ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/11/11

Πωλητής Βίβλων

Μια τυχαία (;) σελίδα από ένα διαδικτυακό παιχνίδι με βάση το «Βιβλίο της άμμου», ακριβώς εκεί που εμφανίζεται ο πωλητής (από εδώ).

Την πρώτη φορά που συνάντησα την έκφραση «Πουλάω Βίβλους» ήταν στο διήγημα «Το βιβλίο της άμμου», από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του ύστερου Μπόρχες. Δεν είχα δώσει πολλή σημασία στο πρόσωπο του πωλητή (καθώς η προσοχή μου ως προς το κειμένο ήταν στραμμένη μάλλον στο βιβλίο του τίτλου και την αιωνιότητα που περικλείει), μέχρι πριν λίγες μέρες που ξανάκουσα την έκφραση σε εντελώς μη μπορχεσιανά συμφραζόμενα, οπότε και θυμήθηκα το αφήγημα.

Τον τελευταίο καιρό, έχουμε καθιερώσει με τους συναδέλφους την έξοδο της Παρασκευής: κατά τις έξι το απόγευμα μαζευόμαστε σε μια μπυραρία (όχι πάντα την ίδια) και πίνουμε μερικές μπύρες (πλην του Έλληνος συνδαιτυμόνος που φτάνει πάντα καθυστερημένος και πίνει κρασί, αλλά αυτά είναι γνωστές γραφικότητες των νοτίων και δεν ενοχλούν πολύ). Αφού λοιπόν έφτασα περασμένες εφτά την προηγούμενη εβδομάδα, παρήγειλλα οχτώ μπύρες και ένα κρασί, και φέρνοντάς τα στο τραπέζι έτυχε να καθήσω απέναντι από τον Βιτσέντσιο, έναν ημικολομβιανής καταγωγής Ολλανδό συνάδελφο, με τον οποίο βέβαια καθόμαστε στην ίδια διάταξη και τις άλλες μέρες, οπότε δεν είχε πολύ μεγάλη διαφορά εκτός από το τραπέζι του μπιλιάρδου που βρισκόταν πίσω του αντί για τους συνήθεις υπολογιστές.

Πιάσαμε μια χαζή κουβέντα για τις διάφορες ολλανδικές ντοπιολαλιές, και αν η προφορά του Ρότενταμ είναι πιο μάγκικη σε σχέση με αυτήν του Άμστερνταμ, και μετά αν καταλαβαίνουν οι κάτοικοι του Ράντσταντ (της αστικής ζώνης στα δυτικά της χώρας) τους κατοίκους της επαρχίας (ειδικά στο Γκρόνιγκεν στο βορρά ή στο Λίμπουρκ στο νότο). Για κάποιο χαζό λόγο στράφηκαν σε εμένα να ρωτήσουν πώς μου φαίνονται οι ολλανδικές προφορές: τους εξήγησα ότι όχι μόνο δεν διαχωρίζω τις προφορές, αλλά ούτε τα ολλανδικά από τα φλαμανδικά (και ούτε καν από τα γερμανικά αν η φράση δεν έχει τόσα πολλά χι ώστε να βρωμάει ολλανδίλα από χιλιόμετρα).

Με ρώτησαν (από ευγένεια, υποθέτω) αν στα ελληνικά αντιλαμβάνομαι τις διάφορες προφορές και απάντησα με πάσα ειλικρίνεια ότι μέσες άκρες καταλαβαίνω τις περισσότερες, πλην ίσως των ποντιακών και των γκρεκάνικων της Κάτω Ιταλίας (άντε και των κυπριακών όταν εκφέρονται με ταχύτητα). Τους είπα κάτι πασαλείμματα περί ελληνιστικής κοινής και ιωνικών διαλέκτων, κι αφού τελείωσα τη διάλεξη γύρισα στο Βιτσέντζιο και τον ρώτησα αν η δική του προφορά ήταν του Άμστερνταμ, θεωρώντας ότι έχει γεννηθεί εκεί.

Μου απάντησε ότι γεννήθηκε στην Κολομβία, η πρώτη του γλώσσα (η μητρική) ήταν τα ισπανικά, και ότι έμαθε ολλανδικά όταν οι γονείς του μετανάστευσαν στην Ολλανδία. Πήγα να διορθώσω ότι προφανώς ο Ολλανδός πατέρας του «παλλινόστησε» στη χώρα, αλλά μας εξήγησε ότι ο πατέρας του είχε γεννηθεί στην Κολομβία, από Ολλανδούς γονείς. Ρώτησα τι πήγαν να κάνουν οι παππούδες του στη Λατινική Αμερική, και ο Βιτσέντζιο χαμογέλασε λίγο αμήχανα και απάντησε:

- Πήγαν να πουλήσουν Βίβλους.

Δεν είμαι βέβαιος πόσο χαιρόταν που μιλούσε γι' αυτό, πάντως μας εξήγησε ότι οι παππούδες ήταν πολύ θρήσκοι, αλλά ανήκαν σε μια ελάσσονα προτεσταντική ομολογία που δεν είχε και πολλούς πιστούς στην Ολλανδία. Κάποτε λοιπόν αποφάσισαν να κηρύξουν το λόγο του Θεού στους ειδωλολάτρες, και βρέθηκαν στην Κολομβία με ένα φορτίο Βίβλους. Βέβαια η χώρα παραήταν Καθολική (ή τέλος πάντων όχι και πολύ ενδιαφερόμενη για αυτού του είδους την εκκλησία), ωστόσο κατάφεραν να συγκεντρώσουν γύρω τους ένα μικρό ποίμνιο, στο οποίο ξεχώριζαν βέβαια αισθητά τα ίδια τους τα παιδιά (ξανθά και ψηλά ανάμεσα στο μελαχροινό και μικροκαμωμένο πλήθος των ιθαγενών). Όλα τα παιδιά παντρεύτηκαν Κολομβιανούς, έκαναν με τη σειρά τους αβέρτα παιδιά κι εγγόνια, κι έτσι δημιουργήθηκε ένα πλήθος εξαδέλφων ολλανδο-κολομβιανής ανάμιξης που είναι σήμερα το νοτιοαμερικάνικο σόι του Βιτσέντσιο.

Βέβαια, όπως συνήθως συμβαίνει στις μικρές θρησκευτικές κοινότητες που δεν έχουν Κλήρο και Ιεραρχία (ή έναν πάπα με αλάθητο στην ανάγκη), σε λίγο καιρό ο καθένας τράβαγε το δικό του βιολί, πάντα στηριγμένο σε κάποιο κείμενο της Βίβλου. Αν και συγγενείς, οι μεν διαχωρίζονταν από τους δε για κάποια διαφωνία σε κάποιο εδάφιο του Εσδρά ή των Πράξεων των Αποστόλων, και κατέληγαν να μη μιλιούνται και να ιδρύουν ανταγωνιστική εκκλησία. Σε κάποια φάση ο πατέρας του συνομιλητή μας τα βρόντηξε ολοσχερώς και πήρε την οικογένειά του (τη στενή) και γύρισε στην πατρίδα που οι γονείς του εγκατέλειψαν για να πουλήσουν Βίβλους στη Μπογκοτά. Έφτασε σε ένα ελαφρά παρακμιακό Άμστερνταμ στα τέλη της δεκαετίας του '70, μιλώντας κάτι παλιακά ολλανδικά που δεν αντιστοιχούσαν σε καμμία γνωστή προφορά: ήταν ένα μίγμα εκκλησιαστικής γλώσσας του '50 με ισπανικούς τονισμούς. Η χώρα του ήταν εντελώς άγνωστη, οπότε μάλλον «μετανάστευσε» εκεί παρά παλλινόστησε.

Ο Βιτσέντσιο συμπλήρωσε (με έναν τόνο τρυφερότητας, νομίζω, ακόμα κι αν το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό δεν αφθονεί στη χώρα) ότι ο πατέρας του ακόμα και τώρα, τριάντα χρόνια μετά, δεν αισθάνεται ακριβώς «σπίτι του» εδώ, ούτε πουθενά. Η εντελώς Κολομβιανή μητέρα του είναι πιο προσαρμοσμένη, παραδόξως. Τον ρώτησα για τους παππούδες του· μου είπε ότι ο παππούς έχει πεθάνει, ενώ η γιαγιά ζει ακόμα στη Μπογκοτά, τριγυρισμένη από ένα πλήθος παιδιών, εγγονών και δισεγγόνων που αποτελούν κατά βάση το ποίμνιο. Οι νεώτερες γενιές τείνουν να απομακρύνονται από την εκκλησία, αλλά η γιαγιά πηγαίνει κάθε Κυριακή στο κήρυγμα του πάστορα. Σκέφτηκα να ρωτήσω αν πουλάνε ακόμα Βίβλους, αλλά μάλλον δεν ήταν φοβερά καλή ιδέα.

Θυμήθηκα τον πωλητή Βίβλων του Μπόρχες - τοποθετημένο στην οικονομία του διηγήματος σε χτυπητή φιλοσοφική αντίθεση με το αιώνιο βιβλίο που πουλάει στον αφηγητή με αντάλλαγμα ένα παλιό αντίτυπο της Βίβλου και μερικά χαρτονομίσματα. Στο διήγημα ο πωλητής είναι Σκωτσέζος, μάλλον Πρεσβυτεριανός. Χτυπάει μια πόρτα στην Αργεντινή, ίσως πληροφορημένος ότι αυτός που ανοίγει είναι αρκούντως βιβλιόφιλος ώστε να μπορέσει να ξεφορτωθεί το επίμαχο βιβλίο που οι σελίδες του είναι άπειρες, πιο πολλές και από τους κόκκους της άμμου. Σκέφτομαι για λίγο τον Ολλανδό παππού του συνομιλητή μου, να χτυπάει την πόρτα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ας πούμε (ή ίσως του Αουρελιάνο Μπουενδία αυτοπροσώπως, δεν ξέρεις) προτείνοντάς του να αγοράσει το λόγο του Θεού, και καλώντας τον στο Κυριακάτικο κύρηγμα.

Αλλά απλώς περιορίζομαι να ρωτήσω τον Βιτσέντζιο αν η δική του προφορά είναι επηρεασμένη από τα ισπανικά, όπως του πατέρα του. Οι άλλοι συνδαιτυμόνες σπεύδουν να διαβεβαιώσουν ότι το παλληκάρι μιλάει σα βέρος Αμστεντάμερ, καμμία αντίρρηση, επαναφέροντας την κουβέντα στο αρχικό ερώτημα. Ο ίδιος συμπληρώνει γελώντας ότι τα ισπανικά του έχουν ενσωματώσει κάποιον ολλανδικό απόηχο πλέον, αλλά προφανώς ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος εκ των παρόντων μπορεί να το επιβεβαιώσει ή να το διαψεύσει.

Ύστερα κάποιος ρίχνει την ιδέα να πάμε κάπου αλλού για φαγητό, και σύντομα βγαίνουμε στο δρόμο για να πάρουμε τα ποδήλατα (πλην του Έλληνα που παραμένει υποδειγματικά πεζός) με κατεύθυνση μια ιταλική πιτσαρία που δεν είχα επισημάνει ως τώρα.

Σκέφτομαι ότι στο επόμενο ταξίδι στην Ελλάδα πρέπει να κουβαλήσω ίσως κι εκείνο το βιβλίο με τα πεζά του Μπόρχες, παρά το βάρος του και παρά το ότι το έχω ήδη διαβάσει μια-δυο φορές.

Βαδίζουμε κουβεντιάζοντας στην παγωμένη Rapenburg· οι αναπνοές μας γίνονται ένα με τη βραδινή ομίχλη.

25/11/11

Και η ζωή συνεχίζεται

Φωτό όχι πολύ σχετική, ούτε και εντελώς άσχετη (© M.B., aka Μαρίστρα, Delft, Νότια Ολλανδία, Οκτώβριος 2010).

Η Ολλανδέζα συνάδελφος είναι χαμηλών τόνων, από τις πιο διακριτικές παρουσίες στο χώρο. Δηλαδή τι «διακριτική», σχεδόν αόρατη είναι η κοπέλα· ενάμιση χρόνο έχω κλείσει εδώ και ελάχιστες φορές θυμάμαι να έχω ακούσει τη φωνή της. Η παρουσία της δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, η απουσία της επίσης. Ίσως να φταίει που κατοικοεδρεύει σε διπλανό χώρο, ίσως που νταλαβερίζεται με θέματα που επιστημονικώς δεν εμπίπτουν στα ενδιαφέροντά μου. Ξέρω ότι έχει οικογένεια, μάλιστα το δεύτερο παιδί της το έκανε πρόσφατα. Θυμάμαι ότι όταν παρατήρησα ότι ήταν έγκυος σχεδόν κόντευε να μπει στο μήνα της· ακόμα και η εγκυμοσύνη της ήταν χαμηλών τόνων.

Σήμερα όμως κάθεται απέναντί μου την ώρα του μεσημεριανού φαγητού και τη βλέπω πως είναι «κάπως». Στη χλωμή επιδερμίδα της έχει προστεθεί ένας τόνος ροζ· με όρους μεσογειακούς πρέπει να είναι πολύ «τσιτωμένη». Οι βολβοί των ματιών της περιφέρονται με ταχύτητα σε διαφορα σημεία, και το σιδερωμένο της καθημερινό χαμόγελο απουσιάζει, καθώς τα ήδη λεπτά χείλη της έχουν σφιχτεί μέχρι εξαφανίσεως. Δίπλα της κάθεται η νεαρή επισκέπτρια από την Αργεντινή που την παρατηρεί νομίζω με την ίδια απορία εντοπίζοντας κι εκείνη το «κάπως». Συζητάνε χαμηλόφωνα για ένα πρότζεκτ και μια συνάντηση που εκκρεμεί, αλλά η Ολλανδέζα έχει εμφανώς το μυαλό της αλλού και κάποια στιγμή αρχίζει περισσότερο να μονολογεί παρά να απευθύνεται στη μικρή, λέγοντας πάνω κάτω τα εξής:

«Ναι, πρέπει να δούμε αυτό το θέμα, κανονικά έπρεπε να κάνουμε το meeting χτες, αλλά χτες δεν ήταν καλή μέρα... Δηλαδή ήταν πολύ περίεργη μέρα, ξεκίνησε πολύ καλά και εξελίχθηκε περίεργα... Το πρωί μίλησα με μια φίλη μου· είχε μόλις γεννήσει ένα αγοράκι. Πάντα ήθελε ένα αγοράκι, το πρώτο της παιδί ήταν κοριτσάκι και τώρα χάρηκε πολύ και χάρηκα κι εγώ μαζί της. Αλλά δεν πρόλαβα να της μιλήσω γιατί εκείνη την ώρα ερχόντουσαν τα πεθερικά να τη δουν και της είπα ότι θα την ξαναπάρω αργότερα. Μετά πήρα τηλέφωνο τη μαμά μου, που είχαμε κανονίσει να πάμε να δούμε τη γιαγιά το απόγευμα, να της πω ότι επειδή ήθελα να πάω να δω τη φίλη μου που μόλις γέννησε, μήπως να αναβάλλουμε την επίσκεψη για σήμερα. Μου είπε να μην ανησυχώ, διότι η γιαγιά είχε μόλις πεθάνει, δε χρειαζόταν να την επισκεφτούμε πια.»

Είπα κάτι σαν «συλληπητήρια» αλλά δε με πρόσεξε· συνέχισε να μιλάει περίπου μονολογώντας.

«Η γιαγιά ήταν πολύ μεγάλη και άρρωστη χρόνια, δεν ήταν απρόσμενο ότι πέθανε. Αλλά είναι περίεργο, ένας άνθρωπος ήρθε κι ένας έφυγε και εγώ άκουσα και τα δύο πράγματα την ίδια στιγμή σχεδόν. Μετά έπρεπε να κάνουμε το meeting, κι η κόρη μου ήταν άρρωστη και γκρίνιαζε αλλά εγώ έπρεπε να έρθω εδώ, ο άντρας μου έλειπε, η αδελφή μου είναι στην Ιαπωνία, έπρεπε να πάω στη μαμά μου και να είμαι κοντά της, έπρεπε να πάρω το γιο μου από το σχολείο, έπρεπε να είμαι ήρεμη και χαρούμενη στα παιδιά, και καλή κόρη και καλή συνάδελφος και δεν ξέρω τι άλλο, κι εγώ το μόνο που ήθελα το πρωί ήταν να πάρω τηλέφωνο τη φίλη μου να της ευχηθώ για το μωρό της και να της πάω ένα δωράκι, αλλά δε γινότανε γιατί πρέπει να γίνεις χίλια κομμάτια και να είσαι αυτό κι εκείνο και παντού όλες τις ώρες κι όλες τις μέρες.»

Κοίταχτήκαμε με τη νεαρή Αργεντινή. Η Ολλανδέζα συνέχισε να λέει για την αρρώστια της γιαγιάς της και για τα χρόνια που πέρασε περιορισμένη ουσιαστικά σε ένα δωμάτιο, με επισκέψεις συγγενών που δεν πολυκαταλάβαινε στο τέλος ποιοί ήταν. Μιλούσε με ήρεμη, χαμηλή φωνή, χωρίς εντάσεις, σα να διηγιόταν μια ιστορία που αφορούσε κάτι μακρινό και να την έλεγε όχι σε εμένα ή στη μικρή αλλά σε κάποιο φανταστικό ακροατή που βρισκόταν πιο πέρα, πίσω από τον τοίχο της καντίνας. Σιγά σιγά όμως ξανάπαιρνε το χλωμό χρώμα της καθημερινότητάς της καθώς μιλούσε· κάποια στιγμή έκανε μια παύση και πήρε μια ανάσα κοιτάζοντας το πιάτο της. Ύστερα είπε:

«Ήθελα απλώς να πάω ένα δώρο στη φίλη μου που γέννησε.»

Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Μετά ξαναφόρεσε το καθημερινό σιδερωμένο χαμόγελο, γύρισε στη μικρή και της είπε να κανονίσουν το meeting για τη Δευτέρα το μεσημέρι. Η μικρή έγνεψε καταφατικά.

Ύστερα τελειώσαμε το φαγητό μας και σηκώθηκε να πάει ο καθένας στη δουλειά του.

18/11/11

Ημερίδα συστημάτων

Η Πίπη η φακιδομύτη ενώ ετοιμάζεται για μια ημερίδα Βιολογίας Συστημάτων (εικόνα από εδώ).

Αυτή την εποχή ξημερώνει αργά. Κανονικά βέβαια εγώ αρνούμαι να βγω από το κρεβάτι μου πριν βγει ο ήλιος από το δικό του, αλλά σήμερα ήταν μια πιο ειδική περίσταση διότι έπρεπε να βρίσκομαι σχετικά νωρίς σε μια ημερίδα με θέμα τη Βιολογία Συστημάτων. Όσοι δεν είστε ειδικοί στη Βιολογία Συστημάτων μην ανησυχείτε: δεν είναι πολύ διαφορετική από τη σκέτη Βιολογία, οπότε δεν έχετε να φοβάστε και πολλά πράγματα. Όσοι πάλι είστε ειδικοί, καλύτερα να ανησυχείτε: δεν είναι πολύ διαφορετική από τη σκέτη Βιολογία, οπότε ο κάθε πικραμένος θεωρεί ότι αυτοδικαίως μπορεί να θεωρηθεί ειδικός. Άρα έχετε το νου σας, τώρα μάλιστα που τα συστημικά είναι ακόμα πολύ της μοδός, και μπορεί να βρεθεί κανείς στην ίδια ημερίδα να ακούει από το μεταβολικό σύνδρομο και το διαβήτη τύπου 2 μέχρι τη διαχείριση των αποθεμάτων μπακαλιάρου στη Βαλτική. Ως ομοειδή θέματα, εννοείται.

Το Τμήμα μας οργανώνει κάθε χρόνο μια ημερίδα με κάποιο επιστημονικό θέμα, στην οποία συμμετέχουν τέσσερις προσκεκλημένοι ομιλητές από άλλους ερευνητικούς οργανισμούς αλλά και εκπρόσωποι των ερευνητικών ομάδων του ίδιου του Τμήματος που αναφέρονται στα αποτελέσματα της δουλειάς τους. Κατά κανόνα οι απέξω είναι σχετικοί με το αντικείμενο (αφού ως προς τη συνάφειά τους επιλέγονται) αλλά οι από μέσα έχουν ο καθένας το δικό του θεματάκι, το οποίο δεν ταιριάζει υποχρεωτικά με το γενικό. Πριτς... Δεδομένου ότι η ημερίδα είναι ένα είδος ερευνητικής πασαρέλας στην οποία ο καθένας αισθάνεται την υποχρέωση να κάνει το κομμάτι του, ορισμένοι καλοί άνθρωποι (δικοί μας) βγαίνουν και λένε τα δικά τους όποιο κι αν είναι το υποτιθέμενο θέμα μας. Βιολογία συστημάτων; Κι εμείς μέσα. Μεταγονιδιωματική; Εμείς πρώτοι. Εξελικτική επιστημολογία; Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω.

Όταν ζούσα στην Ελλάδα πίστευα ότι αυτές οι συμπεριφορές είναι ίδιον του ανάδελφου έθνους μας, αλλά τώρα που είδα και τους ξένοι από πιο κοντά αντιλαμβάνομαι ότι η ανάγκη για πασαρέλα υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα και διαπερνά τις επιστημονικές κουλτούρες και τους ευρύτερους πολιτισμούς. Το Τμήμα οργανώνει κάθε χρόνο την πασαρέλα (με την ευθύνη μιας ομάδας μεταπτυχιακών φοιτητών που κάνουν την οργανωτική επιτροπή) σε μια άιθουσα που βρίσκεται σε ένα διπλανό κτίριο, το οποίο έχει ένα τόσο απίστευτα δαιδαλώδες σύστημα διαδρόμων που χρειάζεσαι το μίτο της Αριάδνης για να βρεις πού να πας. Με τα πολλά βέβαια το βρήκα, ακολουθώντας ένα μπουλούκι εξίσου χαμένων επιστημόνων και φοιτητών, την ώρα που επιτέλους έβγαινε ο ήλιος να μας δει (αλλά δε μας είδε, λόγω της παχιάς ομίχλης που κάθεται αυτές τις μέρες πάνω στις Κάτω Χώρες).

Πάντως περί Βιολογίας Συστημάτων δεν έγινα και πολύ σοφότερος σήμερα, είναι η αλήθεια, παρότι μερικές ομιλίες ήταν σίγουρα ενδιαφέρουσες. Ωστόσο όσο περνούσε η μέρα το πράγμα βάραινε, και από κάποια στιγμή και μετά απεκδύθην τον επιστήμονα που κουβαλάω και άφησα τον εσωτερικό μου μπλόγκερ να κάνει κοινωνιολογικές παρατηρήσεις στα πέριξ, σημειώνοντάς τις με επιμέλεια (στα ελληνικά, μην καρφωθούμε κιόλας) στο τετραδιάκι μου. Αντιπαρήλθα το εντελώς ροζ μαλλί της δεύτερης ομιλήτριας και παρατήρησα με ενδιαφέρον τις τρεις Ινδονήσιες ή Μαλαισιανές ή κάτι τέτοιο φοιτήτριες με τις μαντήλες αριστερά μου, δίπλα στον καθηγητή της Βοτανικής που φορούσε ένα πουκάμισο ωσάν βοτανικό κήπο. Βέβαια ο καλός μου ο προφέσορ φοράει πάντα κάτι τέτοια χαρούμενα, δεν τον έχει δει κανείς ποτέ με μονόχρωμο ή έστω ριγέ, και κατά καιρούς μου δημιουργείται η απορία από πού ψωνίζει πουκάμισα. Άλλα έχουν λουλουδάκια (όπως το σημερινό), άλλα καρδούλες, άλλα λαχουράκια, μπορεί και καμμιά βουκαμβίλια ολότελα. Τον συμπαθώ όμως, διότι έχει μακρύ μαλλί με μπούκλες σαν το δικό μου, αν και ξανθό. Στην Πορτογαλία προσπαθούσαν να με πείσουν ότι μακριά μαλλιά έχουν μόνο οι χεβιμεταλλάδες κι αυτοί όχι μετά τα δεκάξι· ο λουλουδάτος προφέσορ είναι η ζωντανή απόδειξη για το αντίθετο.

Ωστόσο δεν είναι ο χειρότερα ντυμένος της παρέας, καθώς δεξιά μου έρχεται και κάθεται μια φραμπαλάτη προπτυχιακή φοιτήτρια που πρωτοσυνάντησα πρόσφατα, υπό λίγο δραματικές βέβαια συνθήκες. Ήρθε και με βρήκε ένα απόγευμα κατά τις εξίμιση σε κατάσταση σοκ: είχε κλειδωθεί μέσα στο κτίριο και δε μπορούσε να βγει. Για κάποιο περίεργο ολλανδικό λόγο, θεωρείται αυτονόητο ότι μετά τις έξι το απόγευμα δεν υπάρχει άνθρωπος στο κτίριο, οπότε η θυρωρός φεύγει και η πόρτα κλειδώνει. Οι εργαζόμενοι έχουμε κάποιες ηλεκτρονικές κάρτες που μπορούν να την ανοίξουν (κι αυτό μέχρι τις έντεκα το βράδι, όχι περισσότερο), οπότε η φουκαριάρα η κοπέλα έψαχνε να βρει άνθρωπο να της ανοίξει για να βγει. Για τον ίδιο περίεργο ολλανδικό λόγο, δεν υπήρχε κανείς διαθέσιμος, εκτός του ξεχασμένου Έλληνα (και δη Καριώτη, αλλά άντε να εξηγήσεις τι θα πει αυτό...) στον τρίτο όροφο, ο οποίος στις έξι η ώρα βλέπει ακόμα πολύ μέλλον στη μέρα του.

Η κοπέλα με αναγνωρίζει και μου ψευτοχαμογελάει. Έχει ένα από τα πιο επίπεδα και ανέκφραστα πρόσωπα που έχω δει σε γυναίκα, και μάλλον κάπως θα της το έχουν επισημάνει καθώς όλα τα άλλα απάνω της διεκδικούν την προσοχή. Φοράει ένα περίεργο πλεκτό με σχέδια που παραπέμπουν σε προκολομβιανό πολιτισμό ή σε τελετές μαύρης μαγείας. Έχει προσθέσει ίσαμε τρία κιλά εξτένσιον (σε μαλλί κεραμιδί χρώματος), ένα σκουλαρίκι στο φρύδι, και άφθονα χαϊμαλιά. Εστιάζω στο βιβλίο που βγάζει και αρχίζει να διαβάζει αδιαφορώντας ηχηρά για τις ομιλίες που εναλλάσσονται. Λέγεται "the vegan freak" και εξηγεί τα καλά του να μην τρως τίποτα ζωικό. Αναρωτιέμαι ποιο το νόημα της παρουσίας της (όλη την ώρα διαβάζει το βιβλίο) μέχρι που κάποιος από τους οργανωτές επισημαίνει ότι οι φοιτητές για να πάρουν τις μονάδες που χρειάζονται πρέπει να γράψουν περιλήψεις για έξι τουλάχιστον ομιλίες. Αυτό εξηγεί γιατί υπάρχει τόσο μαζική φοιτητική συμμετοχή, και εν μέρει ερμηνεύει και γιατί με τη συμπλήρωση των έξι πρώτων ομιλιών το κοινό αρχίζει και αραιώνει.

Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην έβδομη ομιλία που είναι αρκετά ενδιαφέρουσα όταν ακούω την Κινέζα από την από πίσω σειρά να λέει στα κινεζοαγγλικά «συγγνώμη, μήπως μπορείτε να βγάλετε το καπέλο γιατί δε βλέπουμε;» Γυρίζω δεξιά και βλέπω ότι η ανέκφραστη vegan έχει φορέσει κάτι σαν καπέλο (ή μάλλον πρόκειται για την κουκούλα του προκολομβιανού ενδύματος) που φέρνει σε ριγέ καπελάκι μάγισσας, ενώ διαβάζει εμβριθώς. Η εικόνα φαντάζομαι ότι θα είναι συγκλονιστικά για γέλια άμα τη δει κανείς άξαφνα, σα να προσγειώθηκε η Μάτζικα ντε Σπελ ανήμερα το Halloween σε επιστημονικό συνέδριο δυο θέσεις δίπλα σε φορητό βοτανικό κήπο, αλλά το γεγονός ότι βρίσκομαι εγώ ανάμεσά τους με προβληματίζει κάπως για το συνολικό ταμπλώ βιβάν και κρατιέμαι ψύχραιμος. Άλλωστε και οι υπόλοιποι είναι πολύ σοβαροί γύρω γύρω, Ινδονήσιες πιστές μουσουλμάνες και ελαφρώς αγανακτισμένες Κινέζες. Η vegan πάντως κατεβάζει το καπελάκι την ίδια στιγμή που η ομιλία τελειώνει και το κοινό ξεσπάει σε χειροκροτήματα. Για την ομιλία, εννοείται.

Ακολουθούν ερωτήσεις στην όντως ενδιαφέρουσα ομιλία. Ο ένας ρωτάει αυτό κι ο άλλος το άλλο, κι ένας μεσήλιξ κύριος, κάθιδρος και κατακόκκινος, κρατάει το χέρι σηκωμένο περιμένοντας για αρκετή ώρα να του δοθεί ο λόγος. Στο τέλος ο προεδρεύων, ένας Γερμανός υποψήφιος διδάκτωρ, του παραχωρεί το λόγο και ο κύριος αντί άλλης ερώτησης, λέει:

- Μήπως μπορείτε να ανοίξετε καμιά πόρτα να μπει λίγος αέρας; Έχουμε σκάσει εδώ.

Ο προεδρεύων διαβεβαιώνει ότι μπορούν να ανοίξουν όχι μόνο την κάτω πόρτα της αίθουσας, αλλά και την πάνω έξοδο κινδύνου ώστε να κάνει ρεύμα. Μια κοπέλα πάει να ανοίξει την έξοδο κινδύνου και αυτομάτως αρχίζει να χτυπάει ο συναγερμός, ένας διαπεραστικός άθλιος ήχος που τους στέλνει όλους έξω κακήν κακώς με τα χέρια στα αυτιά (πλην ενός γνωστού μπλόγκερ που επειδή είναι κουφός μονόπλευρα κρατάει το αριστερό αυτί μόνο και στο δεξί χέρι έχει τον καφέ του). Κάποιος γενναίος πάει μέχρι τη χάι-τεκ έξοδο κινδύνου και στουμπώνει ένα χαρτομάντηλο στο γλωσσίδι. Η χάι-τεκ πόρτα πείθεται ότι είναι κλειστή πλέον και ο συναγερμός το βουλώνει προσώρας, ενώ φρέσκια ομίχλη έρχεται απέξω να ανανεώσει τον αέρα. Αλλά στο μεταξύ οι μισοί φοιτητές και βάλε την κάνουν με ελαφριά πηδηματάκια (και η vegan με το μαγικό σκουφί μαζί) και μένουμε οι αυστηρά επιστήμονες να συνεχίσουμε την ημερίδα.

Συνεχίζω τις κοινωνιολογικές παρατηρήσεις κοιτάζοντας τις χαριτωμένες Ισπανίδες που παίζουν με τα μαλλιά τους, για την ακρίβεια η μία με τα μαλλιά της άλλης. Εκείνη τη στιγμή όμως ανεβαίνει στο βήμα η Πίπη η Φακιδομύτη αυτοπροσώπως. Βέβαια κανονικά δεν τη λένε ακριβώς έτσι, αλλά είναι προφανές ότι κάνει ό,τι μπορεί για να μοιάσει στην ηρωΐδα της Άσντριντ Λίντγκρεν. Τη βλέπω καιρό τώρα στο Πανεπιστήμιο και πάντα ήθελα να πάω να της μιλήσω, καθώς έχει την πιο απίστευτα συμπαθητική φατσούλα που έχω δει σε Ολλανδέζα όσο είμαι εδώ, με τεράστια βέβαια πυκνότητα φακίδων ανά τετραγωνικό εκατοστό, αλλά με γλυκύτατο χαμόγελο, έστω κι αν αποτελείται από πολύ αραιά δόντια.

Ο προεδρεύων (έτερος) την προλογίζει και η Πίπη αρχίζει να μιλάει μικροβιολογικά και να μεταφέρει ιόντα νατρίου και καλίου σε διαφορετικές πλευρές μιας κυτταρικής μεμβράνης, κι εγώ έχω μείνει να τη χαζεύω καθώς σήμερα είναι διαφορετική από τις άλλες μέρες. Φοράει μια σχετικά απλή μαύρη πουκαμίσα και ένα ασορτί παντελόνι, χωρίς τις παστελ κάλτσες και τα διαλυμένα τζην που κυκλοφορεί συνήθως. Μόνο τα (κάμπερ;) παπουτσάκια της έχουν κάτι από το κοριτσιστικοπαραμυθένιο της καθημερινότητάς της. Σήμερα επίσης έχει κάνει τα μαλλιά της πολλά μικρά κοτσιδάκια, χωρίς τα πληθωρικά εξτένσιον που είχε άλλοτε. Μιλάει με επιστημονική αυστηρότητα για τα ιόντα της, κι εγώ αναρωτιέμαι αν είναι πάνω από σαράντα κιλά - και πολλά λέω. Είμαι μεγάλος φαν της Πίπης, τόσο πολύ που αν και δε συγκρατώ τίποτα από την ομιλία της, δε χορταίνω να τη βλέπω καθώς απαντάει στις ερωτήσεις του κοινού, με τα κοτσιδάκια να τραμπαλίζονται γύρω από το πρόσωπό της. Χειροκροτάω ανυπόκριτα στο τέλος.

Τη βρίσκω στο διάλειμμα και της δίνω συγχαρητήρια· μου χαμογελάει καλωσυνάτα. Στο τέλος της ημερίδας ψάχνω να την ξαναπετύχω στη δεξίωση που ακολουθεί, αλλά είναι εξαφανισμένη. Κάθομαι με την Πορτογαλίδα και τις δύο Ισπανίδες που συζητάνε για κρασιά και άλλες αλκοόλες, και δράττομαι της ευκαιρίας να ρουφήξω δυο ποτηράκια επιτόπου, μασουλώντας και κάτι τυρομπουκίτσες με καρφωμένα ολλανδικά σημαιάκια. Τα κορίτσια αποφασίζουν να βγουν έξω για τσιγάρο, κι εγώ κουβεντιάζω λίγο με το Γερμανό προεδρεύοντα που είχε τη φαεινή ιδέα να ανοίξουμε την έξοδο κινδύνου, σχετικά με τους κινδύνους του επαγγέλματος του προεδρεύοντος. Ύστερα παίρνω τα υπάρχοντά μου και βγαίνω από το δαιδαλώδες κτίριο από την ακόμα ανοιχτή έξοδο κινδύνου, που βγάζει ακριβώς στη στάση του λεωφορείου. Είναι πια σκοτάδι έξω.

Αυτή την εποχή νυχτώνει νωρίς.


Σ.Σ. «Είναι όλα σχετικά, έτσι θα λες γιατί οι προσωπικές σχέσεις είναι λίγο παράξενο θέμα και δεν καταλήγεις ποτέ σε ηθικό δίδαγμα» μου έγραψε η Δ. όταν της είπα ότι γράφω μια ανάρτηση με την Πίπη τη φακιδομύτη αλλά χωρίς ηθικό δίδαγμα, και φυσικά η δήλωση αυτή δεν έχει καμμία σχέση με όλα τα παραπάνω, αλλά μου φάνηκε μεγαλοφυές για ηθικό δίδαγμα εν γένει και της υποσχέθηκα ότι θα κλείσω την ανάρτηση με αυτό. Αν κατάφερνα να το συνδυάσω και με Βιολογία Συστημάτων, θα είχα κλείσει ως μπλόγκερ, αλλά ευτυχώς έχουμε ακόμα λίγο μέλλον.

Την εικόνα ριγέ καπελάκιου μάγισσας τη βρήκα
εδώ.

12/11/11

Οι βαρετοί μπλόγκερ

Αυτός ο τύπος γραφικής παράστασης λέγεται Venn diagram (υποθέτω θα υπάρχει και στα ελληνικά κάποιος ανάλογος όρος, που ωστόσο μου διαφεύγει). Το ψάρεψα στο facebook της Ana, αλλά προέρχεται από την αναγραφόμενη ιστοθέση.

Τα social media δεν με ενθουσιάζουν και φοβερά ως ιδέα (ειδικά αν περνάς τη ζωή σου σε αυτά αντί να τη ζεις), ωστόσο έχουν τόση απήχηση που καθίστανται προνομιακός, αν όχι ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας με διάφορους συμπαθείς κατά τα λοιπά ανθρώπους, ειδικά νεώτερους από τη γενιά μου. Από την άλλη βέβαια, όταν η ζωή σου λαμβάνει χώρα σε διαφορετικό μέρος από εκεί που ενδεχομένως θα ήθελες, τα τουΐτς και τα στάτους απντέιτς μια χαρά είναι, ως υποκατάστατο μιας κουβεντούλας που θα ήθελες να κάνεις (αλλά δε μπορείς λόγω απόστασης) με τους φίλους σου και τους ανθρώπους που σε ενδιαφέρουν. Εννοείται ότι δεν εντάσσω τα ιστολόγια σε αυτήν την κατηγορία, διότι καθώς δεν έχουν τον περιορισμό της συντομίας του μηνύματος (έχουν βέβαια άλλους περιορισμούς...), σου επιτρέπουν να πειραματιστείς με λιγότερο τυποποιημένες ή κωδικές μορφές λόγου.

Αυτό βέβαια προϋποθέτει και ένα δυνητικό αναγνωστικό κοινό έτοιμο να αλληλεπιδράσει μαζί σου, κάπως διαφορετικό ίσως από τους φίλους και «φίλους» του facebook και του Myspace, και τους «ακόλουθους» του tweeter (τo Google+ είναι ακόμα καινούργιο και δεν έχω αποκρυσταλλωμένη άποψη, αλλά κάπως σε facebook πρέπει να φέρνει). Σε σχέση με την επέλαση των social media, τα ιστολόγια πριν κλείσουν δεκαετία στην πιάτσα έχουν αρχίσει να μοιάζουν κάπως παλιομοδίτικα και ξεπερασμένα. Αυτό βέβαια εμένα ως παλιομοδίτη και ξεπερασμένο με ευχαριστεί ιδιαίτερα, διότι αισθάνομαι μια οικειότητα με το μέσο που γερνάει μαζί μου. Από την άλλη, υποψιάζομαι ότι και το κοινό των ιστολογίων θα έχει αρχίσει εν πολλοίς να αλλάζει, κάτι που υποχωρεί η μόδα τους, κάτι που έχουν ειπωθεί και ξαναειπωθεί διάφορα, κάτι που η υποτιθέμενη «μπλογκόσφαιρα» έχει πάρει ένα πολύ ακανόνιστο σχήμα, με μερικές φίρμες, λίγους επίμονους κηπουρούς και πολλούς που πέρασαν και δεν έκατσαν.

Γενικά πάντως έχω την αίσθηση ότι έχουμε αρχίσει και αραιώνουμε. Από τους γνωστούς και φίλους ιστολογούντες αρκετοί φαίνεται να το έχουν κλείσει το μαγαζί, κάποιοι μάλιστα έχουν δηλώσει και το σκεπτικό τους. Άλλοι αποφεύγουν τις δηλώσεις, αποφεύγουν όμως και τα ποστ, και τα ιστολόγια κρέμονται στο διαδικτυακό κενό όπως ήταν το 2010 ή παλιότερα. Η αλήθεια είναι ότι για μερικούς στεναχωρήθηκα γιατί θα μου λείψει ο ήχος της φωνής τους (τα κείμενα «ακούγονται» εσωτερικά, ξέρετε), και χαίρομαι όταν καμμιά φορά ανταμοίβουν τους υπομονετικούς με κάνα ξαφνικό κειμενάκι (ε, Γωγούλα;). Μερικοί άλλοι είχαν εμφανώς εξαντλήσει τα αποθέματά τους, είπαν αυτό που είχαν να πουν και ησύχως απήλθαν· ουδείς ψόγος. Προχτές καθάρισα λίγο από το ιστολόγιο τους συνδέσμους (Σ.Σ. λινκς...) που είχα πρωτοβάλει το 2008: χρειάστηκε να σβήσω κάμποσους που δεν οδηγούσαν πουθενά πια.

Ο κόσμος αλλάζει, και ο κόσμος του διαδικτύου ομοίως. Αναρωτιέμαι καμιά φορά ποιος χρειάζεται όλη αυτή τη συσσώρευση κειμένων, ειδικά επικαιρικών κειμένων ή αναφορές πεπραγμένων και περιαυτολογίες. Όλοι βέβαια θέλουμε να πούμε τις ιστορίες μας, αλλά δεν είναι όλες οι ιστορίες για να μείνουν στην ιστορία, πολλές είναι κοινότοπες ή απίστευτα βαρετές. Δεν είμαι αθώος του αίματος φυσικά· αλίμονο. Έχω γράψει (και μένουν αναρτημένα) κείμενα που με χαρά θα πετσόκοβα ή και θα καταργούσα ολοσχερώς εκ των υστέρων. Αλλά δεν έχω και ιδιαίτερες ενοχές οπότε δε με πειράζει να μένουν αναρτημένα· καθένα σε συνδυασμό με την ημερομηνία του δίνει και μια αναφορά της κατάστασης ή της πνευματικής διαδρομής μου, ως προς την εποχή που γράφτηκε. Αν μου επιτρέπουν οι ιστιοπλόοι φίλοι μου την παρομοίωση (στους καιρούς του GPS), είναι σαν τα σημάδια που κάνεις στο χάρτη καθώς παίρνεις στίγμα σε διαφορετικά σημεία του ταξιδιού. Από μόνα τους, είναι απλές κουκίδες, αλλά όλα μαζί ορίζουν μια πορεία. Όχι κατ' ανάγκη ευθύγραμμη· πότε πας με τον καιρό, πότε κόντρα, με διαρκή τακ (για τους μη ιστιοπλόους: με ζιγκ-ζαγκ) μέχρι να φτάσεις εκεί που θες, αν θες κάπου συγκεκριμένα.

Δεν κρύβω πάντως ότι πολύ χαίρομαι να κοιτάω γύρω και να βλέπω όχι μόνο όσους έχουν απομείνει από τον αρχικό στόλο των συνταξιδιωτών αλλά και μερικές νέες προσθήκες εραστών του ιστολογείν καθ' οδόν (καλώς το Δεσποινάκι) ώστε να φτιάχνουμε κάνα καρεδάκι για διαδικτυακή πρέφα κι ας κάνουν μερικοί τους τεμπέληδες. Κουβέντα στην κουβέντα βέβαια, καλό είναι να θυμόμαστε ότι υπάρχει ζωή έξω από το καρέ, όπως μου θύμισε αποτόμως και βιαίως (μέσω social media, εννοείται) μια Πορτογαλίς φίλη που ανέβασε στο προφίλ της την εικόνα με το διάγραμμα φιλίας-έρωτα-σεξ που εμφανίζεται στην κορυφή της ανάρτησης. Εξαιρώντας ιδανικές και κάπως ανύπαρκτες καταστάσεις, το διάγραμμα παρέχει κάποιες βιώσιμες επιλογές, το ενδιαφέρον του όμως έγκειται στο κόκκινο κυκλάκι κάτω δεξιά: έξω από φιλίες, έρωτες και σεξ, κάπως σαν ατελές υποκατάστατο, κάποιος λέει «γεια, έχω ένα μπλογκ». Άουτς... αυτό πόνεσε.

Έσπευσα να δηλώσω στα σχόλια της φίλης μου ότι έχω κι εγώ ένα μπλογκ· προς μεγάλη μου χαρά μου απάντησε εντός δευτερολέπτων «ναι, κι εγώ». Τα επόμενα λεπτά και ώρες το ποστ γέμισε (χιουμοριστικά) σχόλια από διάφορους ανθρώπους σε διάφορες γλώσσες, ορισμένοι εκ των οποίων ανέφεραν ότι αν και μπλόγκερ, και φίλους έχουν, και έρωτες, ακόμα ακόμα και σεξ ενίοτε, συχνά παραπάνω από ένα μαζί. Το πράγμα ήταν αρκούντως παρήγορο ώστε να μη με πιάσει κανένας πανικός (είμαι και σε κρίσιμη ηλικία για έμφραγμα πλέον και πρέπει να έχω το νου μου), οπότε συνέχισα τις βόλτες στα social media σχολιάζοντας τη νέα κυβέρνηση που μας επεφύλαξε τον πρώτο υπουργό επί της ναυτιλίας με εξειδίκευση στις τριήρεις, μέχρι που ξετρύπωσα μια αισιόδοξη νότα σε έναν τοίχο (του Ηρακλείου, νομίζω), κι έσπευσα να τη μοιραστώ πρώτα με τη Γωγώ που έχει το copyright άλλωστε, κι έπειτα με το πολυπληθές κοινό της Ροβυθέ.

Άντε, καλό Σαββατοκύριακο.


Όχι, δεν έχει να κάνει με τη νέα μεταβατική κυβέρνηση, δεν περιμένω κάτι από κει. Τη φωτο υπεξαίρεσα από μια σελίδα στο facebook με τίτλο «Ανεξερεύνητες γωνιές στο Δήμο Ηρακλείου Κρήτης».

6/11/11

Κορμός μωβ οξιάς

Φθινοπωρινές εικόνες την ώρα που δύει ο ήλιος, έξω από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λέιντεν.

Ξύπνησα πάλι με το κεφάλι καζάνι, αλλά τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν έφταιγε κανένα αλκοολικό παρασκεύασμα αλλά αυτή η ίωση που εξελίσσεται. Από την Παρασκευή είχα μια περίεργη διάθεση, μια ελαφριά ζάλη, που δε μου την προκαλούαν μόνο οι ντρίμπλες και οι κωλοτούμπες της ελληνικής πολιτικής τάξης (χρησιμοποιώ τον όρο τάξη κάπως καταχρηστικά, εννοείται) αλλά φαινόταν να έρχεται κάπου από μέσα. Σάββατο πρωί ξύπνησα με πρησμένο λαιμό και περίλυπος: έχω κόψει την τηλεόραση εδώ και καμμιά δεκαετία και λείπω από την Ελλάδα ήδη ενάμιση χρόνο, οπότε το ότι ξενύχτησα βλέποντας Βουλή (και καπάκι τα πολιτικά σχόλια διαφόρων πεφωτισμένων-μη-χέσω καλεσμένων μιας πλατινέ ξανθιάς κυρίας) στην ιντερνετική μετάδοση ενός ελληνικού τηλεοπτικού σταθμού ήταν πιο ισχυρό σοκ από όσο μπορούσα να αντέξω. Σήμερα μία από τα ίδια, μόνο που ο λαιμός έχει υποχωρήσει κάπως και αντ' αυτού έχει μπουκώσει η μύτη μου.

Εξοπλίζομαι με παστίλιες, τσάι με μέλι, βιταμίνες (δεν κάνουν τίποτε, αλλά λίγο placebo δε βλάφτει) και χαρτομάντηλα για το κρύωμα, εξοπλίζομαι και με υπομονή για τον ορυμαγδό της βλακείας, και περιέρχομαι πάλι τις ιστοσελίδες και τα μπλογκ. Σκέφτομαι μερικούς ως φιγούρες του θεάτρου σκιών, που περιφέρονται σε μια φωτεινή οθόνη αλλά κινούνται ως νευρόσπαστα από κάποιον αθέατο καραγκιοζοπαίχτη. Δεν υποννοώ καμμία θεωρία συνομωσίας κατ' ανάγκην (δεν τις επικαλούμαι πριν μου τελειώσουν οι άλλες ερμηνείες), αλλά μένω κατάπληκτος από τις θεαματικότατες κωλοτούμπες και τη μνήμη του χρυσόψαρου: καλά, αυτός που μας τα λέει τώρα άσπρα, προχτές δε μας τα έλεγε μαύρα; Καταπίνω γουλίτσες ζεστό τσάι και στοιβάζω μεταχειρισμένα χαρτομάντηλα διαβάζοντας δηλώσεις και αναλύσεις εκπληκτικής ρηχότητας, φτηνιάρικη δήθεν επιχειρηματολογία και αφόρητα κλισέ.

Σκέφτομαι να πάρω προληπτικά καμμιά ασπιρίνη, όχι για τον πυρετό που δεν έχω, αλλά για τον πονοκέφαλο που εικάζω ότι θα μου προκαλέσει ο στόμφος, η αμετροέπεια και το θράσος ορισμένων. Βέβαια φταίω κι εγώ, που αν και ποτέ δεν ήμουν φίλα προσκείμενος στην παρούσα πολιτική τάξη (ρέπω κατά τι προς την αταξία, μάλλον) έχω την απαίτηση τα μέλη της να συγκροτούν επιχειρήματα με κάποια εσωτερική συνοχή. Δεν εννοώ να συμφωνούν με τις απόψεις μου (άλλωστε ώρες ώρες ούτε εγώ ο ίδιος δε συμφωνώ με τις κατά συνθήκη απόψεις μου), αλλά να λένε κάτι που να έχει μια (δική τους, έστω) δομημένη λογική. Αντ' αυτού εκσφενδονίζονται κάτι κοτρώνες (και μάλιστα από θεωροούμενους σοβαρούς) και σα να μην έφτανε αυτό έχω και μερικούς κατά τεκμήριο ευφυείς φίλους που ψελλίζουν κάτι σαν «ε, τι να κάνουμε τώρα...». Να βάλουμε τις φωνές ρε παλληκάρια αν μη τι άλλο, τουλάχιστον να καταστεί σαφές ότι δεν είμαστε ντιπ ηλίθιοι.

Φτιάχνω βουναλάκια από χαρτομάντηλα και παρατάω προσώρας το διαδίκτυο. Έξω το φθινόπωρο προχωράει· τα δέντρα ρίχνουν τα φύλλα τους που κάνουν ένα παχουλό χαλί στα τουβλο-πλακάκια των πεζοδρομίων. Την περασμένη βδομάδα βγήκα για ένα μικρό φωτογραφικό σαφάρι στη γειτονιά, φωτογραφίζοντας διάφορα σημεία που περνάω καθημερινά, ώστε να τα έχω αποτυπωμένα τώρα που ετοιμάζομαι να τα μαζέψω από την πόλη. Πήγα για πρώτη φορά μέχρι το Burcht απέναντι, ένα τοπικό αξιοθέατο που δεν είχα καταδεχτεί ποτέ ως τώρα να επισκεφτώ ακριβώς επειδή το βλέπω όλη μέρα από το παράθυρό μου. Αυτή τη φορά φωτογράφισα το σπίτι από τις πολεμίστρες και το παρκάκι που αποτελούν την καθημερινή μου θέα, σημαδεύοντας ακριβώς το παράθυρο με τα μισοκατεβασμένα στόρια κάτω από τη σκεπή από όπου γράφω. Αναρωτήθηκα αν θα βρεθώ ποτέ ξανά σε αυτή τη θέση, να δείχνω σε κάποιον μελλοντικό συνομιλητή ότι «να, εκεί ζούσα». Στα προηγούμενα σπίτια που έζησα δεν ξαναπήγα ως τώρα, πάντως.

Από το παρκάκι μπροστά στο Burcht κοιτάζοντας μέσα από τα φυλλώματα ένα από τα παράθυρα που βρίσκονται στη σκεπή· το δικό μου.

Ξαναπερνάω μια βόλτα από τις ιστοσελίδες, προσπερνώντας βιαστικά στιγμές αγωνίας, ραγδαίες εξελίξεις, καταιγιστικές ανατροπές και άλλα ηχηρά παρόμοια. Κυριακή, κοντή γιορτή, σκέφτομαι, και ρουφάω τις τελευταίες γουλιές από το τσάι που έχει πια κρυώσει. Δεν αντέχω να ξανανοίξω ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι, φοβούμενος το βουνό της κοινοτοπίας που θα πέσει να με πλακώσει. Αντ' αυτού επιστρέφω στις φθινοπωρινές φωτογραφίες του Λέιντεν και των περιχώρων, και σταματάω σε ένα «γλυπτό» που έχω τραβήξει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές από διαφορετικές γωνίες. Με την πρώτη ματιά δε μοιάζει καλλιτέχνημα, μοιάζει με περίεργα κομμένος κορμός ενός γέρικου δέντρου: από μέσα έχει πλαναριστεί και είναι εντελώς λείο και κυλινδρικό, και απέξω έχει μείνει φυσικό, ροζιασμένο, με λειχήνες και αρχές αποσύνθεσης.

Κορμός μωβ οξιάς κατεργασμένος από τον Frans de Wit και εκτεθειμένος στο χρόνο και τη φθορά έξω από την είσοδο του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας.

Περνούσα για πολύ καιρό από κει, μέχρι να προσέξω την ταμπέλα που εξηγούσε την ιστορία. Σύμφωνα με αυτήν, το δέντρο είναι μωβ οξιά (Fagus sylvatica, ποικιλία 'atropunicea'), που ξεριζώθηκε σε ηλικία 180 ετών. Μέχρι το 1987 κοσμούσε την είσοδο του Βοτανικού Κήπου του Λέιντεν, αλλά η καταστροφή των ριζών του από ένα μύκητα το κατέστησε ασταθές και επικίνδυνο για τον κόσμο που περνούσε από εκεί. Ο γλύπτης Frans de Wit (1942-2004), κάτοικος Λέιντεν, κατασκεύασε από τον κορμό τα δύο γλυπτά με το λείο κυλινδρικό εσωτερικό, θέλοντας ακριβώς να αναδείξει την αντίθεση ανάμεσα στη φυσική και την τεχνητή επιφάνεια. Ο κορμός κατατρώγεται σιγά σιγά από μύκητες του ξύλου· στο τέλος, δεν πρόκειται να απομείνει τίποτα απ' αυτόν.

Σκέφτομαι ότι το δέντρο φύτρωσε το 1807· λίγα χρόνια νωρίτερα από τότε που φύτρωσε η (νεο)ελληνική ανεξαρτησία. Ελπίζω πάντως αυτή η τελευταία να διαρκέσει κάπως παραπάνω, αν και είμαι βέβαιος ότι διάφοροι μύκητες την κατατρώγουν, προσποιούμενοι ενίοτε τους ηγέτες, τους σωτήρες ή και τον απλό κόσμο που κοιτάει απλώς τη δουλίτσα του. Ύστερα κάνω άλλη μια βόλτα στα μπλογκ, προσπερνώντας τα σχόλια για προδότες (τίνος;) και κρεμάλες, τις ευκολίες διαφόρων ξεκούραστων ερμηνειών της κακοδαιμονίας μας δεξιά κι αριστερά, τη χτεσινή νίκη του Θρύλου και το αναμενόμενο βραδινό ντέρμπι στο ΟΑΚΑ ή ίσως στο προεδρικό μέγαρο. Στην υγρασία της ολλανδικής πεδιάδας και στην αθηναϊκή ξηρασία, οι μύκητες συνεχίζουν αργά-αργά το έργο τους.

Καραμελίτσα για το λαιμό, φύσηγμα μύτης και υπομονή, θα περάσει. Έτσι κι αλλιώς στο τέλος δεν πρόκειται να απομείνει τίποτα. Άντε κανένα έργο τέχνης για λίγο καιρό· ύστερα θα ξεχαστούν όλα.

2/11/11

Ἡ ἀπόφαση (Μανόλης Αναγνωστάκης)

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.


Μανόλης Αναγνωστάκης
Η Συνέχεια 3 (1962)



Σ.Σ. Το έχω ξαναβάλει στο πλαϊνό κολωνάκι, και τώρα το θυμήθηκα πάλι, παραδόξως όχι με αφορμή κανένα δημοψήφισμα οποιουδήποτε είδους.