ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


12/11/10

Σιλάνς

Επιγραφή σίγασης σε τραίνο των ολλανδικών σιδηροδρόμων που κινείται μεταξύ Βρυξελλών και Άμστερνταμ. Με βάση την εμπειρία μου, η προτροπή μάλλον δεν εφαρμόζεται στο Βέλγιο.

Χώθηκαν στο τραίνο δευτερόλεπτα πριν κλείσουν οι πόρτες. Το βαγόνι ήταν από αυτά που έχουν και πρώτη και δεύτερη θέση, που διαχωρίζονταν από μια μετακινούμενη πορτούλα από πλεξιγκλάς. Η κοπέλα έσπρωξε την πορτούλα και μπήκε πρώτη στο τμήμα που ήταν δεύτερη θέση, ο άλλος μπήκε πίσω της. Οι πιο πολλές θέσεις ήταν κατειλημμένες, αλλά ένα κουπέ πίσω ήταν εντελώς άδειο. Κάθησαν ο ένας απέναντι από τον άλλο, ευχαριστημένοι. Το τραίνο κινείτο ήδη με ταχύτητα, με κατεύθυνση το Άμστερνταμ. Κάτι ξεκίνησαν να λένε, όταν χτύπησε το τηλέφωνο της κοπέλας με ένα χαρακτηριστικό ήχο. Εκείνη απάντησε, σε μια γλώσσα ξένη στο υπόλοιπο βαγόνι. Προφανώς δεν άκουγε καλά ή δεν την άκουγαν καλά, διότι μιλούσε δυνατά επαναλαμβάνοντας την ίδια ερώτηση. Πρόσεξα ότι χειρονομούσε με έμφαση ταυτόχρονα, σαν ο αόρατος συνομιλητής της να την έβλεπε κιόλας.

Ένας πανύψηλος Ολλανδός σηκώθηκε από ένα διπλανό κάθισμα και πήγε προς τη θέση των δύο. Με αυστηρό ύφος τους έδειξε, χωρίς να μιλήσει, μια επιγραφή πάνω στο παράθυρο. Ήταν γραμμένη ολλανδικά και αγγλικά, αναγνώρισα την αγγλική λέξη "silence". Ο τύπος έδειξε επίσης μια άλλη επιγραφή που είχε ένα διαγραμμένο κινητό τηλέφωνο. Το ύφος του ήταν βαρύ κι ασήκωτο, αλλά απλώς τους έριξε ένα αυστηρό βλέμμα, περιφρονητικό κάπως, πριν καθήσει, αμίλητος πάντα, στη θέση του. Η κοπέλα που δεν πρόσεξε την κίνηση διότι μιλούσε, πρόσεξε το συνοδό της που της έκανε νοήματα και έκλεισε το κινητό. Μίλησαν για λίγο χαμηλόφωνα, ο άντρας της έδειχνε τις επιγραφές στα παράθυρα και τους τοίχους του βαγονιού. Το βλέμμα και των δύο είχε μια απορία, μάλλον δεν είχαν ξαναδει κάτι τέτοιο. Οι υπόλοιποι επιβάτες κάθονταν σιωπηλοί, αφοσιωμένοι σε αυτά που διάβαζαν. Ο δράστης της υπόδειξης είχε βυθιστεί σε μια εφημερίδα.

Το κινητό της κοπέλας ξαναχτύπησε: απάντησε με κάποια σύντομη φράση (προφανώς κάτι σαν "θα σε πάρω μετά") και το έκλεισε πάλι. Μετά άρχισε να χτυπάει του αλλουνού, το έκλεισε κι αυτός, μετά κάνανε μπιπ κάτι γραπτά μηνύματα. Μέχρι το Άμστερνταμ αντάλλαξαν δυο-τρεις κουβέντες μόνο, χαμηλόφωνες. Από όλο το υπόλοιπο βαγόνι δε μίλησε κανείς. Κατέβηκαν στο Centraal και έμειναν να κοιτάζουν τα παράθυρα του τραίνου απέξω. Αυτός της έδειξε την επιγραφή Silence που κάλυπτε τα παράθυρα σε όλο το βαγόνι, αλλά όχι και στο διπλανό. Η κοπέλα έβγαλε το κινητό της και κάλεσε κάποιο νούμερο. Προχώρησαν δίπλα δίπλα μέχρι τις κυλιόμενες σκάλες, κι ύστερα χάθηκαν μέσα στο πλήθος. Σκέφτηκα ότι έμοιαζαν διαφορετικοί. Δεν πρέπει να ήταν ζευγάρι: η κοπέλα ήταν δυσανάλογα όμορφη σε σχέση με το συνοδό της, με μαύρα κατσαρά μαλλιά, μαύρα μάτια και γεμάτα χείλη, ενώ αυτός είχε μια συνηθισμένη νοτιόφατσα, κοντός, με κοιλιά, αξύριστος, απεριποίητος. Πώς καταλαβαίνεις αν δυο άνθρωποι είναι ζευγάρι; Υπάρχει κάτι που να τους ενώνει, μια γλώσσα του σώματος; Αυτοί δεν την είχαν.

Πριν λίγες μέρες ξαναβρέθηκα σε ένα τέτοιο βαγόνι, γυρνώντας από τις Βρυξέλλες προς το Ρότερνταμ. Οι επιβάτες του μάλλον δεν πρόσεξαν τις επιγραφές: άλλοι έτρωγαν χάμπουργκερ, άλλοι μιλούσαν στα κινητά, μια παρέα φλαμανδικής καταγωγής κοριτσόπουλα γελούσε παίζοντας κάποιο παιχνίδι, ένα ζευγάρι μεσήλικων και βάλε Ολλανδών υπό εμφανή επήρεια αλκοόλ ερωτοτροπούσε θορυβωδώς, κάποιος βίδωνε και ξεβίδωνε ένα πτυσσόμενο ποδήλατο που προσπαθούσε να στριμώξει (και εν τέλει κατάφερε) στο χώρο αποσκευών πάνω από τα καθίσματα. Κάποια στιγμή κάπου στην Αμβέρσα η διερχόμενη ελεγκτής των εισητηρίων έκανε κάτι νοήματα τύπου "σσσσστ" στις ξεκαρδισμένες κοπελούδες. Της απάντησαν κουνώντας σιωπηλά το κεφάλι, αλλά μόλις βγήκε από το βαγόνι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και συνέχισαν από εκεί που είχαν μείνει. Κανείς δε φάνηκε να ενοχλείται.

Ούτε κι εγώ, βέβαια. Έριχνα απλώς κλεφτές ματιές στο ζευγάρι που έπινε τις μπυρίτσες του, φιλιόταν και χαϊδευόταν, παρά τις εμφανείς ρυτίδες και την παρηκμασμένη κόμη, και σκεφτόμουν απλά ότι άμα έχεις κάτι να σε ενώνει, μια γλώσσα του σώματος (και της ψυχής, ακόμα καλύτερα), μικρή σημασία έχουν οι απαγορευτικές επιγραφές.

Σ.Σ. Τώρα που το θυμάμαι λίγο καλύτερα, η ξένη γλώσσα που μιλούσε η κοπέλα στο βαγόνι-ησυχαστήριο ήταν ελληνικά· με ανεπαίσθητα κρητική προφορά.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ε,ναι σε μας τους νοτίους η σιωπή είναι αν μη τι άλλο βαρετή...Καλά ξεμπερδέματα με τους Ευρωπαίους. Α, και μη ξεχνάς, η γλώσσα του σώματος δεν έχει να κάνει με τις αναλογίες αλλά με της ψυχής το χάδι...Έτσι τουλάχιστον μου λεγαν κάτι παλιοί ,κάποτε...

Β. είπε...

Ναι, κι αν μας λείπει το χάδι της ψυχής μένουμε με τη ...σιωπή του σώματος. Δυσανάλογοι...

Θα το έχω υπόψιν. ;-)

Idom είπε...

Β., παρακαλώ, θέλω διευκρίνηση: πρόκειται για βαγόνια ησυχίας; Όπως θα λέξαμε παλιά "μη καπνιζόντων";
Στο άλλο βαγόνι που δεν εκοσμείτο από ταμπέλες, οι φωνασκίες είναι πιο ανεκτές?

Τι στο καλό, τόσα τηλεφωνήματα είχε να δεχτεί η κρητικοομιλούσα τής ιστορίας;

Κολημένο θα με πεις, αλλά από ταμπέλες το ξεκίνησες και σε σεμνό σεξ το κατέληξες.
Είδες, ΠΟΥ ΣΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΚΑΙ ΣΕΝΑ ΤΟ Χ Ο Υ Φ Τ Ω Ν Ε Ι Ν !;!
:-)

Idom

Β. είπε...

Πρόκειται όντως για βαγόνια ησυχίας, στα διπλανά δε σου κάνουν παρατήρηση αν μιλάς στο τηλέφωνο.

ΥΓ. Αναμφίβολα, πλην όμως διαχωρίζω ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ από ΤΩΝ ΑΛΛΩΝΩΝΕ - οπότε δεν τους πιάνω από τα μούτρα όπου τους πετύχω, ναι;