και δεν άκουσε το μπαμ, αλλά μύρισε το μπαρούτι, είδε τους καπνούς και πάσχιζε να καταλάβει τι του συμβαίνει. Όλοι οι υπόλοιποι βέβαια μια χαρά κατάλαβαν, κι ένας-δυο αγανακτισμένοι μεγάλοι χώθηκαν από τη δεξιά πόρτα στο ιερό να βρουν τον ένοχο (την ίδια στιγμή που ένα πλήθος πιτσιρίκια - ντυμένα παπαδάκια μερικά - το έσκαγαν από την αριστερή). Ένας από τους αγανακτισμένους ξεπρόβαλλε στην Ωραία Πύλη, έκανε πέρα τον παπά που ακόμα πάλευε να συνέλθει, κι έδειξε προς μια απροσδιόριστη κατεύθυνση στο αναβράζον εκκλησίασμα όπου είχαν ανακατευτεί τα μικρά φωνάζοντας:

- Βρε άμα σε πιάσω ‘α σε θέκω από το στειλιάρι που ‘α φας.

Αλλά ίσα που εκστόμισε τα λόγια αυτά κι αμέσως εμφανίστηκε άλλο ένα φυλαχτό, εκσφενδονισμένο αυτή τη φορά από το γυναικωνίτη, έκανε γκελ πάνω στον πολυέλαιο κι έσκασε ακριβώς μπροστά του· εκείνος τότε έκανε ένα εκπληκτικό επιτόπιο άλμα και κατέληξε να κουτρουβαλάει στα σκαλιά. Κι άξαφνα, πάνω στη σύγχιση, συνήλθε ο παπάς από τον τάραχο κι ακούστηκε να λέει, λίγο πρόωρα βέβαια:

- Χριστός ανέστη.

Κι έγινε το ανάστα ο Κύριος από τις εκρήξεις.


Σ.Σ. Κι επειδή η γνώση της κατασκευής αυτοσχέδιων εκρηκτικών έχει χαθεί ενόψει της επελαύνουσας παγκοσμιοποιήσης (βλ. κινέζικα), ο γράφων και το ikariamag ουδεμία ευθύνη φέρουν αν τυχόν πάει κανένας και κόψει κάνα δάχτυλο πειραματιζόμενος με φυτίλια και μπαρούτια, ξηγηθήκαμε;

Και τις κότες να τις αφήκετε στην ησυχία τους.

(Δημοσιεύτηκε στο Ikariamag στις 10/4/2012).

7/4/12

Αλεντέζου

Οίκημα με τυπική διακόσμηση Αλεντέζου με μπλε μπορντούρα, στην Avis.

Ο Τάγος πηγάζει στην Ισπανία και εκβάλλει στον Ατλαντικό· η πόλη της Λισσαβώνας έχει χτιστεί ακριβώς στις εκβολές του. Πηγαίνοντας ανατολικά προς την ενδοχώρα, η επαρχία Alentejo βρίσκεται (στο περίπου) δεξιά του ποταμού. H λέξη είναι σύνθετη (Além+Tejo) και σημαίνει κυριολεκτικά «Πέρα από τον Τάγο». Καθώς απομακρυνόμαστε από την ευρύτερη Λισσαβώνα, η αγία Σουζάνα οδηγάει με κατεύθυνση το πατρογονικό χωριό της κι εγώ κοιτάζω προς τα δεξιά και ρωτάω αν αυτό που βλέπουμε είναι τυπικό τοπίο Αλεντέζου. Μου εξηγεί ότι βρισκόμαστε ακόμα στο Ριμπατέζου που είναι άλλη επαρχία και όταν θα μπούμε στο Αλεντέζου θα με ενημερώσει. Συμπεραίνω αβίαστα ότι Ribatejo είναι επίσης σύνθετη λέξη και σημαίνει κάτι σαν «Δώθε από τον Τάγο» και η έκπληκτη Σουζάνα μου λέει ότι δεν το είχε σκεφτεί ποτέ. Βέβαια αργότερα μαθαίνω ότι κανονικά σημαίνει την ακτή ή την όχθη του Τάγου, αλλά εκείνη την ώρα καμαρώνω για το πόσο έξυπνος είμαι και προσπαθώ να βγάλω άκρη με τα θρυμματισμένα αγγλικά της Σουζάνας, που συχνά μπερδεύει το before με το after οπότε πρέπει να καταλάβω αν πρώτα θα πάμε σπίτι για φαγητό και μετά βόλτα στα αξιοθέατα ή το αντίστροφο.

Η όλη εκδρομούλα προέκυψε από την από μακρού χρόνου προγραμματισμένη επίσκεψη στο σπίτι της Σουζάνας, στην απέναντι μεριά του ποταμού (αλλά εντός ευρύτερης Λισσαβώνας), όταν ξαφνικά συνέβησαν ορισμένες ανατροπές (μια ολίγον απρογραμμάτιστη εγκυμοσύνη ας πούμε) και μαζί με αυτές μια αιφνίδια ανάγκη να κουβεντιάσει με τη μαμά της, μη σου πω και με τη γιαγιά. Γυναικεία θέματα, που η παρουσία ενός αλλόγλωσσου φίλου (έστω και αρσενικού) δε μπορεί να αποτρέψει να συζητηθούν. Η καλή μου φιλενάδα ντράπηκε να με ξεφορτωθεί (ή ίσως και να βαριόταν να οδηγάει μόνη της) και αφού της κουβαλήθηκα σπίτι, να που τώρα με πάει στην ενδοχώρα, πέρα και δώθε από τον Τάγο, αυτή την ηλιόλουστη πορτογαλική Κυριακή. Η μαμά (και η γιαγιά) ζουν στο χωριό, όπου η μαμά εργάζεται σε κάτι που δεν κατάλαβα αν είναι γηροκομείο ή κάποιου είδους πορτογαλικό ΚΑΠΗ, στο οποίο η γιαγιά συχνάζει ως πελάτισσα. Μάλλον κάτι σε ΚΑΠΗ πρέπει να είναι, αλλά έχει και φαγητό σε αντίθεση με τα δικά μας. Η Σουζάνα μου διευκρινίζει ότι η γιαγιά μένει σπίτι, έχοντας πάρει το παιδικό δωμάτιο της Σουζάνας τώρα που η ίδια έχει περάσει στις τάξεις των αστών.

Όταν κάποτε περνάμε στο Αλεντέζου, το τοπίο δεν έχει καμιά ιδιαίτερη διαφορά. Βέβαια πάμε στο «Άνω» Αλεντέζου, στην περιοχή του Πορταλέγκρε προς τα ισπανικά σύνορα, ενώ η επαρχία περιλαμβάνει και μια εκτεταμένη περιοχή προς τα νότια κι ένα ικανό μέρος της ακτογραμμής στον Ατλαντικό. Η Σουζάνα διευκρινίζει ότι στη θάλασσα και τις τουριστικές περιοχές έχουν αναλογικά πολλά λεφτά, δουλειές, δυνατότητες... Στα μέρη της οι άνθρωποι φεύγουν για αλλού γιατί δε βρίσκουν δουλειές να ζήσουν. Θυμάμαι ότι την παραμονή διάβασα ότι, πράγματι, η επαρχία αντιπροσωπέυει περίπου το 30% της έκτασης της χώρας, αλλά κάτω από το 10% του πληθυσμού της. Θεωρείται το πιο καθυστερημένο ίσως κομμάτι της Πορτογαλίας. Η Σουζάνα με πληροφορεί ότι στο χωριό της μόνο ως κρατικός υπάλληλος κάποιου είδους μπορείς να έχεις δουλειά, και με κάποια συστολή μου εξηγεί ότι κι αυτές οι δουλειές βρίσκονται συνήθως μέσω κομματικών παρεμβάσεων. Δεν μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, της λέω παρηγορητικά ότι αποκλείεται να είναι χειρότερα από την Ελλάδα. Μου λέει ότι αυτό συμβαίνει και στο χωριό της, παρότι είναι προπύργιο του κομμουνιστικού κόμματος. Της εξηγώ ήρεμα ότι και στο νησί μου συμβαίνει το ίδιο, παρότι είναι προπύργιο του Κόμματος επίσης. Δεν με πολυπιστεύει και δράττομαι της ευκαιρίας να την καλέσω για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασιν του λόγου το αληθές. Με ευχαριστεί, αλλά είναι μάλλον πολύ δύσκολο πλέον, με το μωρό καθ' οδόν.

Μιλώντας για πλουτοπαραγωγικές πηγές, δείχνω τα ελαιόδεντρα-μινιατούρες που αποτελούν το τοπίο από κάποια στιγμή και μετά. Είναι φυτεμένα σε σειρές, σε σταθερή απόσταση, κι έχουν όλα ύψος που δεν υπερβαίνει ένα ανθρώπινο ανάστημα, ίσως λιγότερο. Από κάτω τους δε φυτρώνει τίποτα άλλο. Μου φαίνεται κάπως αφύσικο τοπίο, έχοντας στο μυαλό μου τους ελαιώνες της Ικαρίας ή της Κρήτης. Η Σουζάνα μου εξηγεί ότι τα τελευταία χρόνια έτσι γίνεται η καλλιέργεια διότι εξυπηρετεί πολύ στο μάζεμα. Παλιά αναγκαζόντουσαν να βάζουν δίχτυα από κάτω. Ρωτάω με έκπληξη πώς τις μαζεύουν τώρα χωρίς δίχτυα και μου λέει με μεγαλύτερη έκπληξη ότι δεν τις μαζεύουν άνθρωποι αλλά ειδικά μηχανήματα. Αυτό εξηγεί κάπως την απόλυτη συμμετρία των χωραφιών, αν και προφανώς δε μπορεί να εφαρμοστεί στα επικλινή εδάφη της Ελλάδας. Της λέω πάντως ότι εικάζω πως το λάδι θα είναι μια σημαντική πηγή πλούτου για το Αλεντέζου. Κάνει μια γκριμάτσα και μου εξηγεί ότι όλα αυτά (χωράφια, δέντρα, μηχανήματα, λάδι και πλούτος) δεν είναι δικά τους, αλλά ισπανικά. Ήρθαν οι γείτονες πριν λίγα χρόνια, αγόρασαν τη γη ή το δικαίωμα καλλιέργειας, βγάζουν το προϊόν και το πάνε στην Ισπανία (δίπλα είναι) όπου το τυποποιούν και το πουλάνε. Στο Αλεντέζου δε μένει τίποτα.

Δεν έχω να σχολιάσω και πολλά, καθώς εκείνη την ώρα περνάμε ένα φράγμα που έχει δημιουργήσει μια τεχνητή λίμνη, στην άλλη άκρη της οποίας είναι το χωριό. Φτάνουμε στο σπίτι όπου μας υποδέχονται ένας κακότροπος σκύλος, ένας αγουροξυπνημένος μεγάλος αδελφός, μια προϊστορική γιαγιά και μια μαμά κάπως λιγότερο διαχυτική από όσο τη φανταζόμουν. Της δίνω τα γλυκάκια που έφερα από τη Λισσαβώνα κατόπιν συμβουλής της Σουζάνας και με ευχαριστεί με τη δέουσα πορτογαλική προσήνεια. Στη διάρκεια του φαγητού η μισή συζήτηση αφορά το αν μου αρέσει η πορτογαλική κουζίνα, ενώ η άλλη μισή (στην οποία δε συμμετέχω) τα γυναικεία θέματα που λέγαμε. Φυσικά όλα γίνονται με τις μεταφραστικές υπηρεσίες της φίλης μου η οποία δεν προλαβαίνει να φάει και πολλά καθώς μεταφράζει συνεχώς ότι ναι, μου αρέσει το πρεζούντο, ναι, έχω ξαναδει κουκιά στη ζωή μου αν και όχι μαγειρεμένα μαζί με τοπικό λουκάνικο, μα φυσικά και θέλω να δοκιμάσω το παλαιωμένο τυρί τους (μου διαφεύγει τώρα το όνομα), μα φυσικά το κρασί είναι εξαιρετικό και βεβαίως θέλω κι άλλο. Βγάζουν δεύτερο πιάτο και έρχεται και γλυκό στο τέλος, πράγμα που βελτιώνει τη διάθεση του αδελφού (αλλά όχι του σκύλου) που διατίθεται να μας κάνει καφέ. Ωστόσο τελικά αντί να πιούμε καφέ στο σπίτι αποφασίζουμε να πάρουμε τη μαμά βόλτα με το αμάξι μέχρι ένα καφενείο στην όχθη της τεχνητής λίμνης.

Στο δρόμο και στο καφενείο συνεχίζεται η συζήτηση περί γυναικείων θεμάτων χωρίς τις παρεμβάσεις της γιαγιάς (που αργότερα μου εξηγεί η Σουζάνα ότι ήταν λίγο εκτός θέματος, δεδομένων και κάποιων απαρχών γεροντικής άνοιας) κι εγώ παίζω το ρόλο του ντεκόρ με συνέπεια. Κάποια στιγμή η μαμά παρατηρεί με απογοήτευση ότι όχι μόνο έχω προσθέσει ένα σωρό γάλα στον καφέ μου, αλλά δεν τον πίνω και αρκετά γρήγορα με αποτέλεσμα να κρυώσει. Της εξηγώ ότι θα έβαζα κι άλλο γάλα αν χώραγε, και ότι στην Ελλάδα πίνουμε καφέ κρύο, ενίοτε με παγάκια. Η μαμά σοκάρεται από τη αποκάλυψη και στρέφεται σαστισμένη προς την κόρη της η οποία το επιβεβαιώνει: έχει δει και η ίδια στην Ελλάδα έναν παγωμένο καφέ με μπουρμπουλήθρες. Η μαμά μετά βίας κρατιέται να μην αναρωτηθεί τι σόι εξωγήινοι άνθρωποι ζουν εκεί, και δράττομαι της ευκαιρίας να γυρίσω τη συζήτηση στο ποδόσφαιρο και να ρωτήσω αν η περιοχή ή το Αλεντέζου έχουν ομάδα στη πρώτη εθνική. Μετά από λίγα λεπτά η μαμά έχει πειστεί ότι τελικά είμαι φυσιολογικός άνθρωπος σαν το μέσο Πορτογάλο, με μια μικρή παραξενιά στο θέμα του καφέ ίσως, και καθυσηχασμένη μας αφήνει να την πάμε σπίτι για να μαζέψει πορτοκάλια και λεμόνια για την κόρη και το γαμπρό της.

Αν είχε κι ένα ταψί γεμιστά ή σπανακόπιτα, θα ήταν ακριβώς ελληνικό πεσκέσι (έχει βέβαια κουκιά με λουκάνικο και χοιρινό με λαχανικά, για να είμαστε δίκαιοι).

Μέχρι να μαζέψουν τα αποθέματα περιφέρομαι λίγο στο σπίτι. Είναι ακριβώς όπως το είχα φανταστεί με βάση τις ελληνικές παραστάσεις μου, με παλιακά έπιπλα αισθητικής δεκαετίας του '70, φωτογραφίες συγγενών στους τοίχους, κεντήματα κορνιζωμένα, την Παναγία της Φάτιμα εδώ κι εκεί, κι αυτό τον εκπληκτικό φόβο του κενού που έχουν οι άνθρωποι της εποχής (και το πατρικό μου στην Ελλάδα έτσι είναι...) που τους αναγκάζει να ακουμπάνε μπιμπελό σε όλα τα τραπεζάκια και να κρεμάνε καδράκια παντού. Δεσπόζουν οι φωτογραφίες του συχωρεμένου του μπαμπά, το μετάλλιο που πήρε στο στρατό ως βετεράνος των αποικιακών πολέμων (φαντάρος βέβαια κάπου στη Μοζαμβίκη), εικόνες των παιδιών σε πολύ νεαρή ηλικία και μια αίσθηση σταματημένου χρόνου, ασορτί με τα σεμεδάκια στα τραπέζια και τις φαβορίτες στις φωτογραφίες.

Με λίγη καλή προσπάθεια γεμίζουμε το πορτ-μπαγκαζ του αμαξιού με τα προϊόντα των τριών δέντρων της αυλής (δυο πορτοκαλιές και μια λεμονιά), καθώς και με ό,τι περίσσεψε από το τραπέζι, συν μια τεράστια γλάστρα μαϊντανό, συν κάτι λαχανικά που ξεχώθηκαν τελευταία στιγμή από τον κήπο, συν ένα καλάθι αυγά αν και η οικογένεια δεν εκτρέφει κότες (αλλά το υπόλοιπο χωριό εκτρέφει και χαρίζει αυγά αβέρτα). Ακόμα, προστίθεται ένα πεντόκιλο λάδι, το γλυκό που δε φάγαμε, και ένας παλιακός υπολογιστής
που για κάποιο λόγο δε δουλεύει το δίκτυο και πρέπει να τον δει ο γαμπρούλης μας να μας τον φτιάξει. Η μαμά επιμένει να χώσει και κάτι μωρουδιακά που έχει κρατημένα από τον καιρό που η Σουζάνα ήταν νεογέννητο πριν τριάντα χρόνια, αλλά η φίλη μου της εξηγεί ότι έχει αλλάξει η μόδα και έτσι κι αλλιώς δεν θα τα χρειαστεί για τους επόμενους έξι-εφτά μήνες. Παίρνει τελικά ένα φουστάνι ευρύχωρο για την ίδια, που μάλλον θα της χρειαστεί νωρίτερα.

Σταυροφιλάμε όλη την οικογένεια και αποχωρούμε για το ταξίδι της επιστροφής· στο χωριό χαζεύω γέρους στα παγκάκια που μας κοιτάνε διερωτώμενοι ποιος να είναι αυτός ο τύπος με την κόρη των Τάδε, κι ύστερα στο δίπλα χωριό γριές που σηκώνουν το κουρτινάκι του παραθύρου και κοιτάνε τον κόσμο στο δρόμο. Η Σουζάνα μου δείχνει τα τυπικά σπίτια του Αλεντέζου, άσπρα με κίτρινη ή μπλε διακοσμητική μπορντούρα. Σταματάμε σε χωριά, βλέπουμε εκκλησίες και παλιά κάστρα, και καθώς ο ήλιος γέρνει προς τα δυτικά τον βλέπουμε συνεχώς μπροστά μας όπως πηγαίνουμε προς τον Ωκεανό. Η Σουζάνα με ρωτάει αν θέλω να ανέβω σε ένα ακόμα κάστρο και της λέω χαριτολογώντας ότι τα κάστρα στα οποία δεν έγινε ποτέ καμιά πολιορκία δεν είναι τόσο του γούστου μου (ο τόπος δεν βρέθηκε άλλωστε σε πόλεμο τα τελευταία 800 χρόνια, με εξαίρεση μια διαμάχη με τους γείτονες για τη διαδοχή το 16ο αιώνα). Αντ' αυτού διαλέγουμε ένα δρόμο που μας επιτρέπει να έχουμε τον ήλιο υπό ορισμένη γωνία και όχι εντελώς μες τα μάτια, αλλά σε ένα από τα χωριά της διαδρομής αναγκαζόμαστε να σταματήσουμε λόγω θρησκευτικής πομπής.

Μια καθώς πρέπει λιτανεία στην Pavia, λίγο πριν περάσει η φιλαρμονική.

Δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να κάνω τον τουρίστα και αρχίζω να φωτογραφίζω τη λιτανεία καθώς περνάει αργά από μπροστά μας. Μερικοί από τους λιτανευόμενους με κοιτάνε απορημένοι, είτε γιατί δε βλέπουν συχνά ξένους είτε (μάλλον) επειδή δεν αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως δημόσιο θέαμα. Η Σουζάνα με διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και μπορώ να φωτογραφίζω άνετα, κι εγώ παρατηρώ τη φιλαρμονική που παιανίζει κάτι απροσδιόριστα γνωστό, αλλά μπορεί και απλώς όλες οι φιλαρμονικές να μοιάζουν.

- Έχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο; ρωτάει η φίλη μου με ειλικρινή απορία.
- Ναι, βέβαια, έχω πάρει και μέρος, της απαντάω και με κοιτάει λίγο απορημένη. Της εξηγώ ότι έχουμε πιο πολλά κοινά από όσο νομίζουμε, ίσως.

Αλλά πάνω στην ώρα ανοίγει ο δρόμος και πρέπει να τρέξουμε να χωθούμε στο παρατημένο αμάξι που εμποδίζει την κυκλοφορία.

Αρχίζει να σουρουπώνει στο Αλεντέζου.