ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/10/11

Περί αποτελεσματικότητας

Ένα μοντέρνο helpdesk από εδώ. Το δικό μας είναι βέβαια μεταμοντέρνο...

Η νεαρή Πορτογαλίδα κάνει κάποιο μεταπτυχιακό και έχει έρθει ως επισκέπτρια για ένα εκπαιδευτικό τρίμηνο στο εργαστήριο του Λέιντεν, υπό την υψηλή (άνω του 1,90) εποπτεία ενός Ολλανδού ερευνητή και την καθημερινή επίβλεψη του επίσης Ολλανδού υποψηφίου διδάκτορα που συνεργάζεται με τον ερευνητή. Εκείνη πρέπει να είναι γύρω στα 23, ο άλλος 25. Είναι και οι δύο καπνιστές, οπότε η συνήθεια του ενός δεν ενοχλεί τον άλλο και βγαίνουν ταυτόχρονα από το κτίριο για τσιγάρο χωρίς να παρεμποδίζεται η πορεία της εργασίας τους και χωρίς να καταπιέζεται κανείς ιδιαίτερα. Σε αρμονία με τα ολλανδικά εργασιακά ήθη, όταν είναι στο γραφείο συζητάνε κυρίως για τα της δουλειάς, στα διαλείμματα όμως η κουβέντα είναι για άσχετα πράγματα.

Αναπόφευκτα, σε κάποιο διάλειμμα η κουβέντα έρχεται ακριβώς στα εν λόγω εργασιακά ήθη, καθώς η νεαρά παρατηρεί ότι σε αντίθεση με τους σκληρά εργαζόμενους Πορτογάλους, οι Ολλανδοί δουλεύουν λίγες ώρες και κάνουν τεράστιες διακοπές (παρά το κλισέ που αναπαράγουν σε δηλώσεις τους κάτι Μέρκελ κλπ. για τους νότιους τεμπέληδες), όπως άλλωστε έχει επισημανθεί από συγκριτικές μελέτες. Ο Ολλανδός απαντά με σχετική άνεση ότι αυτό δεν είναι παράδοξο, δεδομένου ότι η αποτελεσματικότητα της δουλειάς στην Ολλανδία είναι προφανώς μεγαλύτερη από ό,τι στην Πορτογαλία. Σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να μην έχει άδικο εν γένει, αλλά κάτι με ενοχλεί στο ύφος με το οποίο κάνει τη σχετική δήλωση, καθώς προσθέτει στο τέλος και ένα «φυσικά» που δεν μου κολλάει και πολύ καλά.

Έχω εμμέσως αναφερθεί ξανά (εδώ κι εδώ) σε εκφάνσεις της ολλανδικής «αποτελεσματικότητας» που αν ελάμβαναν χώρα στην Ελλάδα θα λέγαμε κι εγώ δεν ξέρω τι, οπότε γαργαλιέμαι να παρέμβω στην κουβέντα μεταφέροντας ένα μέρος της εμπειρίας μου, τώρα που έχοντας ζήσει κάποιο καιρό έξω είμαι κάπως σε θέση να συγκρίνω. Αλλά αντί να κάθομαι όξω στο ψιλόβροχο (άσε που δεν καπνίζω κιόλας) ώστε να μεταφέρω τα φώτα μου στη νεολαία, λέω να τους αφήσω ήσυχους να διαχειριστούν τις αντιθέσεις τους κατά το δοκούν, και επιστρέφω στο γραφείο προσπαθώντας για πολλοστή φορά να βγάλω άκρη με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Το Πανεπιστήμιο έχει ένα πολυπληθές τμήμα τεχνικής βοήθειας για ζητήματα υπολογιστών, πρόσφατα μάλιστα στα πλαίσια μέτρων ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας (ή κατ' άλλους περιορισμού του κόστους) κατήργησε όλες τις αποκεντρωμένες υπηρεσίες και ενοποίησε τους πάντες σε μια κεντρική υπερ-υπηρεσία που κάνει τα πάντα, από λογαρισμούς email μέχρι επισκευές συσκευών. Είχα την αμφίβολη τιμή να αλληλογραφήσω μαζί τους προ πολλών μηνών για κάποιο ζήτημα (ποιος υπολογιστής μπαίνει σε ποια πρίζα δικτύου, διότι από κάποιο λάθος υποτίθεται θα μου έκοβαν την πρόσβαση στο διαδίκτυο) και μετά από κάνα δίμηνο οχλήσεων μου ήρθε ένα mail ότι δεν είμαι εξουσιοδοτημένος να κουβεντιάζω απευθείας με αυτούς για ζητήματα δικτύου, και πρέπει να επικοινωνήσω πρώτα με τον υπεύθυνο καθηγητή του Τομέα.

Βέβαια ο εν λόγω έχει παραιτηθεί από πέρσι (όπως και όλοι οι καθηγητές του Τομέα άλλωστε) και τώρα παρεπιδημεί σε άλλο Ίδρυμα, αλλά αυτό ουδόλως τους πτόησε. Απευθύνθηκα στον Πρόεδρο του Τμήματος μήπως περνούσε ο λόγος του λίγο παραπάνω, αλλά κι αυτός κούνησε το κεφάλι με κατανόηση και με παρέπεμψε στην κυρία institute manager (έχουμε και τέτοια) ώστε να στείλει εκείνη ένα mail που να εξηγεί την κατάσταση και να αναζητεί κάποιο τρόπο να διαχειριστούμε το ζήτημα μέχρι να γίνουν νέες προσλήψεις (του χρόνου ίσως). Διέγνωσα ότι δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθώ περαιτέρω, καθώς θεώρησα ότι πρώτα θα τα μαζέψω να φύγω και μετά η γραφειοκρατία τους θα θυμηθεί να διακόψει το οτιδήποτε (και ως αυτή τη στιγμή έχω πέσει μέσα, εννοείται).

Ωστόσο, εδώ και κάμποσες μέρες εμφανίστηκε ένα άσχετο πρόβλημα με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, καθώς μπορούσα να στείλω μηνύματα παντού και να δεχτώ μηνύματα μέσα από το Τμήμα, αλλά αδυνατούσα να λάβω οτιδήποτε από τον έξω κόσμο. Το τελευταίο ήρθε πριν δυό Παρασκευές· την Κυριακή ένας φίλος μου είπε ότι μου είχε στείλει κάποια mail που είχαν γυρίσει πίσω με ένα error message που έλεγε ότι ο χρήστης τάδε (εγώ) δεν υπάρχει. Το ίδιο μου είπαν κι άλλοι, μέχρι που αναγκάστηκα να καταφύγω πάλι στις υπηρεσίες του helpdesk, αν και το είχα δει το έργο προκαταβολικά. Έστειλα τέσσερα ή πέντε διαδοχικά mail, μίλησα τέσσερις ή πέντε φορές στο τηλέφωνο, με διαφορετικούς υπαλλήλους. Συνέβη φυσικά το αναμενόμενο...

Όλοι μιλούσαν αγγλικά, και όλοι ήταν ευγενέστατοι. Όλοι κατέγραφαν ευσυνείδητα τις παρατηρήσεις μου, καταχωρούσαν την επικοινωνία μας υπό τον αντίστοιχο κωδικό (στον οποίο έπρεπε να αναφέρομαι κάθε φορά που μιλούσα με κάποιον), έκαναν μια ανασκόπηση του τι έχει γίνει κάθε φορά (α, μας πήρατε και χτες τηλέφωνο... α, και προχτές... α, μας έχετε στείλει και ένα mail... α, ναι, κι άλλο mail...). Έφαγα γύρω στις διόμιση με τρεις ώρες επικοινωνίας, σε ένα διάστημα δεκατριών ημερών από τη μέρα που επισημάνθηκε το πρόβλημα, και είμαι βέβαιος ότι οι υπάλληλοι εργάστηκαν ευσυνείδητα, ειδικά εκείνος που μου είπε ότι με βάση τα δεδομένα, το σύστημα έχει δίκιο και αυτός ο χρήστης (εγώ δηλαδή) όχι απλώς δεν υπάρχει, αλλά προφανώς δεν υπήρξε ποτέ. Του επεσήμανα ότι χρησιμοποιώ το συγκεκριμένο email ενάμιση χρόνο, αλλά με διαβεβαίωσε (πολύ ευγενικά πάντα) ότι με βάση το σύστημα κάνω κάποιο λάθος. Του έστειλα επιτόπου ένα email ενώ μιλούσαμε στο τηλέφωνο, οπότε αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ο χρήστης είναι υπαρκτός και η ηλεκτρονική διεύθυνση επίσης. Φαντάζομαι τον οδήγησα σε τεράστια υπαρξιακή κρίση.

Αυτή τη φορά όμως, τη δέκατη τρίτη μέρα, με παρέπεμψαν σε κάποιον άλλο κύριο, ο οποίος αφού με άκουσε είπε κάτι σαν «ννναι» και μετά συμπλήρωσε κάτι σαν «μισό λεπτό» και μετά από μισό λεπτό είπε «α, εντάξει, το έφτιαξα». Και όταν τον ρώτησα τι έφταιξε μου είπε «ναι, δικό μας λάθος, αλλά το έφτιαξα σε μισό λεπτό». Κι όταν του επεσήμανα ότι δεν πήρε ακριβώς μισό λεπτό αλλά δεκατρείς μέρες συν μισό λεπτό απάντησε (πολύ ευγενικά πάντα, είπαμε) «μα ξέρετε, έχουμε πάρα πολύ δουλειά». Τον ευχαρίστησα και έκλεισα το τηλέφωνο, σκεπτόμενος ότι όντως έχουν πολύ δουλειά να καταγράφουν τα παράπονα, να τους δίνουν κωδικούς, να καταγράφουν τα τηλεφωνήματα και τα mail και να τα καταχωρούν στους αντίστοιχους κωδικούς κλπ. Δυστυχώς λόγω της τόσης δουλειάς δεν μπορούν ταυτόχρονα και να λύνουν προβλήματα, αλλά δεν πρέπει να είμαστε και πολύ απαιτητικοί με τους ανθρώπους.

Διηγούμαι την ιστορία (με ελαφρώς σκωπτικό ύφος ως προς την ολλανδική αποτελεσματικότητα) κατά τη διάρκεια ενός ας πούμε «δείπνου εργασίας» στην Πατρίτσια, την εργοδότι μου που έχει μονίμως πλέον μεταναστεύσει στην Πορτογαλία και ήρθε για τρεις μέρες να κανονίσει κάτι διατυπώσεις. Δεν παραλείπω τη συζήτηση μεταξύ των δύο νεαρών εκπαιδευομένων. Η Πατρίτσια κουνάει το κεφάλι με τυπικά Πορτογαλική θλίψη. «Ευτυχώς που δεν ξέρεις ολλανδικά» μου λέει κάποια στιγμή, και συμπληρώνει ότι το μεσημέρι σηκώθηκε κι έφυγε αγανακτισμένη από το τραπέζι του μεσημεριανού γεύματος διότι στο πίσω τραπέζι κάποιος έλεγε αρκετά δυνατά και μάλλον σκόπιμα ότι όλοι αυτοί οι τεμπέληδες του νότου πρέπει να μάθουν να δουλεύουνε επιτέλους και αρκετά τους ταΐζουμε (οι Ολλανδοί) και τους δίνουμε τζάμπα λεφτά.

Θυμήθηκα σε ποιον αναφερόταν· έναν από τους φύλακες, νομίζω, του κτιρίου που κάνει ενίοτε και κάτι χαμαλοδουλειές, αν και συνήθως κάθεται στο θυρωρείο και καπνίζει παρέα με τη θυρωρό για ώρες. Σκέφτηκα ότι την επόμενη μέρα θα μπορούσα να του διηγηθώ ιστορίες ολλανδικής αποτελεσματικότητας εκ του αποθέματος, αλλά μετά μου έφυγε γρήγορα η σκέψη. Άλλωστε το να αντιλαμβάνεσαι, να κατανοείς, απαιτεί κι αυτό μια εκπαίδευση. «Ήθελα να τον βρίσω, καταλαβαίνεις;» μου εξηγεί η Πατρίτσια, «αλλά δεν μου έφταιγαν σε τίποτα οι άλλοι γύρω-γύρω κι απλώς σηκώθηκα κι έφυγα».

Προφανώς καταλαβαίνω, καλή μου, αλλά δε θα φάμε τα όσα νιάτα μας απέμειναν να τρωγώμαστε με τους ηλίθιους - πάμε παρακάτω. Τρώμε το υπόλοιπο pannenkoeken κουβεντιάζοντας για το επιστημονικό μέλλον μας, κάπου στο νότο.

- Μέχρι να έρθεις στη Λισσαβώνα θα είμαστε σε επαφή, ηλεκτρονικά, μου λέει φεύγοντας.
- Αρκεί να δουλεύουν τα email, της απαντάω αθώα την ώρα που καβαλάει το ποδήλατο.

Δεν ξέρεις ποτέ μ' αυτούς τους αποτελεσματικούς τύπους.

26/10/11

Σκάντζα ντάμα

Φωτογραφία αλιευμένη στο διαδίκτυο από το πανηγύρι του Χριστού Ραχών, ίσως το 2004, τραβηγμένη πιθανώς από χρήστη με το ψευδώνυμο William Tell.

(από μνήμης συρραφή μιας διήγησης της θείας Ιωάννας)

«Εμείς ευρωπαϊκά χορεύαμε. Οι παλιοί χορεύανε καριώτικο, άντε και κάνα καλαματιανό όσοι ξέρανε. Μετά μάθαμε βαλς, ταγκό, φοξ αγγλέ... Θυμάμαι τη μάνα μου, πριν τον πόλεμο είχανε έρθει κάτι ξαδέλφες της, Αιγυπτιώτισσες, και της δείχνανε τα βήματα. Έτσι μάθαμε κι εμείς.

Άμα πήγαιναν οι κοπέλες σε καμιά βεγγέρα, σε κανένα σουαρέ, και τις ζητούσε κάποιος καβαλιέρος για χορό, τις ρωτούσε πρώτα
«Είσαι για κόσμο;» Αν είσαι διαθέσιμη, σα να λέμε, αν έψαχνες να παντρευτείς. Άμα ήσουνα μικρή ακόμα, ή λογοδοσμένη κρυφά, ή δεν ήθελες, τότε δεν ήσουνα για κόσμο. Αλλά άμα ήσουνα για κόσμο, μπορούσε, σα να λέμε, να σε κορτάρει. Οπότε σου έλεγε να χορέψετε.

Σε χόρευε, λοιπόν, κι έπρεπε να σε προσέχει να ταιριάζουν τα βήματα. Άλλοι χορεύανε καλά, άλλοι όχι και τόσο, άλλά έπρεπε να χορέψουν όλοι και κάνανε σκάντζα ντάμα. Λέγανε κάθε τόσο
«Σανζέ ντε νταμ» κι αλλάζανε ντάμα. Άμα ήτανε βέβαια κανένας που δεν ένιωθε, μπορούσε να μείνει να χορεύει με τη σκούπα ή με καμιά καρέκλα. Αλλά ο καλός ο καβαλιέρος κανόνιζε να σε ξαναχορέψει όταν αλλάζανε πάλι, ώστε την ώρα που θα τελείωνε ο χορός να είσαι μαζί του για να σε πάρει να σε κεράσει.

Άμα τελείωνε ο χορός λέγανε
«νταμ α λα μπουφέ», κι έπρεπε ο καβαλιέρος να την παει τη ντάμα να την κεράσει. Ό,τι υπήρχε δηλαδή, κανένα υποβρύχιο, καμμιά βυσσινάδα, τέτοια πράγματα. Άμα ήσουνα «για κόσμο» λοιπόν, σε κερνούσε ο καβαλιέρος, και σου έλεγε ό,τι ήθελε να σου πει.

Θυμάμαι είχα ένα φουστανάκι μεταξωτό, ροζ, μου το ‘χε στείλει μετά τον πόλεμο η θεία η Αμερικάνα, που λέμε. Αλλά δε μου έκανε ακόμα, και περίμενα για χρόνια πως και πως, πότε θα μεγαλώσω για να το φορέσω. Όταν έγινα δεκαοχτώ, τότε μου έκανε πια, και το φόρεσα όλο καμάρι, πρώτη φορά, να πάω στο χορό. Στην Ακαμάτρα γινόταν ο χορός, στου Φιλιππή το καφενείο.

Καθόμασταν από δω οι ντάμες, από κει οι καβαλιέροι, κι έπαιζε δίπλα ο Λάμπρος το βιολί. Κάποια στιγμή ήρθε ένας και μου λέει
«χορεύεις;». Χορέψαμε λοιπόν, το θυμάμαι σαν τώρα, ένα τανγκουδάκι. Αλλά αυτός φαίνεται θα ‘χε φάει κρέας πιο πριν, και δεν είχε πλύνει τα χέρια του, κι όταν γύρισα σπίτι κι έβγαλα το φουστάνι, το είδε η μάνα μου και μου λέει «Μωρή, ποιος γλίτσης σε χόρεψε;» - είχε κάτι δαχτυλιές τόσες μεγάλες. Το πήρα κι εγώ λοιπόν να το πλύνω, κι όπως ήτανε μεταξωτό ήπιε, κι απόμεινε το μισό, δε μου έκανε πια.

Κι αύτηδα η φορά ήτανε που το φόρεσα - πρώτη και τελευταία.»



Ίσως το τανγκουδάκι που έπαιζε το βιολί να ακουγόταν κάπως έτσι.

(Δημοσιεύτηκε στο Ikariamag στις 21/10/2011)

23/10/11

Raven

Εκ στόματος κόρακος «κρα» εξελεύσεται, και τι άλλο να κάνει άλλωστε...

Στην αρχή, όταν πρωτοήρθα, νόμισα πως ήταν περιστέρια. Και στην Αθήνα και στο Ηράκλειο (σε παραπάνω από ένα σπίτια) περιστέρια ήτανε, οπότε θεώρησα ότι κι εδώ το ίδιο θα ισχύει. Μου πήρε λίγες μέρες στο σπίτι για να καταλάβω ότι μάλλον ήταν άλλο είδος περιστεριού αυτό της Ολλανδίας, πιο λιανό και πιο μαυριδερό, ειδικά μάλιστα όταν άρχισε να κελαηδάει κιόλας, βγάζοντας αυτό το μελωδικό «κρα» στα κεραμίδια και το περβάζι του παραθύρου. Ευτυχώς δεν κελαηδάνε και πολύ συχνά...

Τις πρώτες μου ολλανδικές μέρες μου φαινόταν παράξενο (μην πω και λίγο απόκοσμο, που λένε), το να κοιμάμαι τα βράδια ακούγοντας το φτεροκόπημα των κοράκων έξω από το παράθυρο. Από την εποχή εκείνη χρονολογούνται οι φωτογραφίες που τα τραβούσα, σαν αυτήν στην κορυφή της ανάρτησης. Μετά βέβαια συνήθισα γρήγορα και δε μου έκανε καθόλου εντύπωση, καθώς είδα ότι δε συχνάζουν μόνο στα κεραμίδια μου αλλά και στα πάρκα και στο σταθμό (παρέα με περιστέρια μάλιστα), στις σακούλες των σκουπιδιών μαζί με τους γλάρους, και σε όλη την πόλη και στην ύπαιθρο. Ανθρωπόφιλα κι αυτά, με τον τρόπο τους.

Βέβαια όχι τόσο ανθρωπόφιλα όσο το μεταφυσικό κοράκι του Έντγκαρ Άλαν Πόε που μπήκε μια μέρα σπίτι και κατσικώθηκε και όχι μόνο δεν έβγαινε, αλλά πετούσε κάθε τόσο και τη μυστηριώδη ατάκα "Nevermore" ίσα για να κάνει τα νεύρα του ποιητού τσατάλια και να γράψει το ποίημα που από ό,τι μου λένε στοίχειωσε γενιές ευαίσθητων σκοτεινών τύπων έκτοτε:

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
'Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, 'art sure no craven.
Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'
Quoth the raven, 'Nevermore.'


Επειδή ξενόγλωσση ποίηση δεν διαβάζω, ούτε καν οι «αστυνομικές» ιστορίες του Πόε είχαν υποπέσει στην αντίληψή μου, το ποίημα δεν το ήξερα. Δεν είχε τύχει ούτε να δω κάποιες ταινίες με κοράκια (π.χ. εδώ κι εδώ) που ήταν της μοδός ή έγιναν cult λόγω σκοτεινής θεματολογίας (συνοδευόμενες από αιφνιδίους θανάτους πρωταγωνιστών, υποτιθέμενες «κατάρες» κλπ.). Μόνο τα τελευταία χρόνια έλαβα τη διαβεβαίωση από ένα φίλο ότι το ποίημα του Πόε έχαιρε μιας ορισμένης φήμης σε κάποιους κύκλους στις αρχές της δεκαετίας του '80, ειδικότερα κύκλους νεαρών φρικιών με κάποιες new age τάσεις. Ο φίλος με διαβεβαίωνε ότι με το πρόσχημα ότι μετέφραζε το «Κοράκι» στα ελληνικά, είχε καταφέρει να προσεγγίσει διάφορες μαυροντυμένες ή ψιλομώβ νεαρές τα χρόνια εκείνα (αν και δε μου αποκάλυψε αν είχε τελεσφορήσει έτι περαιτέρω η προσέγγιση ή αν απλώς τις ενδιέφερε τις κοπέλες να τον μελετήσουν ως αξιοπερίεργο ον με παράξενα λογοτεχνικά ή λοιπά γούστα).

Κάτι λοιπόν ο φίλος, κάτι «Το κλεμμένο γράμμα» που διάβασα κάποια στιγμή, κάτι ο κόραξ έξω απ' το παράθυρο, το έψαξα λίγο στο διαδίκτυο το ποίημα και το διάβασα: είναι βέβαια λίγο παλιομοδίτικο πλέον, μ' εκείνη την ομοιοκαταληξία και το ρυθμό και τα ποιητικά αγγλικά του. Έχω την αίσθηση ότι δεν θα μπορούσε κανείς να το μεταφράσει με κάποια σοβαρή φιλοδοξία να μεταφέρει σε άλλη γλώσσα το κλίμα του, εκτός ίσως αν θέλει να ψαρέψει τίποτα αλαφροΐσκιωτες νεαρές άλλης εποχής - ακόμα κι αν υπάρχει κόσμος που θα θρηνεί την απώλεια μιας Lenore πάντοτε (ή γενικά μια απώλεια, απωλολώτες είμαστε όλοι κάποιες φορές). Από την άλλη όμως, υπάρχει ένα είδος γοητείας στους σκοτεινούς στίχους του, που επιβιώνει άνετα μέχρι τον 21ο αιώνα (που δεν φαίνεται να είναι και τόσο φωτεινός, άλλωστε):

'Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -
'Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'
Quoth the raven, 'Nevermore.'


Αφήνω για λίγο τον Πόε στην ησυχία του και πάω να κλείσω το παράθυρο. Στο κέντρο του Λέιντεν αρχίζει και πέφτει η νύχτα· η πόλη σκοτεινιάζει και σκέφτομαι ότι τα παλιακά κτίριά της (σαν αυτό που ζω...), τα ήρεμα κανάλια της και οι μακριές χειμωνιάτικες νύχτες της θα μπορούσαν να ταιριάζουν κάπως με αυτή τη σκοτεινή διάθεση. Βάλε επιπλέον και τις καμπάνες που χτυπάνε· το ρολόι του Δημαρχείου που ακούγεται κάθε μισή ώρα και τα κοράκια που πηγαινοέρχονται στο περβάζι. Με μια μικρή διαφορά· τα δικά μου δε μπαίνουν στο σπίτι και δε μιλάνε, καθώς αντί για το φρικτό nevermore απλώς επαναλαμβάνουν ένα μονότονο «κρα». Άλλωστε δεν υπάρχει Lenore ούτε νεαρά φρικιά του '80, υπάρχουν τα δύσκολα νέα της πατρίδας και πολιτικά συνθήματα στα ποδοσφαιρικά γήπεδα (όχι πάντα του καλύτερου δυνατού επιπέδου, αλλά ενδεικτικά του τρόπου που βιώνει ο κόσμος την πραγματικότητα της χώρας).

Υπάρχει κι αυτή η αίσθηση του προδιαγεγραμμένου, της πορείας των πραγμάτων προς το πεπρωμένο τους. «Τι κάνουν τα παιδιά σου, κόρακα;» σκέφτομαι. «Κρα», μου απαντάει απέξω από τζάμι ο φτερωτός επισκέπτης (που θα μπορούσε και να σημαίνει «όσο πάνε και μαυρίζουν.») και πετάει προς την κατέυθυνση του Burcht.

Πριν κλεισω οριστικά το παράθυρο, μαζεύω τα ψίχουλα απ' το κουτί που φυλάω το ψωμί και τα σκορπίζω στο περβάζι. Κάθε κήπος έχει μια φωλιά για τα πουλιά, που λέει και το τραγούδι.

Ακόμα και για τα κοράκια.

16/10/11

Περιμένοντας τους Καφάτους

Ένα οδοντόγναθο από αυτά που ήθελε να δει (αλλά δεν είδε) ο Γιαπωνέζος.

Τις προάλλες, υποδεχόμουν στο Πανεπιστήμιο που εργάζομαι ένα ζεύγος Ιαπώνων επισκεπτών, στο πόδι της εργοδότριάς μου η οποία εδώ και λίγο καιρό τύποις δεν εργάζεται πλέον στο ίδρυμα και διάγει πλέον τον επιστημονικό βίο της στο αδελφό εργαστήριο στη Λισσαβώνα. Οι επισκέπτες ήταν εγκάρδιοι και συμπαθέστατοι, και μιλούσαν σχεδόν ανθρωπινά αγγλικά οπότε μπορούσαμε κάπως να συνεννοηθούμε· είχαν και ένα παιδικό σχεδόν ενθουσιασμό για τις πεταλούδες που μεγαλώνουμε για επιστημονικούς λόγους (αν και οι ίδιες οι πεταλούδες μάλλον δεν το διασκεδάζουν και τόσο πολύ), οπότε η επίσκεψη κύλησε ευχάριστα και χωρίς περιπέτειες για όλους μας.

Βέβαια εγώ πάντα έχω μια μικρή ανησυχία με τους Απωανατολίτες και τα έθιμά τους από την εποχή που ένας Ιάπων μεγαλοπροφέσορ ευρισκόμενος σε κατάσταση αλκοολικής ευθυμίας άρχισε να μου χαϊδεύει την κοιλιά σε μια απρόοπτη διασταύρωση στο παλιό λιμάνι των Χανίων το μακρινό 2003 όπου είχαμε συμπέσει για ένα συνέδριο λεπιδοπτέρων στο παρακείμενο Κολυμπάρι. Εγώ είχα παρεξηγήσει τη χειρονομία ως ελαφρώς σαρκαστική υπενθύμιση του μεγέθους (σημαντικού, ομολογουμένως...) της κοιλιάς μου και είχα αντιδράσει κάπως απαξιωτικά. Αργότερα με διαβεβαίωσαν ότι στο ιαπωνικό body language η χειρονομία ήταν δείγμα ύψιστης τιμής, λέει, ευχή για καλοτυχία ή ευημερία (το κάνουν και στα αγάλματα του Βούδα), ατυχώς όμως ο ξεμέθυστος πλέον προφέσορ ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί από τη ντροπή του, και οι περίλυποι μαθητές του έλεγαν κουνώντας το κεφάλι ότι ο σενζέ (ο δάσκαλος) ήταν πολύ πικραμένος (και όντως δεν ξεμύτισε από το δωμάτιό του τις επόμενες μέρες, και δεν ήθελε να δει άνθρωπο).

Καθώς λοιπόν ξεναγούσα τους Ιάπωνες συναδέλφους που έβγαζαν κραυγές ενθουσιασμού μπροστά σε κάθε κανούργια πεταλούδα που αντίκρυζαν (και έχουμε κάμποσες), σκεφτόμουν τα ιαπωνικά έθιμα και την ιστορία του Κίρα Κοτσουκέ νο Σουκέ, του αχρείου διδασκάλου της εθιμοτυπίας, που αφηγείται ο Μπόρχες στην «Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας». Ο αχρείος ταπείνωσε τον οικοδεσπότη του ενώ τον προετοίμαζε δήθεν για μια αυτοκρατορική επίσκεψη (ταπείνωση που εν τέλει είχε ολέθρια αποτελέσματα όχι μόνο για τον οικοδεσπότη και τους σαμουράι του αλλά και για τον ίδιο τον αχρείο διδάσκαλο εν ευθέτω χρόνω, άλλο αν εμείς το απολαμβάνουμε λογοτεχνικώς ή επωφελούμεθα ηθικώς μερικούς αιώνες αργότερα από τα πραγματικά περιστατικά).

Η ανάμνηση της επικείμενης αυτοκρατορικής επίσκεψης και των αντίστοιχων προετοιμασιών μου έφερε στο μυαλό διάφορες άλλες επισκέψεις που κατά καιρούς έχω αντιμετωπίσει στους χώρους όπου διάγω τον επαγγελματικό βίο μου τα τελευταία εικοσικάτι χρόνια. Θυμάμαι ας πούμε κάτι Υπουργούς και Γραμματείς και Φαρισαίους, που είναι οι πιο εύκολες κατηγορίες επισκεπτών βέβαια, διότι πανάσχετοι όντες με το αντικείμενο συνήθως εντυπωσιάζονται από ό,τι γυαλίζει κι όχι από ό,τι είναι στ' αλήθεια χρυσός.

Χαρακτηριστικά θυμάμαι τις προετοιμασίες για μια υπουργική επίσκεψη ενός διάσημου πολιτικού στελέχους, ακόμα ολίγον πρωθυπουργήσιμου τότε (πριν καμμιά δεκαετία, άλλο αν μετά έμπλεξε με κάτι σκανταλιάρικα και τον τρέχουνε σε επιτροπές και ακροάσεις μέχρι σήμερα ως αποδιοπομπαίο τράγο, και η πολιτική του καριέρα μάλλον τερματίστηκε άδοξα πια). Όλο το Ινστιτούτο που εργαζόμουν τότε έτρεχε πανικόβλητο επί μέρες να ετοιμάσει διάφορα εφετζήδικα σκηνικά για το πόσο μεγαλοπρεπή έρευνα κάνουμε και πόσο αποτελεσματικά αξιοποιούμε το υστέρημα του ελληνικού λαού που αποδίδεται στην έρευνα, κι ο Διευθυντής μας είχε ετοιμάσει και μια ειδική αναφορά να την ενεχειρίσει στον Υπουργό για το πόσο ακόμα πρέπει να επενδύσει ο ελληνικός λαός σε εμάς ώστε να είναι ανταποδοτική η επένδυση κλπ.

Μετά ο Υπουργός ήλθε, είδε τα παραταγμένα μικροσκόπια με τα φοβερά μας παρασκευάσματα που φθόριζαν πρασινωπά (σήμερα υπάρχει και κόκκινο και μπλε και κίτρινο, αλλά το πρασινωπό ήταν φρέσκο τότε και ασορτί και με τις πεποιθήσεις του Υπουργού), έσκασε ένα «μπράβο, μπράβο» κι ύστερα έκανε μεταβολή και πήγε στον εκπρόσωπο ενός διπλανού Ινστιτούτου που ήταν προσωπικός (και κομματικός) φίλος του κι άρχισαν να σαχλαμαρίζουν για διάφορα άσχετα κάνα δεκάλεπτο ενώ ο δικός μας είχε μείνει με το υπόμνημα στο χέρι κι ύστερα έφυγαν α λα μπρατσέτα με το γείτονα χωρίς η υπουργάρα ή έστω ο οποιοσδήποτε από την κουστωδία που τον συνόδευε να καταδεχτεί να ρίξει μια ματιά στα υπέροχα εκθέματά μας και τα επεξηγηματικά πόστερ που είχαμε ξενυχτήσει να φτιάχνουμε και ο Διευθυντής μας είχε διορθώσει αυτοπροσώπως ίσαμε τριανταδύο φορές.

Αυτά βέβαια έχουν το χαβαλέ τους, αλλά εκεί που τα πράγματα είναι πιο ζόρικα είναι όταν οι επισκέπτες κάπως σκαμπάζουν και δεν μπορείς να τους ξεγελάσεις με χάντρες και καθρεφτάκια (έστω φθορίζοντα ποικιλοτρόπως). Θυμάμαι ας πούμε, στον ίδιο χώρο κάποια χρόνια αργότερα, την επίσκεψη μιας επιτροπής αξιολόγησης, ή μάλλον δύο. Η πρώτη επιτροπή ήταν «εσωτερική», και υποτίθεται ήταν πρόβα για την επικείμενη «εξωτερική» επιτροπή που ήταν και η σημαντική διότι θα μοίραζε και λεφτά (κρίσιμη παράμετρος αυτή...). Δεδομένου του faux χαρακτήρα της πρώτης επίσκεψης, δεν υπήρχε ιδιαίτερο άγχος, καθότι μάλιστα οι επισκέπτες ήταν σχεδόν συγγενείς και φίλοι: βάλαμε τις άσπρες ποδίτσες που κανονικά δε φοράμε ποτέ, καθαρίσαμε τους πάγκους και τα γραφεία (κρύβοντας τα τασάκια), βάλαμε στα κομπιούτερ να τρέχουν διάφορα εφετζήδικα προγράμματα να δείχνουν ωραία χρώματα, οι πιο ενήλικοι κάνανε και κάτι παρουσιάσεις του ερευνητικού τους προγράμματος, μαζέψαμε και όλο τον κόσμο να φαινόμαστε μπούγιο, κι όλα πήγαν πρίμα.

Την «κανονική» φορά όμως το πράγμα ήταν πιο δύσκολο. Με αλλαγμένη πλέον Διεύθυνση και με πολλές από τις υποβόσκουσες εντάσεις να έχουν ξεσπάσει άγρια, η επίσκεψη των «ξένων» λειτουργούσε σα θρυαλλίδα σε ένα ήδη άσχημο κλίμα. Το πράγμα έγινε λίγο χειρότερο από το γεγονός ότι η επίσκεψη ήταν κανονισμένη για Παρασκευή, ωστόσο η επιτροπή είχε φάει όλη τη μέρα σε ένα άλλο ερευνητικό κέντρο και αποφάσισαν να αναβάλουν τη διαδικασία για το Σάββατο, ημέρα υπό κανονικές συνθήκες μη εργάσιμη (αν και πολύ συχνά εργάσιμη στις ακανόνιστες συνθήκες που ζει το επιστημονικό προλεταριάτο των μεταπτυχιακών και ενίοτε των μεταδιδακτορικών ερευνητών, όχι όμως και καταναγκαστικά).

Για κάποιο λόγο θεωρήθηκε απαραίτητο να υπάρχει ντεκόρ στη διαδικασία αξιολόγησης, έστω και Σάββατο, οπότε μας μάζεψαν βράδι Παρασκευής, μας εξόρκισαν σε ό,τι έχουμε πιο ιερό να ξαναφανούμε την επομένη για να μη μας πάρει ο διάολος, οπότε τι να κάνουμε, φορέσαμε τις άσπρες ποδίτσες κλπ., και παριστάναμε ότι κάτι ερευνούσαμε μέχρι να φανούν οι επίτροποι να μας αξιολογήσουν. Άλλος γέμιζε μπουκαλάκια, άλλος τα άδειαζε και τα έδινε στον πρώτο να τα ξαναγεμίσει, άλλος έστηνε καραούλι να δει αν έρχονται, άλλος έπαιζε πασιέντζες κι έτσι πέρασαν κάμποσες ώρες μέχρι που το απόγευμα πέρασαν για δεκατέσσερα με δεκαεφτά δευτερόλεπτα ανά εργαστήριο περιστοιχισμένοι από διάφορους μεγαλόσχημους, νυν, πρώην και επίδοξους Διευθυντές που ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του (όπου το μακρύ του ενός ήταν το κοντό του άλλου και τανάπαλιν).

Ωστόσο την πιο φαιδρή (διαχρονικά) εμπειρία «επιθεώρησης» τη χρωστάω - χωρίς να φταίει βέβαια ο ίδιος, καλή του ώρα του ανθρώπου - στον Φώτη Καφάτο. Ο ίδιος πιθανώς δεν ξέρει ποιος είμαι, αν και έχουμε συναπαντηθεί κάποιες φορές και έχουμε συζητήσει και κάποια πράγματα κατά καιρούς. Κάπως όμως το έχει φέρει η συγκυρία, ώστε τόσο οι επιβλέποντες της διατριβής μου όσο και αρκετοί από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα αργότερα επιστημονικά, υπήρξαν μαθητές ή συνεργάτες του. Χωρίς να τον έχω γνωρίσει, ο «Φώτης» ήταν σημαντική, σχεδόν μυθική μορφή στην επιστημονική καθημερινότητά μου, καθώς η κληρονομιά του, οι ιστορίες του, η (εικαζόμενη, εννοείται) γνώμη του ήταν πάντα καθοριστικές, ακόμα και εν αγνοία του.

Μια φορά πάντως θα εμφανιζόταν δια ζώσης στο εργαστήριο που εκπονούσα τη διατριβή μου, και, ενόψει της επίσκεψης, το εργαστήριο έλαμψε από καθαριότητα πρωτόγνωρη (τη ευγενή φροντίδι μερικών εθελοντών, προσφιλών μου προσώπων, που έτριψαν τα ντουλάπια με Άζαξ και σφουγγάρισαν το πάτωμα δις). Ο Φώτης μπήκε μέσα συγκινημένος ελαφρώς, καθώς ένα μέρος της επίπλωσης του χώρου ήταν δικά του πράγματα που είχε αφήσει φεύγοντας από την Αθήνα («α, αυτό είναι το έπιπλο που έβαζε η Σάρα το πικάπ») και είχαν κληροδοτηθεί ασαφώς στον Τομέα. Ύστερα κοίταξε γύρω εντυπωσιασμένος από την υποδειγματική τάξη και την ασταφτερή καθαριότητα («μα δε δουλεύει κανείς εδώ;», ρώτησε) για να αποδειχθεί για μια ακόμα φορά ότι αυτά που εντυπωσιάζουν ενδεχομένως τους Υπουργούς, δε λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο σε όσους ξέρουν κάτι παραπάνω για το πώς είναι στ' αλήθεια ο κόσμος (και εν προκειμένω τα εργαστήρια).

Άλλη μια φορά εμφανίστηκε στα πλαίσια κάτι εορτασμών για τα τριάντα χρόνια λειτουργίας του Τμήματος Βιολογίας της Αθήνας. Εκείνη τη φορά είχαν προσκληθεί και διάφοροι πυλώνες του κράτους και της πολιτείας από τους οποίους ουδείς θεώρησε σημαντικό να παραστεί εκτός από το συχωρεμένο το Μιχάλη Παπαγιαννάκη, ευρωβουλευτή τότε, που είχε έρθει ως φίλος φίλης μάλλον, αλλά ως ευφυής άνθρωπος απέφυγε τα πολλά ταρατατζούμ κι είχε πιάσει ψιλή κουβέντα με μερικούς σημαντικούς ανθρώπους (του Φώτη περιλαμβανομένου) στις πίσω θέσεις. Μετά παρήλασαν όλοι οι επίσημοι (και πλήθος κόσμου, γονείς φοιτητών κυρίως) στα εργαστήρια όπου ντυμένοι με άσπρες ποδίτσες ευγενικοί μεταπτυχιακοί φοιτητές και μεταδιδάκτορες (μπλιαχ) επεξηγούσαν τα ντεσού της έρευνας του καθενός. Τό ίδιο βράδι γινόταν μια τιμητική συναυλία στην Παλιά Βουλή· πήρε το μάτι μου το Φώτη να σιγοτραγουδάει κάποια από τα παραδοσιακά τραγούδια που ερμήνευε η χορωδία - κι όχι μόνο τα κρητικά της καταγωγής του.

Η τρίτη «εμφάνιση» όμως ήταν η καλύτερη απ' όλες. Δεν υπήρχε καμμιά προγραμματισμένη επιθεώρηση ή επίσκεψη στο Ινστιτούτο, αλλά μια μέρα βγήκε μια βρώμα ότι μια αντιπροσωπεία από το EMBL (το Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας που ο Καφάτος διηύθηνε την εποχή εκείνη) βρισκόταν στην Αθήνα, και πιθανώς να επισκεπτόταν το Κέντρο μαζί με άγνωστης ταυτότητας «υπηρεσιακούς παράγοντες». Κανείς δεν ήξερε να μας πει τι ακριβώς θα έκαναν και τι έπρεπε να κάνουμε εμείς, κάποιοι έλεγαν ότι ο Φώτης και οι συν αυτώ θα βρίσκονταν στο Διοικητήριο οσονούπω, άλλοι ότι θα πέρναγαν από το Ινστιτούτο να πουν ένα γεια στο Διευθυντή μας (παλιός συνεργάτης του Φώτη κι αυτός). Καλού-κακού η γραμμή ήταν «καθήστε όλοι στα εργαστήρια και να μη φύγει κανείς», διότι όπως ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός και κανείς δεν ξέρει ποιον θα βρει γρηγορούντα και ποιον ραθυμούντα, έτσι κι εμείς δεν ξέραμε πότε και αν θα ερχόταν ο οιοσδήποτε.

Καθήσαμε λοιπόν και περιμέναμε, σε θέσεις μάχης (άσπρες ποδίτσες, εφετζήδικα προγράμματα, μπουκαλάκια να γεμίζουν κλπ.) ενώ οι μεγαλόσχημοι πήγαν και στρατοπέδευσαν στο Διοικητήριο, αλλά εγώ μετά από λίγο βαρέθηκα κι άρχισα να κάνω ένα αληθινό πείραμα, γνωρίζοντας (από την προγενέστερη εμπειρία) ότι μάλλον δε θα μασούσε από τις διάφορες μούφες ο Φώτης (και ο κάθε Φώτης με λίγο νιονιό, εδώ που τα λέμε), οπότε καλύτερα να κάναμε καμιά δουλίτσα να μην πάει η μέρα χαμένη. Με συντρόφευε από το συστεγαζόμενο εργαστήριο ο φίλος μου ο Θανάσης, παρωδώντας πρώιμο Καβάφη:

-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι Καφάτοι να φθάσουν σήμερα.


Αισθάνθηκα την ανάγκη να συμπληρώσω το πόνημα:

-Γιατί μέσα στο Γνωμοδοτικό μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Γνωμοδοτικοί και δεν γνωμοδοτούνε;

-Γιατί οι Καφάτοι θα φθάσουν σήμερα.
Τι γνώμες πια να δώσουν οι Γνωμοδοτικοί;
Οι Καφάτοι σαν έλθουν θα γνωμοδοτήσουν.


Στη συνέχεια δουλέψαμε μαζί λίγο ακόμα πάνω στο υπόλοιπο:

-Γιατί ο Διευθυντής μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στου Ινστιτούτου μας την πιο μεγάλη πύλη
στην πολυθρόνα επάνω, επίσημος, φορώντας και κουστούμι;

-Γιατί οι Καφάτοι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο Διευθυντής μας περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.


Δε θυμάμαι πια τι έλεγε παρακάτω· ίσως και να μην είχαμε παρωδήσει το σύνολο των στίχων. Η κατάληξη πάντως ήταν η αναμενόμενη, καθώς πολλές ώρες μετά δεν είχε φανεί κανείς, το σκοτάδι είχε πέσει πάνω σπό την πόλη και νέα δεν υπήρχαν, εκτός από αδημονούντες μεταπτυχιακούς και (μπλιαχ) μεταδιδάκτορες χωρίς επαφή με τη φυσική ηγεσία των εργαστηρίων. Κάποιος πήρε τηλέφωνο κάποιον από τους μεγαλόσχημους ερευνητές μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι η επίσκεψη είχε αναβληθεί ή ματαιωθεί ή ίσως δεν επίκειτο ποτέ, αλλά για κάποιο λόγο είχαν ξεχάσει να μας ενημερώσουν: πήγαν όλοι σπίτια τους θεωρώντας ότι εμείς θα το ξέραμε ήδη ή θα το είχαμε μάθει από άλλους.

-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα γραφεία κι εργαστήρια,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ' οι Καφάτοι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' το EMBL,
και είπανε πως Καφάτοι πια δεν υπάρχουν.


- . - . -


Ο ήλιος εμφανίζεται άξαφνα ανάμεσα στο ολλανδικά σύννεφα, και οι Ιάπωνες επισκέπτες εκφράζουν άλλη μια φορά τον ανυπόκριτο ενθουσιασμό τους. Ο άρρεν της παρέας, μου δείχνει μια μικρή απόχη που κουβαλάει μαζί του· θέλει να βγουν έξω τώρα που έβγαλε ήλιο για να πάνε να μαζέψουν χρωματιστά οδοντόγναθα (κοινώς λιμπελούλες). Αλλά ο ήλιος ξανακρύβεται γρήγορα, και φυσικά και οι ολλανδικές λιμπελούλες· αντ' αυτού τους πάω να δούνε ένα συμπατριώτη τους στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, λίγο πιο πέρα. Αποχαιρετιόμαστε εγκάρδια στην είσοδο του Μουσείου, και βηματίζω γρήγορα προς τη δουλειά πριν με προφτάσει το ψιλόβροχο που όπου να 'ναι θα ξεκινήσει. Κι ύστερα μουρμουρίζω χαρωπά:

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς Καφάτους;
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.


Τώρα βέβαια θα πρέπει να βρούμε τις δικές μας.


Σ.Σ. Για όσους θεραπεύουν το γνωστικό αντικείμενο της Μοριακής (και όχι μόνο) Βιολογίας στην Ελλάδα (και όχι μόνο), ο «Φώτης» είναι μυθική μορφή. Καθηγητής στο Harvard σε νεαρότατη ηλικία, παράλληλα μετακληθείς στο Καποδιστριακό στη δεκαετία του '70 και αργότερα μεταξύ των ιδρυτών του ΙΤΕ και του Πανεπιστημίου Κρήτης, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας (EMBL) για δέκα χρόνια, και αργότερα Καθηγητής στο Imperial College στο Λονδίνο και (πρώτος) πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας μέχρι σχετικά πρόσφατα, έχει προλάβει να εκπαιδεύσει και να εμπνεύσει μια-δυο γενιές ανθρώπων που έφεραν στην Ελλάδα την έννοια της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας και οδήγησαν τη χώρα ερευνητικά στον εικοστό πρώτο αιώνα (παρά τις άοκνες, κατά τη γνώμη μου, προσπάθειες διαδοχικών κυβερνήσεων να τη γυρίσουν πίσω στο δέκατο ένατο).

Προσωπικά είμαι αρκετά μεταγενέστερος στο χώρο, αλλά έχοντας δουλέψει και συνυπάρξει επί χρόνια με «μαθητές» του Φώτη (στο Αθήνησι και το Δημόκριτο, αλλά και αργότερα στην Κρήτη) είχα ακούσει από σπόντα δεκάδες ιστορίες και ανέκδοτα με πρωταγωνιστή τον ίδιο, και ο άνθρωπος μου φαινόταν εκπληκτικά οικείος. Φυσικά ήταν τεράστια φυσιογνωμία για το χώρο, καθώς το επιστημονικό του μέγεθος ξεπερνούσε κατά πολύ τις παραστάσεις των περισσότερων από εμάς, και ο κοσμοπολιτισμός του βρισκόταν σε χτυπητή αντίθεση με τη μάλλον επαρχιώτικη εν πολλοίς νοοτροπία ικανού μέρους του πανεπιστημιακού ή ερευνητικού προσωπικού που μπορούσε κανείς να συναντήσει τα χρόνια αυτά.

Μαθαίνω ότι έχει μάλλον αποσυρθεί πια από τα δημόσια πράγματα· δε φαντάζομαι να διαβάσει ποτέ αυτό το κείμενο αλλά διατηρώ την ελπίδα ότι αν κάποτε υποπέσει στην αντιληψή του θα αντιληφθεί το χιούμορ της αφήγησης και δεν θα θεωρήσει ότι τον απεκάλεσα βάρβαρο ή τίποτα τέτοιο. Το ίδιο φαντάζομαι θα αντιληφθούν και οι πολυπληθείς συνάδελφοι που με διαβάζουν (και οι τρεις), μην τυχόν γίνει καμμιά παρεξήγηση. Για τη Γεωργία που επίσης με διαβάζει και με διαφημίζει κιόλας δεν ανησυχώ, σπίρτο είναι, θα καταλάβει μια χαρά.

Ο πρώιμος Καβάφης που παρωδείται είναι βέβαια το πασίγνωστο ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους» του 1898 (άμα το βρω πολυτονικό θα βάλω και λινκ).

Α, ναι, τη φωτογραφία του οδοντόγναθου στην κορυφή την τράβηξα το 2007 στην Ικαρία σε μια εκδρομή που κάναμε με το Θανάση - δεν βρήκα άλλη καλύτερη εικονογράφηση. Ο Ιάπων επισκέπτης μου εξήγησε ότι το κόκκινο είναι το αρσενικό (τα θηλυκά του συγκεκριμένου είδους είναι γαλαζοπράσινα). Όσο ζει κανείς μαθαίνει.

13/10/11

Παρεάκι

... και όλα σε πολύ καλές τιμές. Η παρέα του Ισοβίτη, ο Μοντεχρήστος (όχι ο κόμης), μάλλον ανήκει στο είδος Rattus rattus (αν και με κάποιες ιδιαιτερότητες). Η δικιά μας είναι Mus musculus, φαντάζομαι.

Ισοβίτης δεν είμαι, αλλά καμμιά φορά μια ορισμένη αίσθηση εγκλεισμού την έχω. Ας πούμε τα ολλανδικά βράδια που βρέχει (και βρέχει συχνά) και δε λέει να βγεις έξω, είναι φορές που με όλες του τις ανέσεις το διαμέρισμα μοιάζει κάπως στενάχωρο. Είναι και η πόλη κάπως εσωστρεφής, έντεκα το βράδι δεν κινείται φύλλο και όλοι είναι στα κρεβάτια τους ή στην τηλεόραση το πολύ, κι εγώ χαλβαδιάζω στο διαδίκτυο με ανοιχτά όλα τα σκάιπ και τα φέισμπουκ μήπως φανεί κανείς ακόμα online, αφού έχω περάσει ένα δίωρο διαβάζοντας αθλητικά, οικονομικά και ιστολόγια (μ' αυτή τη σειρά) και συζητώντας, αδιέξοδα μάλλον, για το αν η οικονομική κρίση είναι προϊόν κάποιας τερατώδους συνωμοσίας ή αν είναι απόρροια της αδηφάγου φύσης του καπιταλισμού κλπ, κλπ.

Προφανώς άκρη δε βγαίνει, αλλά πάνω στην ώρα εμφανίζεται online έτερος φίλος από Ελλάδα, και ξεκινάμε μια συζήτηση που περιλαμβάνει τα νέα αμφοτέρων και παρεμπιπτόντως και ολίγη γκομενοσυζήτηση, αλλά πάνω που αρχίζει να αποκτάει σασπένς η τηλεδιάσκεψη, συλλαμβάνω με την άκρη του ματιού μου ένα κινούμενο - εκτός οθόνης - μαυριδερό αντικείμενο που βραδυπορεί χαρακτηριστικά προσπαθώντας να χωθεί κάτω από το καλαθάκι (ΙΚΕΑ παρακαλώ) που βάζω τα άπλυτα. Ρίχνω μια απαλή σπρωξιά με το πόδι στο καλαθάκι, και το αντικείμενο μετατρέπεται σε υποκείμενο, ξεμυτάει από την άλλη πλευρά και χώνεται κάτω από τον καναπέ: τέσσερα πόδια, χαρακτηριστική ουρά, τρίχες άφθονες, ένα καλοθρεμμένο οπωσδήποτε ποντικάκι που κοβει βόλτες στο σαλόνι μου.

Δεν έχω καμιά τρελή σιχασιά με τα ζώα του είδους του, αλλά δεν πετάω και απ' τη χαρά μου. Οπωσδήποτε μου προκαλεί μια έκπληξη η παρουσία του, καθώς δεν έχω εντοπίσει κάτι αντίστοιχο τους τελευταίους δεκάξι-δεκαεφτά μήνες που μένω στο σπίτι. Φυσικά, άμα μένεις σε σπίτι με ξύλινο σκελετό (με χρονολογία κατασκευής 1774) δίπλα στο κανάλι και ακριβώς κάτω από τη σκεπή, δεν πρέπει να εντυπωσιάζεσαι και φοβερά με τέτοια πράγματα. Από την άλλη, στην κουζίνα υπάρχει ένας σκασμός μάλλον έκθετα τρόφιμα και σκέφτομαι ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να είμαστε τουλάχιστον σίγουροι ότι δεν τρώμε από το ίδιο πιάτο.

Στα παιδικά μου καλοκαίρια, τα ικαριακά σπίτια που μέναμε πάντοτε είχαν τέτοια υποχρεωτική συγκατοίκηση. Στο σπίτι της γιαγιάς μου στη Ροβυθέ το πάτωμα είχε μερικές χαρακτηριστικά στρογγυλές τρύπες που ο πατέρας μου πάσχιζε να μπαλώσει όπως-όπως με κόντρα πλακέ, και ήταν εκείνα τα καλοκαίρια που για πρώτη και τελευταία φορά είχαμε κατοικίδιο, γάτα φυσικά. Αργότερα, σε ένα σπίτι που νοικιάζαμε στον Εύδηλο, είχαμε εντοπίσει κάποτε μια ποντικοοικογένεια που είχε τσαντηρώσει μέσα σε μια βαλίτσα με παλιά ρούχα. Φυσικά τα ρούχα αποτεφρώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες (τα ποντίκια παραδόξως επιβίωσαν, εξόριστα βέβαια εκτός οικίας).

Θυμάμαι μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση στο Πανεπιστήμιο, όπου μια φίλη και συμφοιτήτρια ετοίμαζε αποβραδίς τα τρυβλία Petri (δηλαδή τα χαρακτηριστικά πιατάκια που γίνονται οι μικροβιολογικές καλλιέργειες) τα οποία θα χρησιμοποιούσε την επομένη μέρα στο πείραμά της, και τα έβρισκε το πρωί μισοφαγωμένα, καθώς φαίνεται ότι αυτό που είναι θρεπτικό για τα βακτήρια είναι και για τα ποντίκια (όπως έλεγε κι ένας σοφός νομπελίστας, ό,τι ισχύει για τη μύγα ισχύει και για τον άνθρωπο). Τελικά το ποντίκι συνελήφθη με φάκα μετά από μέρες φαγωμένων τρυβλίων, αλλά η ψυχοπονιάρα φίλη πήγε τη φάκα κάπου στον Υμηττό και το αμόλησε εκεί (εμείς μετά σαρκάζαμε ότι εθεάθη ποντίκι να κάνει ωτοστόπ στην Κατεχάκη με κατεύθυνση την Πανεπιστημιούπολη). Φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για τα εργαστηριακά πειραματόζωα, στα οποία έχω αναφερθεί ξανά. Ήξερα και μια άλλη κοπέλα εξίσου ψυχοπονιάρα, που διέσωζε κατά σύστημα εργαστηριακά ποντίκια (αν και κατά βάθος τα αντιπαθούσε σφόδρα) και μια εποχή στο σπίτι της είχε ίσαμε τέσσερα (ένα συγκεκριμένο το κυνηγούσαμε από κουζίνα σε πλυντηρίο επί ώρες).

Προς στιγμήν σκέφτομαι να πιάσω τη σκούπα και να ξηγηθώ στον απρόσκλητο συγκάτοικο καταλλήλως, δεδομένου ότι προτιμώ να μην αναρωτιέμαι το πρωί που θα ξυπνήσω ποιος έχει πιει από το ποτήρι μου και ποιος έχει φορέσει τα παπούτσια μου. Βέβαια μετά σκέφτομαι ότι ο μυς δε θα ήρθε μόνος του, θα έχει φέρει και τους φίλους του (όχι σαν εμένα που κουβαλήθηκα στις Ολλανδίες ξυπόλητος στ' αγκάθια), οπότε ίσως πρέπει να τον παρακολουθήσω για λίγο να δω από πού μπαινοβγαίνει, κι άν υπάρχουν κι άλλοι στην παρέα. Κοιτάζω γύρω-γύρω· ατυχώς το σπίτι είναι γεμάτο κρυψώνες αν είσαι στο μεγεθός του. Ο φίλος μου με τον οποίο μιλάω στον υπολογιστή δεν έχει ταραχτεί καθόλου τόση ώρα (άλλωστε το δικό του σπίτι είναι τίγκα στις γάτες) και μου λέει χλιαρά αστειάκια με τον Ισοβίτη του Αρκά.

Και τότε κάπου ξαναθυμάμαι την αίσθηση του εγκλεισμού που λέγαμε, κι αναρωτιέμαι μήπως ο χνουδωτός μου συγκάτοικος έχει απλώς ξεπέσει εδώ πάνω (από κανένα ανοιχτό παράθυρο ας πούμε) και δυσκολεύεται να βρει το δρόμο για έξω. Δεν κάνει καμμιά ιδιαίτερη προσπάθεια να κρυφτεί, περιφέρεται στο σαλόνι, πάει στην κουζίνα, ξανάρχεται. Ολοκληρώνω τη συνδιάλεξη μετά από πολλή ώρα· δεν τον βλέπω πλέον και αποφασίζω να μην πιάσω σκούπες και έχουμε αίματα και γελοιότητες μες στη μαύρη νύχτα. Κι αύριο μέρα είναι.

Πέφτω να κοιμηθώ, αλλά για κάποιο λόγο πετάγομαι πάνω στον κάθε ανεπαίσθητο ήχο που ακούγεται. Προσπαθώ να καταλάβω μέσα στο σκοτάδι αν άκουσα κάτι, αν το ποντίκι κάνει κάτι εκεί γύρω. Ξημερώνει κι είμαι κομμάτια από τα διαδοχικά ξυπνήματα· το ποντίκι είναι πάντως άφαντο. Φεύγω για τη δουλειά με την κρυφή ελπίδα ότι δε θα διασταυρωθούν ξανά οι δρόμοι μας.

Εις μάτην· επιστρέφοντας τον εντοπίζω πίσω από κάτι ταψιά (αχρησιμοποίητα για μήνες ευτυχώς). Αναρωτιέμαι αν όντως έχει χάσει το δρόμο του ή αν το βρήκε cosy το διαμέρισμα και βολεύτηκε. Πάντως αποφασίζω να τον ξεχάσω για λίγο, και ανοίγω τον υπολογιστή για να δω το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Η εκπρόσωπος της ιδιοκτήτριας μου έχει απαντήσει σε αυτά που τη ρωτούσα χτες: όχι, δεν είναι απαραίτητο να πληρώσω τον δημοτικό φόρο, περιλαμβάνεται στο νοίκι, πλην όμως ναι, είναι απαραίτητο να πληρώσω το ενοίκιο του Δεκεμβρίου ακόμα κι αν φύγω το Νοέμβριο, αυτό γράφει το συμβόλαιο, αυτό θα γίνει. Ας πρόσεχα· εκτός βέβαια αν βρω κάποιον άλλο να μείνει και τους απαλλάξω από τον κόπο να βρίσκουν αυτοί.

Πάνω στην ώρα ο καινούργιος μου συγκάτοικος ξεπροβάλλει κάτω από τον καναπέ. Τον κοιτάζω με ανανεωμένο ενδιαφέρον, σκεπτόμενος μήπως να πω στην ιδιοκτήτρια ότι το σπίτι μάλλον έχει βρει τον καινούργιο του ένοικο. Αλλά εκείνος από τη σκοπιά του μάλλον δε θα θέλει να μοιραστεί το νοίκι, σκέφτομαι, καθώς τον βλέπω να πηγαίνει αργά, τοίχο τοίχο, προς την κλειστή (εδώ και μήνες) τηλεόραση.

Αλλά ούτε από κει υπάρχει διέξοδος.

6/10/11

"Επικοινωνώ μόνο με νευροβιολόγους" - Edward W. Said


[...] Οι μείζονες πνευματικές και κοινωνικές πιέσεις, που εκδηλώνονται στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών, οδηγούν προς τον πραγματισμό - με άλλα λόγια, προς την εξειδίκευση και τη γνώση, έτσι ώστε μόνο οι ειδικοί να μπορούν να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο. Οι άνθρωποι επικοινωνούν με τους ομοίους τους, με όσους δραστηριοποιούνται στο ίδιο μ’ αυτούς πεδίο, και με κανέναν άλλο. Πριν από λίγες μέρες, βρέθηκα στην Ιατρική Σχολή για μια διάλεξη. Μίλησα για το στυλ του ρομαντισμού και κάποιος αντέτεινε: «Μας είπατε για τη μουσική, μας είπατε για τη λογοτεχνία· αυτά δεν έχουν ισχύ στο δικό μας κόσμο, τον κόσμο των φυσικών επιστημών ή της ιατρικής». Ρώτησα: «Γιατί;» Απάντησε: «Διότι είμαι νευροβιολόγος. Επικοινωνώ μόνο με νευροβιολόγους». Η ιδέα του κοινού λόγου δεν υπάρχει πια, επειδή (και αυτή είναι ίσως η βασικότερη αιτία) η εκπαίδευσή μας είναι άκρως εξειδικευμένη: ολόκληρος ο εκπαιδευτικός μηχανισμός συνδέεται με τον τεμαχισμό της γνώσης, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να κάνουν όλο και περισσότερα για όλο και λιγότερα. Ενδεχομένως, η εξειδίκευση να είναι χρήσιμη στις θετικές επιστήμες· ωστόσο, τελευταία έχει γενικότερα επικρατήσει ένα είδος ιδεολογικής κατήχησης που, ούτε λίγο ούτε πολύ, λέει: «Λοιπόν, αυτό δεν είναι δικό σας πρόβλημα· κάποιος άλλος θα το λύσει για λογαριασμό σας· δεν είστε πια υπεύθυνοι γι’ αυτό». Υπάρχει μια αίσθηση, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε τίποτε για τον υπόλοιπο κόσμο. Η συνείδηση μιας οικουμενικής κοινωνίας, η αίσθηση ενός κοινού πεπρωμένου, το ερώτημα πού πάμε, είτε αυτό αφορά το περιβάλλον είτε τις τέχνες είτε την ιστορία, έχει χαθεί. Ένα παράδειγμα: στην Αμερική, ιστορία σημαίνει όλα όσα έχουν λησμονηθεί. Η έκφραση «έχεις περάσει στην ιστορία» δεν σημαίνει ότι το υποκείμενο είναι μέρος της, αλλά ότι έχει περιπέσει στη λήθη. «Έχεις περάσει στην ιστορία» σημαίνει ότι έχεις ξεχαστεί. [...]


Edward W. Said (1935-2003), απόσπασμα από μια συζήτηση με τον Daniel Barenboim και τον Ara Guzelimian που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 14 Δεκεμβρίου του 2000 και δημοσιεύτηκε στο βιβλίο των Daniel Barenboim και Edward W. Said «Παραλληλίες και παραδοξότητες». Μετάφραση Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Νεφέλη (2004).

Τη φωτογραφία τη βούτηξα από ένα παλιότερο ποστ στις Πινακίδες από Κερί της Πόλυς Χατζημανωλάκη, αλλά αγνοώ την αρχική της προέλευση.