ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


31/10/09

Ἡ πόλις (Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης )

Εἶπες: «Θὰ πάγω σ᾿ ἄλλη γῆ, θὰ πάγω σ᾿ ἄλλη θάλασσα,
μιὰ πόλις ἄλλη θὰ βρεθῇ καλλίτερη ἀπὸ αυτή.
Κάθε προσπάθειά μου μιὰ καταδίκη εἶναι γραφτή•
κ᾿ εἶν᾿ ἡ καρδιά μου -- σὰν νεκρός -- θαμμένη.
Ὁ νοῦς μου ὣς πότε μέσ᾿ στὸν μαρασμὸ αὐτὸν θὰ μένῃ.
Ὅπου τὸ μάτι μου γυρίσω, ὅπου κ᾿ ἂν δῶ
ἐρείπια μαῦρα τῆς ζωῆς μου βλέπω ἐδῶ,
ποὺ τόσα χρόνια πέρασα καὶ ρήμαξα καὶ χάλασα».

Καινούριους τόπους δὲν θὰ βρῇς, δὲν θἅβρῃς ἄλλες θάλασσες.
Ἡ πόλις θὰ σὲ ἀκολουθῇ. Στοὺς δρόμους θὰ γυρνᾶς
τοὺς ἴδιους. Καὶ στὲς γειτονιὲς τὲς ἴδιες θὰ γερνᾶς•
καὶ μέσ᾿ στὰ ἴδια σπίτια αὐτὰ θ᾿ ἀσπρίζῃς.
Πάντα στὴν πόλι αὐτὴ θὰ φθάνῃς. Γιὰ τὰ ἀλλοῦ -- μὴν ἐλπίζεις --
δὲν ἔχει πλοῖο γιὰ σέ, δὲν ἔχει ὁδό.
Ἔτσι ποὺ τὴ ζωή σου ρήμαξες ἐδῶ
στὴν κώχη τούτη τὴν μικρή, σ᾿ ὅλην τὴν γῆ τὴν χάλασες.

Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης (1910)



Σ.Σ. Όσοι δεν έχουν πολυτονικές γραμματοσειρές ενδεχομένως θα διαβάζουν μερικά ακατανόητα σύμβολα πιο πάνω, αλλά δε νομίζω ότι γίνεται να γράφτεί ο Καβάφης χωρίς τόνους - χώρια οι ιδιοτυπίες της ορθογραφίας του.

Το ποίημα το σκέφτομαι τις τελευταίες μέρες που περιφέρομαι ασκόπως (ή όχι εντελώς ασκόπως...) στο Ηράκλειο - άλλοι αξιώθηκαν την Αλεξάνδρεια, αλλά ο καθένας μάλλον έχει την πόλιν που του αξίζει.

Ας είναι...

28/10/09

Όχι, βέβαια...

Στην αρχή της γιορτής, η μίνι λαϊκή καθηγητική ορχήστρα (κιθάρα, δύο μπουζούκια, ακορντεόν) συνοδεύει ένα μπουκέτο νέων τραγουδιστών-μαθητών (εδώ η εξαιρετική δεσποινίς Γ.) σε έργα Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου και Λοΐζου. Οι μαθήτριες που κάθονται αριστερά απαγγέλλουν άσματα ηρωικά και πένθιμα, στο πνεύμα της επετείου.

Επειδή σε κάθε εθνική επέτειο είθισται να διηγούμαι παλιές στρατιωτικές ιστορίες με κίνδυνο οι αναγνώστες μου να βαρεθούν γρήγορα, λέω σήμερα για αλλαγή να αφήσω το επετειακό κομμάτι του μπλογκ να πάει ακόμα πιο πίσω στο χρόνο. Την αφορμή μου την έδωσε μια ιδιάζουσα εμπειρία που είχα χτες. Ιδιάζουσα όχι από μόνη της, αλλά λόγω της φάσης ζωής στην οποία βρίσκομαι, καθώς με κλεισμένα τα 41 και μη έχοντας παιδιά ή άλλη προσωπική σχέση με τα σχολεία είναι εντελώς αξιοπερίεργο το πώς βρέθηκα να παρακολουθώ μια σχολική γιορτή για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου σε ένα Λύκειο του Ηρακλείου.

Την τελευταία φορά που είδα τέτοια γιορτή πρέπει να ήταν 27η Οκτωβρίου του 1984 και να πήγαινα τρίτη Λυκείου. Από τότε έχουν περάσει (όχι ματαίως, ελπίζω) εικοσιπέντε χρόνια και σκέφτομαι ότι αν είχα κάνει παιδιά στα εικοσιπέντε μου (άλλοι έκαναν) θα πήγαιναν τώρα τρίτη Λυκείου κανονικά. Πάντως στο σχολείο βρέθηκα προσκεκλημένος ενός παλιού συναδέλφου που τυγχάνει να είναι τόσο εκπαιδευτικός της δευτεροβάθμιας όσο και εκλεκτός μουσικός - η διπλή αυτή ιδιότητα τον έκανε βασικό κρίκο στη δημιουργία μιας ad hoc λαϊκής ορχήστρας αποτελούμενης κατα κύριο λόγο από καθηγητές, που θα συνόδευε την άρτι συσταθείσα σχολική χορωδία και ορισμένους μαθητές-σολίστ στη σχολική γιορτή.

Ο συνάδελφος έτρεχε όλες τις προηγούμενες μέρες σε πρόβες με τους μαθητές και τους λοιπούς συντελεστές κουρδίζοντας όργανα, διαμορφώνοντας ενορχηστρώσεις ανάλογα με τις ικανότητες της ορχήστρας, προσαρμόζοντας τραγούδια στις φωνητικές δυνατότητες των παιδιών, κουβεντιάζοντας και εμψυχώνοντας. Την παραμονή της αποφράδας ημέρας εμφανίστηκε στην (πρώην) δουλειά και κάλεσε τους πάντες στη γιορτή. Ανταποκρίθηκαν δύο - ο ένας έχει ήδη μια μακρόχρονη και αποδοτική συνεργασία με τη μουσική πλευρά του συναδέλφου. Ο άλλος ήμουν εγώ - περιφερόμενος ως άδικη κατάρα στο Ηράκλειο τις μέρες αυτές, και προσπαθώντας να γεμίσω κάμποσες άδειες πρωινές ώρες.

Η γιορτή άρχισε με απονομή βραβείων και αριστείων, καθώς και παράδοση της σημαίας στη σημαιοφόρο και τους παραστάτες για την παρέλαση. Συνεχίστηκε με το καθιερωμένο μήνυμα-χαιρετισμό της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων (και Έρευνας και Τεχνολογίας, αλλά δεν το γράφει). Ακολούθησαν απαγγελίες, ο αναπόφευκτος Ελύτης του "Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας" αλλά παραδόξως χωρίς "Άξιον Εστί". Έπειτα ήρθε μια απρόσμενη και ενδιαφέρουσα περιγραφή των στρατοπέδων συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν και του Μπέργκεν-Μπέλσεν (και μια εξαιρετική ερμηνεία του Τι ωραία που είν' η αγάπη μου του Θεοδωράκη σε στίχους Ιάκωβου Καμπανέλη). Κι ύστερα αναφορές των εκτελέσων στο Σκοπευτήριο, λίγος Χατζιδάκις (Κοίτα με στα μάτια), λίγος Λοΐζος (Μη μου μιλάς, Το ακορντεόν), λίγος Ξαρχάκος (Παλληκάρι στα Σφακιά - μάλλον λόγω εντοπιότητας - και Σαββατόβραδο στην Καισαριανή).

Ήταν, ομολογώ, συμπαθητικά. Αρχικά είχα κάθε προϋπόθεση να ξυνίσω άσχημα, τόσο λόγω των αριστείων που ούτε ως μαθητής συμπάθησα ποτέ όσο και λόγω του χαιρετισμού της Υπουργού που ήταν υπόδειγμα κενολογίας, ως είθισται. Στην πορεία όμως, κάτι τα κείμενα που δεν ήταν κραυγαλέα, κάτι η μουσική που δεν ήταν καθόλου για πέταμα, κάτι που τα παιδιά της χορωδίας και οι τραγουδιστές το είχαν πάρει σοβαρά και έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, με πήρε μαζί το κύμα τους. Ειδικά στο "Ακορντεόν", ένα κομμάτι που το μακρινό 1984 είχε ειπωθεί από τη χορωδία του δικού μας σχολείου χωρίς την κακιά λέξη "φασισμός" που είχε μετατραπεί σε έναν απροσδιόριστο "εχθρό" καθώς σύμφωνα με την εκπληκτική δικαιολογία του τότε καθηγητή της μουσικής "δεν πρέπει να ενοχληθούν τυχόν φίλα προσκείμενοι στο φασισμό εκ των γονέων και κηδεμόνων" !!!

Με πήρε λοιπόν το κύμα των παιδιών, και με σήκωσε. Κι ύστερα με έσκασε κάτω με πάταγο, καθώς σε ένα απίστευτα σουρεαλιστικό φινάλε η χορωδία τραγούδησε τη Συννεφιασμένη Κυριακή (που ορισμένοι κακόβουλοι ισχυρίζονται ότι δεν είναι ακριβώς κατοχική αλλά μάλλον ποδοσφαιρική η αιτία που γράφτηκε), κάποιοι μαθητές το ρίξανε στο ζεϊμπέκικο, το πλήθος χτυπούσε παλαμάκια ομοθυμαδόν, κάποιος φώναξε "γεια σου Τσιτσάνη με τις πενιές σου" και όταν αποκορυφώθηκε η ντίρλα εν μέσω γενικής χλαπαταγής ο καθηγητής-κονφερανσιέ σηκώθηκε και είπε "Και τώρα θα πούμε τον Εθνικό Ύμνο".

Και σηκωθήκαμε όρθιοι, είπαμε τον Ύμνο, ανακοινώθηκε ότι δεν θα κρατηθούν απουσίες σήμερα (πανζουρλισμός στο ακροατήριο), οι μαθητές έγιναν μπουχός και η ορχήστρα άρχισε να μαζεύει τα όργανα και τις μικροφωνικές. Έδωσα συγχαρητήρια στον κιθαρίστα που κατάφερε και έβγαλε το πρόγραμμα με χαλασμένη κιθάρα (με ξεκούρδιστη τη χορδή του ρε), στη νεαρά τραγουδίστρια Γ., στη νεαρά μαμά της Γ. που καθόταν δίπλα (πέντε χρόνια την περνάω, άρα νεαρά είναι, παρότι μαμά δεκαεπτάχρονης) και στους λοιπούς συντελεστές. Ύστερα αποχαιρέτησα και περπάτησα αργά προς το πάρκιγκ ανάμεσα στον αποχωρούντα μαθητόκοσμο της γειτονιάς: παιδιά που κάπνιζαν κοιτώντας γύρω μην τους δουν, ζευγαράκια που φιλιόντουσαν κλεφτά. Τα ντυσίματα και τα χτενίσματα έχουν αλλάξει τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, αλλά μερικά άλλα πράγματα δεν αλλάζουν και πολύ.

Βγήκα στη λεωφόρο - τα αυτοκίνητα περνούσαν με τη συνηθισμένη τους αδιαφορία. Η πόλη περιστρεφόταν στους ρυθμούς της, όπως πάντα.


Στο τέλος της γιορτής, λίγο πριν τον εθνικό ύμνο, χορωδιακή εκτέλεση του "Συννεφιασμένη Κυριακή" του Τσιτσάνη. Ακολουθεί ζεμπεκιά αρχικά από μία εκ των παρουσιαστριών και (εικονιζόμενη εδώ) από άρρεν μέλος της χορωδίας, συνεπικουρούμενο από παλαμάκια των λοιπών μελών. Ο χαμένος ανθυπολοχαγός της Αλβανίας δεν είναι βέβαιο ότι θα μεράκλωνε αντίστοιχα, αλλά πάλι ποτέ δεν ξέρεις...

Χρησιμοποίησα φωτογραφίες και βίντεο που τράβηξε ο Χ.Κ., μέλος της αφρόκρεμας του ελληνικού πανεπιστημίου - αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Καλού-κακού έχει πέσει ψηφιακή θολούρα, δεν ξέρεις ποτέ...

17/10/09

Κίτρινος πράκτωρ εναντίον Πεταλούδα

Ο Στηβ Μακ Κουήν και ο Ντάστιν Χόφμαν φυλακισμένοι στον "Πεταλούδα".

Τώρα πια δεν είμαι απόλυτα βέβαιος για τη χρονολογία – πρέπει να ήταν κάποια χρονιά στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ίσως το 1985 ή λίγο μετά. Μαζευόμασταν κάθε μεσημέρι στου Τράκα για φραπέ. Για την ακρίβεια «Τράκα» το λέγαμε όσοι ήμασταν από την πάνω γειτονιά και ως πιτσιρίκια πηγαίναμε στο μαγαζί για λουκουμάδες και σουβλάκι καλαμάκι, την εποχή που ζούσε ακόμα ο συχωρεμένος ο κυρ Χαραλάμπης (ο λεγόμενος και Τράκας) και η γυναίκα του η κυρά Στέλλα που έκανε τους λουκουμάδες. Κάποια στιγμή το μαγαζί πέρασε στα χέρια του γιου του, του Μανώλη (που τον φώναζαν Τραμπαρίφα, από το γνωστό αρχοντορεμπέτικο). Ο Μανώλης δοκίμασε διάφορες καινοτομίες όπως τζουκ-μποξ και μπιλιάρδα, μήπως και αποφύγει τη μοίρα του σουβλατζή, άλλο αν τελικά δεν την απέφυγε. Εκείνη την εποχή το μαγαζί ήταν καφέ-μπαρ και λεγόταν επσήμως «Τα Κωλωνάκια» (με αυτή την ορθογραφία). Ανεπισήμως βέβαια όλοι «Τραμπαρίφα» το έλεγαν, ειδικά οι της κάτω γειτονιάς που δε σύχναζαν εκεί ως πιτσιρίκια για να το θυμούνται αλλιώς. Στο τέλος κι ο ίδιος ο Μανώλης άλλαξε την ταμπέλα (ή ίσως ήταν ο γιος του ο Μπάμπης) και επέστρεψε στη γνώριμη μοίρα του σουβλατζίδικου με μια καινούργια ταμπέλα που έγραφε «Τραμπαρίφας: Η απάντηση στην πείνα».

Πάντως την εποχή εκείνη ήταν ακόμα «Τα Κωλωνάκια», ίσως από τα μικρά κολωνάκια που οριοθετούσαν τη μικρή πλατεία στη μέση του πλακόστρωτου που ενώνει την πάνω με την κάτω πλατεία στον Εύδηλο. Και όλοι, είτε από την πάνω είτε από την κάτω μεριά του χωριού, δίναμε ραντεβού μετά τη θάλασσα και το μεσημεριανό φαγητό με τις οικογένειες. Γύρω στις τρεις. Τότε δεν ήταν γνωστό το φαινόμενο του θερμοκηπίου (ούτε το έντονο ξενύχτι των μεταγενέστερων χρόνων) και για μπάνιο πηγαίναμε πρωί. Οι πιο πολλοί πήγαιναν ακόμα σχολείο, βρίσκονταν ακόμα υπό ισχυρή κηδεμονία, και τα ωράρια ήταν αρκετά αυστηρά. Οπότε αυτό που είχαμε να κάνουμε τα μεσημέρια, ήταν να μαζευτούμε όλη η παρέα στου Τραμπαρίφα για φραπέ. Και όχι μόνο – σε αντίθεση με τα καφενεία της κάτω πλατείας που είχαν μόνο τάβλι ως εναλλακτική, η καφετέρια του Μανώλη είχε κάτι παραπάνω. Είχε τηλεόραση με βίντεο.

Σκάγαμε λοιπόν ένας ένας γύρω στις τρεις παρά, και στήναμε τις πλαστικές πολυθρονίτσες στην πλατεία στην κατάλληλη διάταξη: μία απέναντι στην τηλεόραση και άλλη μία ακριβώς συμμετρικά ώστε να απλώνουμε πάνω της τα πόδια. Το γκαρσόνι του μαγαζιού, ο Αντρέας, σκούπιζε αργά και τελετουργικά την πλατεία από τα ξερά φύλλα της μουριάς που έπεφταν. Κοιτούσε ένα ένα τα φύλλα και τα οδηγούσε προσεκτικά προς το φαράσι. Μετά πήγαινε να σκουπίσει άλλο ένα φύλλο αλλά στο μεταξύ ένα ανάλαφρο μελτεμάκι σκόρπιζε τα προηγούμενα μαζεμένα φύλλα, καθιστώντας την προσπάθεια περιττή. Όχι για τον Αντρέα βέβαια, που συνέχιζε να σκουπίζει με τον ίδιο ρυθμό, πράγμα που σήμαινε ότι μπορεί και να τελείωνε κατά τα Χριστούγεννα. Όμως τότε ήταν ακόμα Αύγουστος, κι ο Αντρέας είχε να αντιμετωπίσει και τη μεσημεριανή πελατεία που ήταν όλο απαιτήσεις.

- Αντρέα, καφέ.
- Τι καφέ; ρωτούσε ο Αντρέας με τον ίδιο αργό και τελετουργικό τρόπο, χωρίς να διακόψει ούτε στιγμή το σκούπισμα.
- Τι έχει;
- Φραπέ.
- Άλλο τίποτα;
- Μπααα, μόνο φραπέ έχει.
- Ε, φέρε φραπέ.
- Είντα φραπέ θέλετε;
- Γλυκό – Σκέτο – Μέτριο – Μέτριο με γάλα – Γλυκό με γάλα
(κλπ.)

Η παραγγελία δεν είχε σημασία βέβαια – ο Αντρέας ό,τι και να του έλεγες κοιτούσε στοχαστικά τη σκούπα και το φαράσι κι ύστερα πήγαινε αργά και νωχελικά στο μαγαζί και μετά από πολλή πολλή ώρα εμφανιζόταν με ένα δίσκο καφέδες που ήταν όλοι μέτριοι χωρίς γάλα. Με τον καιρό είχε μάθει να φέρνει κι ένα ανοιγμένο κουτί εβαπορέ μαζί, κι ο καθένας έβαζε γάλα κατά τα γούστα του. Ύστερα πήγαινε να ξαναπιάσει τη σκούπα (αργά βέβαια) και τότε κάποιος πεταγόταν από την παρέα και έλεγε:

- Δε βάζεις να δούμε κάνα βίντεο;
- Άμα θέτε... μουρμούραγε ο Αντρέας κοιτώντας τα πεσμένα φύλλα.
- Τι ταινίες έχει;
- Έχουμε πολλές και καλές ταινίες.
- Ποιες;


Τότε ο Αντρέας έλεγε το ποίημα που είχε μάθει απέξω με τον καιρό (κάθε μεσημέρι, όλο το καλοκαίρι).

- Λοιπόν, έχουμε τον Πεταλούδα, το Ένα τρύπιο δολλάριο, το Ένας αλλά λύκος, το Εκτελεστής χωρίς οίκτο και...

Στο σημείο εκείνο κοντοστεκόταν λίγο.

- ...και το Κίτρινος πράχτωρ εναντίον της Μαφίας.

Διαλέγαμε λοιπόν μία ταινία, τη βλέπαμε ενώ πίναμε τελετουργικά το φραπέ όσο κρατούσε το βίντεο, χαβαλεδιάζαμε λίγο μετά την ταινία και το διαλάγαμε το απόγευμα για να ξαναμαζευτούμε το βράδι (με μακρύ παντελόνι τώρα) στα καφενεία της κάτω πλατείας για τάβλι. Την άλλη μέρα, μετά το μπάνιο να 'μαστε πάλι, οι ίδιοι και ίδιοι μπροστά στη σκούπα και το φαράσι του Αντρέα.

- Τι ταινίες έχει;
- Α, έχουμε πολλές και καλές ταινίες.
- Ποιες;
- Το Ένα τρύπιο δολάριο, το Ένας αλλά Λύκος, το Εκτελεστής χωρίς οίκτο, το Κίτρινος Πράκτωρ εναντίον της Μαφίας, και μια ολοκαίνουργια.
- Ολοκαίνουργια; Ποια;
- Τον Πεταλούδα.


Όσο προχωρούσε το καλοκαίρι εντρυφούσαμε σε βάθος στην κινηματογραφική τέχνη. Δεδομένου ότι η επανάληψη είναι μήτηρ της μαθήσεως, μερικοί έριχναν τις ατάκες πριν επισυμβεί η αντίστοιχη δράση επί της οθόνης, και άλλοτε πάλι αυτοσχεδιάζαμε διάφορα τμήματα των ταινιών. Άλλος έκανε τον Τσακ Νόρις, άλλος τον Τσαρλς Μπρόνσον, άλλος το Μπρους Λη – καμμιά φορά ανασυνθέταμε τη δράση από κάμποσες ταινίες ταυτόχρονα. Αλλά κάποια στιγμή προς το τέλος του Αυγούστου η παρέα άρχισε να αραιώνει - οι φραπέδες που έφερνε μηχανικά ο Αντρέας ήταν πλέον περισσότεροι από τους πελάτες. Και τα φύλλα συσσωρεύονταν πια σε μεγάλους σωρούς στην πλατεία.

Την επόμενη χρονιά το μαγαζί ήταν πάλι σουβλατζίδικο, οπότε τέρμα οι μεσημεριανοί φραπέδες διότι ο Μανώλης αξιοποιούσε τα μεσημέρια για να περνάει κομμάτια χοιρινό στα καλαμάκια. Ο Αντρέας είχε πάει φαντάρος, κι εμείς πιο μεγάλοι πια και πιο ξενύχτηδες, μέναμε πιο αργά στη θάλασσα και αρχίζαμε να πίνουμε το φραπέ μας σε κάτι παραλιακές καντίνες. Η ζωή όλων άλλαξε με το τέλος του σχολείου, και αντίστοιχα άλλαζαν και οι διακοπές – άρχισε να παίρνει ο καθένας το δρόμο του.

Πολλά πολλά χρόνια μετά, φέτος το καλοκαίρι, θυμήθηκα σε κάποια παρέα εκείνο το καλοκαίρι του βίντεο. Κάποιος τότε είπε μια ιστορία για έναν από τους φραπεδόβιους του επίμαχου καλοκαιριού, ότι δήθεν φτάνοντας στην Αθήνα μπήκε σε ένα βίντεο κλαμπ και αγόρασε μια κασέτα του Πεταλούδα. Ύστερα βγήκε έξω, έβαλε φωτιά στην κασέτα στο πεζοδρόμιο και άρχισε να χοροπηδάει φωνάζοντας «κανείς δεν θα ξαναδεί τον Πεταλούδα! Όχι άλλο Πεταλούδα!» - και μετά γύρισε σπίτι του ανακουφισμένος.

Αλλά νομίζω ότι μάλλον είναι αστικός μύθος.



Μπρους Λη εναντίον Τσακ Νόρις με φόντο το Κολοσσαίο στο "Κίτρινος Πράκτωρ εναντίον της Μαφίας"

Σ.Σ. Στην πραγματικότητα οι βιντεοταινίες ήταν λίγο περισσότερες από αυτές που αναφέρω πιο πάνω. Εκτός από τον Πεταλούδα με το Στηβ Μακ Κουήν και το ιταλικό σπαγγέτι γουέστερν Ένα τρύπιο δολλάριο και φυσικά το "Way of the dragon" του Μπρους Λη που είχε κακότεχνα μεταφραστεί από τον Έλληνα διανομέα ως "Κίτρινος Πράκτωρ εναντίον της Μαφίας", το μενού περιελάμβανε ακόμα την πρώτη ταινία της σειράς Ράμπο (Το πρώτο αίμα) με το Συλβέστερ Σταλόνε, τη δεύτερη της σειράς Death Wish "Εκτελεστής χωρίς οίκτο" με τον μουστακαλή Τσαρλς Μπρόνσον, λίγο ακόμα Τσακ Νόρις με μούσι στο "Ένας αλλά λύκος" καθώς και κάτι νεανικές σεξοκωμωδίες της εποχής και ίσως κάτι ακόμα που ο τίτλος μου διαφεύγει.

Η αλήθεια είναι ότι το καλλιτεχνικό επίπεδο δεν ήταν και πολύ υψηλό, και δεδομένου ότι εγώ είχα αρχίσει ήδη να συχνάζω σε κάτι "κουλτουριάρικα" σινεμά και να παρακολουθώ Φράνσις Φορντ Κόππολα - Ράινερ Βέρντερ Φασμπίντερ - και ξερό ψωμί, είναι μάλλον κατανοητό γιατί θεωρώ ότι η ανάφλεξη του Πεταλούδα (της μόνης ταινίας με κάποια σοβαρή ποιότητα στη συλλογή) είναι αστικός μύθος. Θα μου πήγαινε καλύτερα αν ο φραπεδόβιος της ιστορίας έκαιγε τον Κίτρινο Πράκτορα, ενθυμούμενος μάλιστα την (καλτ) σκηνή όπου ο Μπρους Λη τσακίζει χέρι και πόδι του Τσακ Νόρις με ένα και μόνο χτύπημα καράτε.

Αλλά οι "καλλιτεχνικές" μας ευαισθησίες αμβλύνονται συν τω χρόνω και εκ των υστέρων σκέφτομαι ότι μια παρέα εφήβων της δεκαετίας του '80 μάλλον φυσιολογικά θα έβλεπε Ράμπο (ου μην αλλά και Στάθη Ψάλτη) παρά Ταρκόφσκι και Γκοντάρ - ακόμα και ο Πεταλούδας ίσως ήταν λίγο πιο "ψαγμένος". Πολλούς από την παρέα (σαραντάρηδες με παιδιά τώρα) τους βλέπω ακόμα τα καλοκαίρια. Τώρα πίνουν εσπρέσσο φρέντο οι περισσότεροι - εγώ είμαι από τους λίγους που προτιμούν ακόμα φραπέ.

Για την ιστορία, το μαγαζί το έχει πάρει ο Μπάμπης, ο γιος του Μανώλη. Δε θυμάμαι πως λέγεται επισήμως φέτος, αλλά είναι μισό καφέ-μπαρ και μισό σουβλατζήδικο. Δεν παίζει βίντεο, παίζει Nova σε μια μεγάλη επίπεδη οθόνη.

Ο Αντρέας είναι παπάς σε ένα χωριό στην Ικαρία.

9/10/09

Κρητικοί και Κριτική


Κάνα δυο μέρες πριν τα μαζέψω οριστικά από το Ηράκλειο, βρέθηκα να ψάχνω μια ανύπαρκτη συναυλία του Κωστή Αβυσσινού στα Σπήλια ή το Σκαλάνι. Τελικά η πληροφορία περί συναυλίας ήταν μούφα, ωστόσο τον Αβυσσινό τον πέτυχα λίγες μέρες αργότερα στην Ικαρία, στο Φεστιβάλ Πολιτισμικών Διαλόγων Ίκαρος, μαζί με την Ουγγαρέζα Marta Sebestyen σε μια μουσική συνύπαρξη που ήταν όντως απρόσμενη. Με στεναχώρησε λίγο μόνο το γεγονός ότι ο κακομοίρης ο Αβυσσινός δεν βρήκε στην Ικαρία τους συμπαραστάτες που θα ήθελε ανάμεσα στο κοινό – λίγα κοινά πράγματα έχουν οι μουσικές μας παραδόσεις, κι όλα τα γυρίσματα του Ροδινού που έπαιζε ήταν σχεδόν εξίσου αλλότρια για τους καριώτες θεατές όσο και τα ουγγαρέζικα της Marta, χώρια που κανείς δε σηκώθηκε να χορέψει πεντοζάλη (που δεν ήξεραν) και περιορίστηκαν σε ένα σιγανό (χασαποσέρβικου τύπου) προς απογοήτευση και του Αβυσσινού και της κομπανίας του που αλλιώς ήταν μαθημένοι. Στο τέλος έπαιξαν καριώτικο (και μάλιστα τον «σωστό» καριώτικο), αλλά ενώ το κοινό παραληρούσε και χόρευε, έχω την αίσθηση ότι οι μουσικοί από την Κρήτη ήταν εξίσου σε «παράλληλο σύμπαν» με τους απορημένους Ούγγρους την ώρα εκείνη.

Υπάρχει μια ορισμένη "φαινοτυπική" ιδιομορφία σε κάποιες γωνιές του τόπου μας - η Ικαρία ίσως είναι μια τέτοια περίπτωση και η Κρήτη σίγουρα μια άλλη. Στην Κρήτη έζησα τα διόμισι τελευταία χρόνια – φαίνεται πως αυτή η περίοδος έληξε οριστικά, μάλλον. Είναι λίγο νωρίς ακόμα για ανασκοπήσεις και αξιολογήσεις (ακόμα δεν έχω καταφέρει να αποτιμήσω στα σοβαρά πολύ προγενέστερες περιόδους της ζωής μου), σκέφτομαι όμως ότι όλη αυτή την περίοδο αισθανόμουν πάντα κάπως προσωρινός, περαστικός από το χώρο. Δεν είναι μόνο η φύση της δουλειάς μου – άλλοι συνάδελφοι εξίσου ξένοι με τον τόπο και τη νοοτροπία έχουν δεθεί μια χαρά και περνάνε ωραιότατα. Κι εγώ καλά πέρασα, δε λέω, αλλά δε μπορώ να πω ότι ανέπτυξα ισχυρούς δεσμούς, ούτε ότι με διακατέχει κανενός είδους νοσταλγία για την Κρήτη. Έφυγα ήσυχα ήσυχα και δε γύρισα να κοιτάξω πίσω.

H Μανταλένα πάντως το είχε επισημάνει έγκαιρα το πρόβλημα, πριν κάτι μήνες που είχαμε βρεθεί για μια αποχαιρετιστήρια ρακή καθώς εγώ έφευγα υποτίθεται για καλοκαίρι (οριστικά, εν τέλει). Εκείνο το βράδι μου τα είχε χώσει ελαφρώς επειδή κατά τη γνώμη της δεν συμπαθούσα επαρκώς τους Κρητικούς. Προσπάθησα να αποσείσω την κατηγορία, αλλά με πολύ χλιαρά επιχειρήματα. Το αστείο είναι ότι η Μανταλένα είναι μετανάστρια, δεν είναι καν ελληνικής καταγωγής. Ωστόσο αισθάνεται οργανικά ενταγμένη στην κοινωνία της Κρήτης (όχι της Ελλάδας – της Κρήτης), λατρεύει τους Κρητικούς (όχι γενικώς τους Έλληνες) και τους υπερασπίζεται από τα σκωπτικά σχόλια κάτι τύπων σαν εμένα.

Εκείνη την ώρα μου κακοφάνηκε λίγο, αλλά μετά που το ξανασκέφτηκα ψυχραιμότερα, κατέληξα πως η Μανταλένα είχε δίκιο. Όχι με την έννοια της συμπαθειας η αντιπάθειας προς μια κάπως αφηρημένη ολότητα (τους Καριώτες, τους Κρητικούς, τους Πόντιους, τους Έλληνες, τους Ινδιάνους) στην οποία τσουβαλιάζονται και η συμπαθής Μαρία και η αντιπαθής Μαρίκα, και ο καλός Γιωργάκης και ο κακός Κωστάκης. Αλλά με την έννοια ότι πολλά από τα «πολιτισμικά» χαρακτηριστικά που στο μυαλό μερικών ανθρώπων συναποτελούν την «Κρητικοσύνη» μου είναι αδιάφορα ή εντελώς ξένα. Καλώς ή κακώς διαθέτω μια συγκρότηση με διαφορετικές ιεραρχήσεις αξιών από τις κυρίαρχες στη μεγαλόνησο (και αλλού...) και ως εκ τούτου δεν με εγκαταλείπει σχεδόν ποτέ ένα είδος κριτικής διάθεσης απέναντι στον κόσμο – σε όλο τον κόσμο, τόσο στην Κρήτη και στην Ικαρία όσο και στην Αθήνα ή στο Ουζμπεκιστάν.

Θέλω να πιστεύω (και προσπάθησα να το εξηγήσω και στη Μανταλένα πιο πρόσφατα που τα ξαναείπαμε από κοντά) ότι αυτή η κριτική διάθεση δεν με εμποδίζει να χαίρομαι με τα καλά αυτού του τόπου και των ανθρώπων του και δε μου θολώνει το νου όταν κρατάω απόσταση από τα οιονεί "κακά" τους. Θυμάμαι πάντως με συγκατάβαση έναν κάπως σουρρεαλιστικό διάλογο που είχα με μια παρέα Κρητικών το καλοκαίρι που μας πέρασε σε ένα πανηγύρι στην Ικαρία. Έτυχε να καθήσουμε δίπλα, κι είχα μείνει εκστατικός να κοιτάζω την πανέμορφη μελαχροινή κοπέλα της παρέας (αν και οι φίλες μου κοίταζαν εξίσου εκστατικές το συνοδό της) όταν αναφέρθηκε ότι μένω στο Ηράκλειο. Η συμπεριφορά της παρέας άλλαξε κάπως απότομα προς το χειρότερο απέναντί μου - μέχρι που διευκρινίστηκε ότι είμαι από την Ικαρία και απλώς κατοικώ προσωρινά στην Κρήτη. Αμέσως χαλάρωσαν - μου εξήγησαν ότι είναι Χανιώτες, κι ως εκ τούτου δεν συμπαθιούνται με τους Ηρακλειώτες. Έβαλα τα γέλια - ακόμα περισσότερο όταν ανακάλυψα ότι η πανέμορφη μελαχροινή που συνόδευαν οι Χανιώτες ήταν από ένα χωριό στο Λιβυκό που ανήκει ακριβώς στο νομό Ηρακλείου. Κρασί στο κρασί (δεν παίζει ρακή στα καριώτικα πανηγύρια) είπαμε διάφορα χαριτωμένα για τους Κρητικούς και τους Καριώτες, είπαμε ανέκδοτα με Ανωγειανούς, μαντινάδες και ρίβες. Στο τέλος αποτόλμησα να τους διηγηθώ μια ιστορία που μου 'χε τύχει παλιά στα μέρη τους.

Ήτανε καλοκαίρι του 2003 μάλλον, και είχαμε μόλις φτάσει στη Σούδα με πλοίο, μια παρέα βιολόγοι που πηγαίναμε σε ένα συνέδριο. Πήραμε ταξί για Κολυμπάρι - ο ταξιτζής βγήκε στην εθνική με τις πάντες και σε λίγα δευτερόλεπτα είχε φτάσει τα 180. Παρόλες τις προτροπές μας να πάει πιο αργά δεν υποχώρησε καθόλου, προσέξαμε όμως ότι όταν του πιάναμε κουβέντα έκοβε γύρω στα 120-130. Αρχίσαμε να του μιλάμε διαρκώς για οτιδήποτε, και μια και είχε κι εκείνος όρεξη για κουβέντα άρχισε να μας λέει για την κουμπάρα του που ήταν δήμαρχος στην Αθήνα (η Ντόρα Μπακογιάννη, τότε) κι έπειτα δυσανασχέτησε που κανείς μας δεν την είχε ψηφίσει την κουμπάρα. Το αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας ήταν να γυρίσει μπροστά αμίλητος και να πατήσει γκάζι αλλά λίγο πριν φτάσει τα 200 πετάχτηκε η Ρ. από το πίσω κάθισμα (σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ξαναπιάσει την κουβέντα) και ρώτησε όλο ενδιαφέρον:

- Έχετε ποντίκια εδώ;

Ο ταξιτζής γούρλωσε τα μάτια, έκοψε ταχύτητα (ουφ...) και γύρισε για να ρωτήσει απορημένος:

- Στην Κρήτη;
- Στην Κρήτη.
- Ποντίκια; Στην Κρήτη;
- Ε, ναι, διαβάσαμε στην εφημερίδα ότι εκεί που γίνονται τα ολυμπιακά έργα, στο Ηράκλειο, έχει γεμίσει ο τόπος ποντίκια.


Το πρόσωπο του ταξιτζή έλαμψε από ανακούφιση. Γύρισε μπροστά πατώντας γκάζι απότομα και διευκρίνισε:

- Στην Κρήτη δεν έχει ποντίκια. Στο Ηράκλειο έχει ποντίκια. Όχι στην Κρήτη.

Προς επιβεβαίωση των λεγομένων του, ένας τετράπαχος αρουραίος διέσχιζε το δρόμο την ώρα που περνούσαμε έξω από τη Μονή Γωνιάς, αλλά φτάναμε πια σώοι και ασφαλείς οπότε είπα να μην το κάνω θέμα. Άλλωστε κι ο αρουραίος μπορεί να μην ανήκε στην Κρήτη (όπως άλλωστε και το Ηράκλειο) - μπορεί να ανήκε κι αυτός σε κανένα παράλληλο σύμπαν.


ΣΣ. Δεδομένου του πνεύματος της ανάρτησης, παρακαλώ η ιστοριούλα με τον ταξιτζή να μη διαβαστεί "διασταλτικά" και να μη θεωρηθεί ότι υποκρύπτει κάποιου είδους απαξία για τους κουμπάρους της Ντόρας, τους Χανιώτες, τους Κρητικούς ή τους ταξιτζήδες συνολικά. Το διευκρινίζω για να με ξανακάνει παρέα η Μανταλένα τώρα που θα έρχομαι μόνο ως τουρίστας πλέον.

Πάντως ήταν ένα σχόλιο ανωνύμου στην προηγούμενη ανάρτηση (που όμως μαζί ψάχναμε το μαγαζί του Αβυσσινού την άλλη φορά, οπότε όχι και τόσο ανωνύμου) που μου θύμισε την καλοκαιρινή συναυλία. Η Marta Sebestyen έγινε αρκετά γνωστή από το μουσικό θέμα της ταινίας "Ο Άγγλος ασθενής" που έγραψε και τραγουδούσε. Ο Κωστής Αβυσσινός (η φωτογραφία του είναι στην κορυφή της ανάρτησης) είναι γιος - και συνεχιστής - του παλιού μουσικού Γιώργη Αβυσσινού από το Σκαλάνι. Από την συναυλία αυτή συγκράτησα ένα δίστιχο που είναι νομίζω του Γιώργου Κουτσουρέλη:

Ήθελα να 'μουν άρωμα που βάνεις στα μαλλιά σου
στην κάθε σου αναπνοή να μπαίνω στην καρδιά σου


Γιατί αυτή η μουσική (και άλλες πολλές) αντιπροσωπεύει μια μορφή "Κρητικοσύνης" που μου αρέσει πολύ περισσότερο από από τα μουστάκια, τα μαύρα πουκάμισα και τα κουμπούρια - κι είναι πολύ πιο πολύτιμη τελικά. Κι ας ξεθυμαίνει το άρωμα σιγά σιγά από το χρόνο και την απόσταση - έτσι κι αλλιώς (όπως λέει μια σουαχίλι παροιμία) τίποτα δεν είναι τόσο μεγάλο που να μην τελειώνει ποτέ.




Ο Κυριάκος Σταυριανουδάκης, μισός Κρητικός και μισός Καριώτης, σε μια τηλεοπτική εκτέλεση του (χανιώτικου) τραγουδιού "Το άρωμα" του Γιώργη Κουτσουρέλη.

1/10/09

Φτηνό σουβλάκι στο λαό



Οι πρώτες βουλευτικές εκλογές που θυμάμαι, αν και κάπως αμυδρά, είναι αυτές της μεταπολίτευσης. Ήμουν εξίμισι χρονών τότε, μόλις είχα μάθει να διαβάζω, αλλά θυμάμαι ένα τεύχος του πολιτικού περιοδικού "Επίκαιρα" που κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη και είχε στο εξώφυλλο τους αρχηγούς των κομμάτων της εποχής: τον Καραμανλή (θείο), το Γεώργιο Μαύρο που εξηφανίσθη αργότερα, τον Ανδρέα Παπανδρέου (πριν γίνει σταρ), τον Ηλία Ηλιού της ενωμένης (;) Αριστεράς και τον αλήστου μνήμης Γαρουφαλιά, πέτρα του σκανδάλου επί αποστασίας το 1965 και μεταπολιτευτικώς αρχηγό δεξιοτάτου κόμματος που δεν θυμάμαι πώς το έλεγαν. Στο πνεύμα της μεταπολίτευσης βέβαια δεν ευνοούντο οι αντιλήψεις αυτές, και οι συγκεντρώσεις του Γαρουφαλιά έβριθαν αργόσχολων νέων των φροντιστηρίων και των σφαιριστηρίων που (όπως με διαβεβαίωνε η δεκαεξάχρονη ξαδέλφη μου που πήγαινε ανελλιπώς σε τέτοια events) το σύνθημα που δονούσε την ατμόσφαιρα ήταν "Γαρουφαλιά αν πετύχεις, φτήνηνε το σουβλάκι", δεδομένου ότι το δημοφιλές λαϊκό έδεσμα είχε ανατιμηθεί στις έξι δραχμές από πέντε που ήταν πιο πριν.

Ο Γαρουφαλιάς δεν πέτυχε και το σουβλάκι ακρίβυνε κι άλλο μέχρι τις εκλογές του 1977 που τις θυμάμαι αρκετά καθαρά. Πλήθη αφισοκολλητών περνούσαν τάχιστα νέα ταπετσαρία με εκπληκτική ταχύτητα, για λογαριασμό κομμάτων και υποψηφίων που αναζητούσαν σταυρό. Ακόμα και στην κολώνα της ΔΕΗ έξω από το σπίτι μας όπου δεν περνούσε άνθρωπος ποτέ, είχαν κολληθεί πλήθη αφισών που μέχρι το τέλος της προεκλογικής περιόδου είχαν φτάσει σε πάχος αρκετών εκατοστών από τις ανεπάλληλες επιστρώσεις. Θυμάμαι που πήγαινα στο περίπτερο για εφημερίδα του θείου Τάσου (επτά δραχμές έκανε, πλήρωνα με το δεκάρικο που μου έδινε και του έδινα ρέστα δίφραγκο κρατώντας τη δραχμή για τον κόπο μου). Μέχρι να ξανάρθω, η συμπαθής φρεσκοκολλημένη φάτσα του υποψηφίου της ΝΔ είχε αντικατασταθεί από το ακόμα υγρό πρόσωπο ενός στελέχους της ΕΔΗΚ λίγο πριν επικολληθεί επ΄αυτού κάποιος υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ. Θυμάμαι τη βραδιά των αποτελεσμάτων όπου άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη "διαρροή" να αναφέρεται σε ψήφους.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1981, η εικόνα στην τηλεόραση ήταν έγχρωμη και ο άνεμος της Αλλαγής σάρωνε τα πάντα. Είχα μάθημα Αγγλικών στο κέντρο της Αθήνας Τρίτη και Πέμπτη - την προεκλογική εβδομάδα βρέθηκα Τρίτη απόγευμα να διασχίζω τη συγκέντρωση του ΚΚΕ (17% - δεύτερη κατανομή) για να φτάσω σε μια ανόρεχτη μισοάδεια τάξη που δεν πολυγούσταρε μάθημα αλλά το έκανε με βαριά καρδιά. Την Πέμπτη όμως η ίδια διαδρομή στη συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ ήταν πολύ πιο κοπιώδης. Έφτασα στην τάξη με καθυστέρηση μόνο και μόνο για να αντιληφθώ ότι δεν είχε έρθει σχεδόν κανείς. Οι ελάχιστοι παρόντες (μαζί και η καθηγήτρια) αποφασίσαμε να αναβάλουμε το μάθημα για να γίνει επί σοσιαλισμού (στις 18 σοσιαλισμό, έλεγαν μερικοί από τα πλήθη). Λίγο αργότερα βρέθηκα κάτω ακριβώς από το μπαλκόνι που μιλούσε ο Ανδρέας στο Σύνταγμα (δεν τον έβλεπα εκτός από κάτι φευγαλέες εκλάμψεις όταν σήκωνε τα χέρια). Θυμάμαι πως πανηγύρισα με την υπόσχεσή του ότι "θα καταργήσουμε τις Πανελλήνιες εξετάσεις" - αφού θα έβγαιναν που θα έβγαιναν τουλάχιστον να είχαμε και κανένα όφελος.

Άλλα τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1985, έδινα Πανελλήνιες (που λεγόντουσαν πλέον Πανελλαδικές) μια βδομάδα μετά τις εκλογές. Όλο το διάβασμα (που έκανα φυσικά νύχτα) διανθιζόταν από χαρούμενες κόρνες αυτοκινήτων βέβαιων για τη νίκη τους, καθώς πλήθη κόσμου έτρεχαν στο δρόμο ανεμίζοντας σημαιάκια. Στη γειτονιά ομάδες νεολαίων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ πλακωνώντουσαν κάθε βράδι σε εξορμήσεις αφισοκόλλησης και προκάτ περίπτερα και των δύο στηνόντουσαν τάχιστα το ένα απέναντι στο άλλο για να μαζευτούν τα πλήθη με τα σημαιάκια και να ανταλλάξουν διάφορα κοσμητικά. Υπήρξα αυτόπτης καραμπόλας έξι αυτοκινήτων (ανά τρία το κάθε κόμμα) που έπεσαν το ένα πάνω στο άλλο με ταχύτητα 15-20 χιλιομέτρων διότι οι οδηγοί τους ξεκίνησαν να βρίζονται με τους συγκεντρωμένους και δεν έβλεπαν μπροστά τους. Είχε πλάκα - με το φίλο μου το Γιάννη Β. βγαίναμε τα βράδια με διάφορα παράταιρα εφέ και κάναμε χαβαλέ, πότε με σημαίες του ΚΟΔΗΣΟ, πότε μοιράζοντας μπροσούρες του ΚΚΕ Εσωτερικού στους αμήχανους Νεοδημοκράτες, πότε στήνοντας αυτοσχέδιους καυγάδες δήθεν για τον εμφύλιο ή για τον ΠΑΟΚ (του οποίου ο Γιάννης ετύγχανε οπαδός) μέχρι να τσιμπήσουν οι αντιμαχόμενοι και να έρθουν για να εμπλακούν στον καυγά υποθέτοντας ότι κάποιος από μας είναι ΝΔ και ο άλλος ΠΑΣΟΚ.

Η Δημοκρατία νίκησε όπως συνήθως και μετά ήρθε στη ζωή μας ο Κοσκωτάς. Ήμουν πια μεγάλο παιδί και εμπλεκόμουν ενεργά - έτσι ψήφισα για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1989 έμπλεος συγκίνησης. Η Κάθαρση νίκησε αλλά όχι εντελώς, και λίγους μήνες αργότερα ξαναψήφισα (με λιγότερη συγκίνηση). Αυτή τη φορά δε νίκησε κανείς κι έτσι το 1990 το επανέλαβα χωρίς την παραμικρή συγκίνηση αυτή τη φορά. Κάτι που άρχιζε να γίνεται τηλεοπτικό το όλο ζήτημα, κάτι που προϊόντος του χρόνου δεν κάνεις πλάκα με τα ίδια και τα ίδια, οι αναμνήσεις μου από τις εκλογές της περιόδου εκείνης και τις πιο πρόσφατες είναι λίγο θολές. Δεν μου έρχεται αμέσως η χρονολογία που έσκασε μια βίδα στο κεφάλι του Σαμαρά άλλά μάλλον πρέπει να συμπίπτει με το 2,94% του Συνασπισμού το 1993. Ο Μιλτιάδης Έβερτ να φωνάζει "Καρδίτσα-Καρδίτσα" πρέπει να ήταν το 1996. Κάπου το 2000 θυμάμαι τους πανηγυρισμούς στη Ρηγίλλης νωρίς (που μετακόμισαν στη Χαριλάου Τρικούπη λίγο πιο αργά) και ακόμα πιο αχνά θυμάμαι το 2004 και τον αγανακτισμένο Βενιζέλο του 2007.

Από την τωρινή εκστρατεία δε νομίζω ότι θα θυμάμαι πολλά, έτσι κι αλλιώς. Από μια βόλτα που έκανα στην πόλη πάντως (έλειπα δυο μήνες), έχω την αίσθηση ότι το σουβλάκι πάλι έχει τσιμπήσει λίγο, παρόλη την κρίση και το χαμηλό πληθωρισμό. Αλλά μπορεί να φταίει και η αφραγκία, δεν ξέρω.

Από την ταινία "Υπάρχει και φιλότιμο", μες στο κλισέ βεβαίως βεβαίως, αλλά έχει πλάκα...