ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


29/6/09

Βοσκίπερ

Το ιστιοπλοϊκό "Σήμερα" στον κόλπο του Μεραμβέλλου, ενώ ετοιμάζεται να φάει τη σκόνη της χοντρούλας "Ξανθίππης" (φευ, μόνο για λίγο). Η Μαρίστρα τριμάρει τη μαΐστρα (και κρύβει τη Μανταλένα που κάθεται σοφράνο και χειρίζεται το σπινακόξυλο).

Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν μια συνηθισμένη Παρασκευή. Έκανα σχέδια για το Σαββατοκύριακο όπως το να βάλω επιτέλους πλυντήριο, να πλύνω κανένα πιάτο, να προμηθευτώ κανένα φρέσκο φρούτο και άλλα μεγαλόπνοα. Κατά τις τέσσερις με πήρε η Μανταλένα να με ρωτήσει αν θα κατέβαινα για τον αγώνα. Ρώτησα ποιον αγώνα εννοούσε διότι με βάση το καλεντάρι ο επόμενος αγώνας ήταν το Σεπτέμβριο. Μου εξήγησε ότι λόγω ευρωεκλογών ο αγώνας 40 μιλίων Ηράκλειο-Άγιος Νικόλαος (και άλλα 40 μίλια πίσω την επομένη) είχε αναβληθεί και θα γινόταν αυτό το Σαββατοκύριακο. Υποθέσαμε και οι δύο ότι τα σκάφη θα είχαν φύγει διακοπές και ότι κι αν δεν είχαν φύγει δεν θα προλαβαίναμε να βρούμε θέση, αλλα συμφωνήσαμε να πάμε για καφέ στη μαρίνα κατά τις δέκα το πρωί.

Αλλά δεν ήταν μια συνηθισμένη Παρασκευή. Λίγο μετά με πήρε η Λάγια για να κανονίσουμε να βρεθούμε το βράδι - ένα διαρκώς αναβαλλόμενο ραντεβού που καιρός του ήταν, πλέον. Με τη Λάγια είμασταν ένα τέρμινο συμφοιτητές, μετά εκείνη αποφάσισε να γίνει γιατρός. Παιδίατρος, άρα αχρείαστη προσώρας, αλλά έναν καφέ που και που τον πίνουμε παρέα και βρίσκω ευκαιρία να ρωτήσω και κανένα γιατρικό για την ποδάγρα. Είπαμε να βρεθούμε το βραδάκι κάπου γενικώς στο κέντρο - κατά τις δέκα καθόμασταν στο Route 66 στη Χάνδακος, χαζεύοντας τα μηχανάκια της διακόσμησης, καθώς ο Γιώργος ο "66" είναι και ροκάς και μηχανόβιος (και ιστιοπλόος, βεβαια, ούτε λόγος). Μετά από λίγο πέρασε και ο Νώε ερχόμενος από το ατελιέ του. Όταν δεν είναι ιστιοπλόος, είναι ζωγράφος - ψαριών, κυρίως. Πάντως κάτι με θάλασσα. Ρώτησα δήθεν αθώα αν θα έτρεχε στους αγώνες. Φυσικά και θα έτρεχε. Ρώτησα αν είχε θέση. Φυσικά και είχε. Ρώτησα αν είχε δύο θέσεις. Ναι, αλλά όχι δύο κρεβάτια - ούτε καν ένα. Δεν χρειαζόταν, θα κάναμε το ένα μπράτσο, του Σαββάτου. Ειδοποίησα τη Μανταλένα αυθωρεί και παραχρήμα - φυσικά και ήταν μέσα.

Ξύπνησα εφτάμιση το πρωί διότι υποτίθεται ότι η εκκίνηση θα ήταν για τις εννιά. Νωρίς νωρίς, γιατί το ταξίδι θα ήταν μεγάλο με τον καιρό πρύμα (Δυτικό) και θα κρατούσε πολλές ώρες. Χώθηκα στην Ξανθίππη, το χοντρούλικο δικάταρτο με το οποίο κυκλοφορεί εσχάτως ο Νώε και το οποίο προσπαθεί (μάταια) να μετατρέψει σε αγωνιστικό σκάφος. Η Μανταλένα με σταυροφίλησε αλλά λόγω συνωστισμού προτίμησε να πάει στο ανταγωνιστικό "Σήμερα" που έψαχνε εναγωνίως για πλήρωμα. Τελευταία ώρα ξύπνησε και τη Μαρίστρα και την κουβάλησε με το στανιό στη μαρίνα (και το Σήμερα). Ξεκινήσαμε εφτά σκάφη - μερικοί από τους συνήθεις πρωταγωνιστές όπως το Ιόνη και το Πελαγίς έλειπαν, αλλά ήταν και η Χριστίνα και το Swell και ο Νότος και το Γκράνμα και το Κοράλ. Ο στολίσκος έφυγε για τα δυτικά λίγο μετά τις δέκα. Καμμιά ώρα αργότερα η ήρα ειχε ξεχωρίσει από το σιτάρι: μπροστά το Σήμερα, πίσω η Ξανθίππη, πιο πίσω η Χριστίνα, μετα το Swell και τα μικρά πολύ πιο πίσω. Πηγαίναμε δευτερόπρυμα - γρήγορα σηκώσαμε μπαλόνι και ακολουθούσαμε το Σήμερα από κοντά για ώρα.

Στον Αφορεσμένο επιχείρησαν μια αργή και τελετουργική τσίμα - η δική μας ήταν πολύ πιο γρήγορη και αμέσως κερδίσαμε τη μισή απόσταση. Μετά μπερδεύτηκαν με το ανέβασμα του μπαλονιού ενώ εμείς όχι. Βρεθήκαμε δίπλα δίπλα μπαίνοντας στον κόλπο του Μεραμβέλλου, και το ντέρμπυ άρχισε. Τόσο ο Σταύρος (ο κυβερνήτης του Σήμερα) όσο και ο Νώε έφτασαν στα όριά τους, τρέχοντας γύρω γύρω και δίνοντας παραγγέλματα για καλύτερο τριμάρισμα και έξυπνες τιμονιές που θα έκλειναν τον αντίπαλο και θα του έδιναν "βρώμικο" αέρα ξεφουσκώνωντας τα πανιά του, φωνάζοντας κάθε τόσο "έο-έο" στον αντίπαλο τιμονιέρο (μάλλον για να τον τρομάξουν παρά για να αποφύγουν τυχόν σύγκρουση) και δίνοντας παραπλανητικά παραγγέλματα στο πλήρωμά τους για να μπερδέψουν τον άλλο που κρυφάκουγε, καθώς τα σκάφη ήταν δίπλα δίπλα για κάμποση ώρα, μπαίνοντας πότε ο ένας και πότε ο άλλος μπροστά.

Τα ωραία πράγματα δεν κρατάνε πολύ, και καθώς έπεφτε ο αέρας πέσαμε σε άπνοια έξω από την Ελούντα, πράγμα που ευνόησε κάπως το ελαφρύτερο Σήμερα, ενώ η χοντρούλα αγκομαχούσε να κάνει μερικά μέτρα. Πάνω στη σύγχιση με τα ανέβα-κατέβα του μπαλονιού καταφέραμε και το κάναμε κοκορέτσι και μέχρι να ξεμπλέξει οι άλλοι είχαν πάρει μια ικανή διαφορά - ικανή να τους φέρει νικητές και τροπαιούχους στη μαρίνα του Αγίου Νικολάου. Αφού τερματίσαμε κι εμείς, γυρίσαμε προς το νησάκι και πήγαμε για μπάνιο απέναντι, χαζεύοντας τα υπόλοιπα σκάφη να τερματίζουν. Πρώτα ήρθε ο Σαρανταεφτά με τη Χριστίνα, μετά ο Αρκούδος με το Swell, μετά από ώρα οι υπόλοιποι ένας ένας. Γυρίσαμε στη μαρίνα και πλαγιοδετήσαμε, κατάκοποι και τρισευτυχισμένοι.

Βρεθήκαμε με τα άλλα πληρώματα, ανταλλάσσοντας συγχαρητήρια και πειράγματα. Η Μανταλένα έπρεπε να φύγει αμέσως, αλλά κάτσαμε με τη Μαρίστρα για καφέ μέχρι που βράδιασε και μαζευτήκαμε όλοι μαζί για να πάμε για φαγητό. Ήρθε η Λάγια οδικώς από το Ηράκλειο, κάποια στιγμή ήρθε και ο Νέτος από το Σίσι. Γίναμε μια μεγάλη παρέα, τριάντα-σαράντα περιφερόμενοι ιστιοπλόοι. Αρχίσαμε να ψαχνόμαστε με τα παιδιά πώς θα γίνει να πάμε κανένα ταξίδι μερικές μερούλες. Ναι, αλλά πώς να πάμε, μόνοι μας ή με σκίπερ;

- Δε θέλετε σκίπερ, αποφάνθηκε ο Σαρανταεφτά. Θέλετε Βοσκίπερ.
- Τι είναι ρε Μανώλη ο Βοσκίπερ;
- Κάτι σα βοσκός. Δεν ξέρεις πώς λένε τα κύματα όταν ασπρίζουν;
- Πώς;
- Προβατάκια. Κι όταν είναι ακόμα πιο μεγάλα;
- Πώς;
- Βουνά.


Γύρισα αργά το βράδι, οδικώς. Ξύπνησα μεσημέρι Κυριακής, με το αλάτι ακόμη στα μαλλιά. Περιπλανήθηκα στο άδειο κέντρο και έκατσα στο Σιγά Σιγά για μεσημεριανό brunch κατά τις διόμιση. Χτύπησε το τηλέφωνο - ήταν ο Νώε.

- Φυσάει καθόλου στο Ηράκλειο;
- Λίγο. Πού είστε εσείς;
- Φυσάει Ανατολικός, είμαστε πάλι πρύμα και σερνόμαστε. Δες τον ορίζοντα και πάρε με να μου πεις.


Κατά τις πέντε που βγήκα από το ρακοπότηρο και βρήκα ορίζοντα, του τηλεφώνησα.

- Τι γίνεται;
- Τα παρατήσαμε. Μηχανάδα. Φυσάει καθόλου;
- Τίποτα, νέκρα. Είστε μακριά;
- Ναι έχουμε πολλά μίλια ακόμα.


Ο αγώνας τελείωσε άδοξα, με ξεφούσκωτα πανιά. Πήγα σπίτι να βάλω πλυντήριο και να πλύνω κάνα κουζινικό (μεγαλεία...), σκεπτόμενος ότι μια και φεύγω όπου να 'ναι από την Κρήτη, ίσως να ήταν ο τελευταίος μου "επίσημος" αγώνας, τουλάχιστον με αυτή την παρέα. Αλλά η ζωή κάνει περίεργες στροφές, ποτέ δεν ξέρεις. Κι από την άλλη, ο κόσμος είναι μεγάλος, κι έχει κι αλλού σκάφη και αγώνες. Να, τώρα κοιτούσα στο Διαδίκτυο ότι η φετινή Ρεγκάτα Αιγαίου θα έχει εκκίνηση στον Εύδηλο, τον Αύγουστο. Δε νομίζω να υπάρχουν σκάφη από την Ικαρία, αλλά λέω να είμαι κοντά, καλού κακού.


Σ.Σ. Η κατηγορία "βοσκός" είναι μάλλον η χειρότερη βαθμολογία στο τεστ ιστιοπλοϊκότητας που έχει εισάγει ο Νέτος στο facebook. Βέβαια εγώ δεν είμαι μέλος και δεν έχω κάνει το τεστ, αλλά μου λένε ότι έχει μερικές ευφάνταστες ερωτοαπαντήσεις μέσω των οποίων μπορεί κάποιος να ανακαλύψει αν είναι σκίπερ, μούτσος ή βοσκός. Πάντως η κατηγορία "Βοσκίπερ" (το copyright του όρου κατέχει ο Γ. Φασουλάς από ένα ταξίδι παρέα με τον Σαρανταεφτά που το μετέφερε στη ομήγυρη του αγώνα) μάλλον γεφυρώνει το χάσμα, οπότε ίσως ο Νέτος πρέπει να ξαναμοντάρει το τεστ ανάλογα.

Για λόγους που δεν είναι απαραίτητο να εκθέσω λεπτομερώς στους μη σχετικούς με την ιστιοπλοΐα, ο πρύμος αέρας δεν είναι αναγκαστικά καλός, ειδικά όταν δεν είναι πολύς. Με λίγο αέρα τα σκάφη ταξιδεύουν καλύτερα όρτσα, παρά πρύμα. Μεταξύ Σαββάτου και Κυριακής ο καιρός έγινε από Δυτικός Ανατολικός, πράγμα που μετέτρεψε και τις δύο διαδρομές σε πρύμα, τη δεύτερη όμως με πολύ μικρή ένταση. Προκειμένου τα σκάφη να μη φτάσουν Δευτέρα στο Ηράκλειο, έβαλαν μπρος τις μηχανές και φυσικά ο αγώνας ακυρώθηκε.

Η Ρεγκάτα Αιγαίου είναι σχετικά μικρός αγώνας, 3-4 ημερών (όχι σαν το Ράλι Αιγαίου που είναι πολύ πιο έντονο και κοπιαστικό) που φέτος θα έχει διαδρομή Εύδηλος - Καρλόβασι - Βαθύ - Λειψοί. Έχω την τεράστια απορία πού θα ελλιμενιστούν τα 70-80 αναμενόμενα σκάφη στον Εύδηλο με τα έργα του λιμανιού σε εξέλιξη, και ποιος θα τους δώσει ένα ποτηράκι νερό ή καύσιμο με τις φοβερές υποδομές που έχουμε στην Ικαρία, αλλά μέσα στο αναμενόμενο γενικό χάβαλο που θα επικρατεί στην περιοχή στις 23 Αυγούστου που είναι η εκκίνηση, θα φροντίσω να είμαι από κοντά και να σας κρατήσω ενήμερους.

Ζητώ συγγνώμη από τους αναγνώστες που δεν είναι εξοικειωμένοι με την ορολογία, αλλά κι αν δεν ξέρεις τι είναι σπινακόξυλο δεν βλάπτεται η κατανόηση του κειμένου. Τα ονόματα που αναφέρονται είναι βεβαίως ιστιοπλοϊκά παρατσούκλια (δείτε παλιότερες αναρτήσεις της κατηγορίας "Με πανιά και με κουπιά" για εμβάθυνση στο θέμα). Τη φράση της λεζάντας "Η Μαρίστρα τριμάρει τη μαΐστρα" ήθελα χρόνια να τη γράψω, χάριν ευφωνίας κυρίως, αλλά διαβεβαιώνω ότι δεν εμπεριέχει κανέναν ιδιαίτερο συμβολισμό, θα μπορούσε να τριμάρει και τη τζένοα. Αντίθετα, η Μανταλένα αρέσκεται στο σπινακόξυλο, κι όποιος μπορεί να σπινακώσει, μπορεί να κάνει τα πάντα, λένε.

Τις φιλώ γλυκά και τις δύο και τις ευχαριστώ για την παρέα (όπως και την Αμπιγιέζ, την Κατερίνα-θα-σε-μπατσίσω, τη Νατάσα, την Αλεξάνδρα, το Γιώργο, τον Αριστοτέλη, το Βλάση, τον Yves) καθώς επίσης και τη Λάγια που ανέχτηκε - αν δεν πυροδότησε - τη λογοδιάρροιά μου στην επιστροφή.

Και ελπίζω να μη χαθούμε.

24/6/09

Όξω ψύλλοι και κοριοί

Φωτιές του Αη-Γιάννη από μια πυρολατρική ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Ν. Ζερβονικολάκη.

Ο φίλος μου ο Θανάσης μου τηλεφώνησε προ ημερών για να κανονίσουμε να επισκεφτούμε το wannabe εξοχικό του. Με την ευκαιρία μου ευχήθηκε για το Θερινό Ηλιοστάσιο. Ξέρει ότι με εκνευρίζουν ελαφρώς οι new age συμπαραδηλώσεις και δεν χάνει ευκαιρία να με τσιγκλάει, πότε με την πανσέληνο και πότε με τις ισημερίες, ελπίζοντας ότι θα μου αποσπάσει κάποια εκδήλωση αντιπαγανιστικού μένους. Δεν είναι πολύ δύσκολο βέβαια, αλλά δεν ήταν η μέρα του - του εξήγησα ότι θα εορτάσω στις 24, του Αη-Γιάννη του Φανιστή. Κατ' άλλους, του Λαμπαδάρη ή του Κλήδονα.

Όσοι, Χριστιανοί και Ειδωλολάτρες, δεν είναι και πολύ εξοικειωμένοι με το έθιμο, ίσως έχουν ακούσει το τραγουδάκι "Οδός Αριστοτέλους" που περιέχει το στίχο "και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους, τ' Αη-Γιάννη θα 'τανε θαρρώ", ένα στίχο που αποκτά νόημα σήμερα, επέτειο της γεννήσεως του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, ο οποίος μάλλον δεν είχε και πολλή σχέση με φωτιές, αλλά είχε την τύχη ή ατυχία να εορτάζεται περίπου δίπλα στο θερινό ηλιοστάσιο της 21ης Ιουνίου. Ανέκαθεν φαίνεται πως οι άνθρωποι "εκληδονίζοντο" τις ημέρες αυτές (δείτε ένα παλαιότερο σχετικό άρθρο του κ. Γ.Ν. Αικατερινίδη της Ακαδημίας Αθηνών στην Καθημερινή). Όπως και πολλές άλλες παγανιστικές γιορτούλες, οι φωτιές του Αη-Γιάννη παρέμειναν μέρος των λαϊκών εθίμων παρά τις απαγορεύσεις της εν Τρούλλω πενθέκτης Συνόδου. Υπό κανονικές συνθήκες, στις φωτιές καίγονται τα Μαγιάτικα στεφάνια. Ο κόσμος πηδάει από πάνω, σε πολλά μέρη λέγοντας (όπως στην Ικαρία) το "Όξω ψύλλοι και κοριοί και καμπόσοι ποντικοί" που δίνει τον τίτλο στην ανάρτηση. Υπάρχουν επίσης διάφορα άλλα έθιμα με οιωνούς και με το αμίλητο νερό για της καθεμιάς την τύχη.

Με κάποια μικρή έκπληξη αντελήφθην τις προάλλες ότι το έθιμο δεν είναι ελληνικό και γίνεται σε ένα σωρό μέρη του κόσμου. Δεν το είδα σε καμμιά λαογραφία, αλλά στο μυθιστόρημα "Αβαδδών ο Εξολοθρευτής" του Ερνέστο Σάμπατο (εκδόσεις Εξάντας) όπου σε μια αυτοβιογραφική σελίδα ο συγγραφέας (που έχει γενέθλια σήμερα) προσπαθεί να αποσπάσει από τη μητέρα του την πληροφορία της ημερομηνίας γέννησής του, αλλά η κυρία Σάμπατο την τοποθετεί ίσως στις 23 ή στις 24 χωρίς να είναι σίγουρη, διότι λέει "άναβαν οι φωτιές του Αη-Γιάννη" αλλά σε μερικά μέρη τις ανάβουν ανήμερα ενώ σε άλλα την παραμονή. Παρά την αλβανο-σικελική καταγωγή της κυρίας Σάμπατο, η γέννηση του συγγραφέα έχει λάβει χώρα στην Αργεντινή. Ο μόνος διαθέσιμος νοτιοαμερικάνος που βρήκα να ρωτήσω είναι ένας Χιλιανός που δουλεύει στο παλιό μου γραφείο - μου είπε ότι στη Χιλή ανάβουν φωτιές και πηδάνε από πάνω, καθώς και κάποιο οιωνοσκοπικό έθιμο με πατάτες (ξεφλουδισμένες ή μη) που δεν κατάλαβα ακριβώς.

Ύστερα θυμήθηκα ότι ο φίλος μου ο Θανάσης (που λέγαμε πιο πάνω) κάποτε μου είχε δανείσει σε DVD την ταινία "Αντρέι Ρουμπλιόφ" του Ταρκόφσκι. Σε μια εκπληκτική σκηνή της ταινίας που διαδραματίζεται ακριβώς την επίμαχη νύχτα του 1408, ο ήρωας της ταινίας, αγιογράφος μοναχός, αφήνεται να παρασυρθεί προς τις αναμένες φωτιές στις όχθες του ποταμού, όπου αιχμαλωτίζεται προσωρινά από εξαγριωμένους παγανιστές χωρικούς (και μια χαριεστάτη γυμνή χωριατοπούλα μεταξύ τους) πριν επέμβουν οι στρατιώτες του χριστιανού φεουδάρχη. Ο Ρουμπλιόφ στέκεται αμήχανος για λίγο ανάμεσα στην αρχέγονη "γήινη" εικόνα της υπαίθρου και στην "ουράνια" πίστη από την οποία προέρχεται ο ίδιος και την υπηρετεί με τη ζωγραφική του.

Σήμερα βέβαια, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Θανάση, τέτοιοι διχασμοί δεν υπάρχουν. Μπροστά στην ισοπεδωτική επέλαση του καταναλωτισμού και των πολιτισμικών του επιλογών, όπου το "ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές του Αη-Γιάννη, αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες που έχουν πεθάνει" είναι εποχιακό (αν και παλιομοδίτικο πλέον) σουξεδάκι, ουδείς ασχολείται στα σοβαρά με την Ορθοδοξία των καμένων μαγιοστέφανων. Όταν ήμουν παιδί θυμάμαι αμυδρά τέτοιες φωτιές στους δρόμους, στο δυτικό προάστιο που έμενα, κάπου στη δεκαετία του '70, αλλά τώρα με τόσα αυτοκίνητα δεν φαντάζομαι να επιβιώνει η συνήθεια. Κάποτε, πριν χρόνια, έψησα τη μάνα μου και μου είπε απέξω απέξω μερικά έθιμα του κλήδονα που θυμόταν από την παιδική της ηλικία στην Ακαμάτρα. Σήμερα που με πήρε τηλέφωνο της είπα κάτι σχετικό, αλλά δεν θυμόταν τίποτα πια.

Κι εγώ με τη σειρά μου, την παραμονή του Αη-Γιάννη την πέρασα βλέποντας τηλεόραση. Είχε κάτι με Ικαρία ο Σταύρος Θεοδωράκης στο Μέγκα, και όχι πως με έπιασε το τοπικιστικό μου αλλά στήθηκα μπροστά στην οθόνη - σιγά μην έχανα το event για να τρέχω να γιορτάσω το γεγονός ότι η γη γυρίζει. Τι λες κι εσύ, ρε Θανάση, άδικο είχα;


Σ.Σ. Η "Οδός Αριστοτέλους" είναι τραγούδι του Γιάννη Σπανού σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Στην πρώτη εκτέλεση το τραγούδησε η Χάρις Αλεξίου, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '70. Το άλλο τραγουδάκι που αναφέρεται (ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές) είναι το "Η σούστα πήγαινε μπροστά" του Δήμου Μούτση σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, αρχικά με το Δημήτρη Μητροπάνο, επίσης του '70.

Δεν σχεδίαζα να γράψω τίποτα σχετικό, αλλά στην εκπομπή "Πρωταγωνιστές" που είδα χτες το βράδι, μαζί με τους συνήθεις καριώτες πανηγυριστές και τον αναπόφευκτο media celebrity θείο Αργύρη με την οργονοπυραμίδα του, εμφανίστηκαν πάνω στη σύγχιση και μερικοί new age τύποι από το Να που έλεγαν διάφορα χαριτωμένα με τις ενέργειες και τις παρενέργειες της Ικαρίας, τόσο χαριτωμένα που αισθάνθηκα μια άμεση ανάγκη να κάψω το μαγιοστέφανό μου. Όπως όμως ξέρουν ήδη οι προσεκτικοί αναγνώστες, με την αλλεργία που με δέρνει σιγά μην είχα πάει να πιάσω το Μάη, οπότε έπιασα το ιστολόγιο εναλλακτικά - καλό καλοκαίρι και με τη βούλα τώρα.

17/6/09

Διαπολιτισμικότητα εν όπλοις

Άποψη των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών στην είσοδο της Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης, Κολυμπάρι Χανίων.

Ο πρώτος κύκλος της εκπαίδευσης είχε σχεδόν τελειώσει και ο ορκομωσία ήταν προγραμματισμένη για την επομένη. Όλοι ήταν κάπως ξαναμμένοι ενόψει της πρώτης άδειας. Πλην ενός - του Στρ(ΥΠ) Ιμάμογλου Χαλίλ, 97Β ΕΣΣΟ, 2ος Λόχος, 3η Διμοιρία, που κάπνιζε ξαπλωμένος κοιτώντας απλανώς το ταβάνι. Κάπου κάπου μαζί με τους καπνούς του ξέφευγε και καμιά βρισιά.

- Άκου, ρε μαλάκα, ξεφτίλα.

Αν και μπορούσα να φανταστώ σε τι οφειλόταν η ξεφτίλα, θεώρησα καλό να ρωτήσω τι έτρεχε.

- Τι να τρέξει; Θα 'ρθουν οι γονείς μου να με δουν στην ορκομωσία.
- Και λοιπόν;
- Τι λοιπόν; Εμάς θα μας ορκίσουν στη ζούλα, στα γραφεία. Κρυφά, δεν θα μας δει άνθρωπος. Λες και θα παρεξηγηθούν οι στρατηγοί και οι παπάδες άμα μερικοί ορκιστούν στο Κοράνι. Τι είμαστε εμείς, μούλοι είμαστε; Τι θα πω στους δικούς μου τώρα;


Οι περισσότεροι μειονοτικοί δεν είχαν τέτοια άγχη, οι γονείς τους αποκλείεται να έφταναν ως εδώ και οι ίδιοι περίμεναν απλώς το πρώτο τραίνο για τη Θράκη. Η στρατιωτική τους μοίρα ήταν περίπου προδιαγεγραμμένη: ούτε έφεδροι αξιωματικοί, ούτε βαθμοφόροι, ούτε περίπλοκες ειδικότητες. Έκαναν τη βασική εκπαίδευση δήθεν σε τυχαία κέντρα ανά την Ελλάδα, υφιστάμενοι τις απαραίτητες παρενοχλήσεις από διάφορους κάφρους καραβανάδες που τους ρώταγαν στις επιθεωρήσεις ποιος είναι ο Παπαφλέσσας και ποιο είναι το παρατσούκλι με το οποίο έγινε γνωστός ο Νικηταράς, αλλά αφού ξεθύμαινε το πράγμα με τη νίλα του Δράμαλη και το 1922 μετά από λίγες μέρες έπαιρναν τη συνηθισμένη τους θέση αγγαρείας στα μαγειρεία μέχρι που μια αόρατη χειρ στο τέλος της εκπαίδευσης τους έριχνε μια μαζική μετάταξη στο πυροβολικό ως σκαπανείς ή στο πεζικό ως τυφεκιοφόροι και καπάκι μετάθεση στα ελληνοαλβανικά σύνορα, όπου και παρέμεναν αμετάθετοι συνήθως μέχρι το τέλος της θητείας τους, όσο πιο μακριά γινόταν από την ανατολική πλευρά της επικράτειας.

Όμως ο Χαλίλ είχε άλλες φιλοδοξίες - Πομάκος μεν, αλλά μεγαλωμένος εκτός Θράκης, απόφοιτος ελληνικού σχολείου, "ενσωματωμένος" όσο γινόταν στην υπόλοιπη ελληνική κοινωνία, χωρίς καμμία σοβαρή επαφή είτε με τα πομακοχώρια των προγόνων του, είτε με τους λοιπούς (κατά βάση τουρκικής καταγωγής, άρα αλλόγλωσους) μειονοτικούς στρατιώτες του κέντρου εκπαίδευσης. Ο κόσμος του δεν ήταν αυτός της μειονότητας ως τότε - επρόκειτο να αισθανθεί στα σοβαρά μειονοτικός πρώτη φορά στο στρατό, και η ορκομωσία ήταν μάλλον η αρχή αυτής της εμπειρίας.

Βγήκα να πάω στο καψιμί. Έπεσα πάνω στο Στρ(ΥΠ) Ναχμία Ισαάκ, 97Β ΕΣΣΟ, 2ος Λόχος, 1η Διμοιρία, ο οποίος κατέβαζε - με μεγάλη ευχαρίστηση - κοινές χριστοπαναγίες. Αν και υποψιαζόμουν τους λόγους, τον ρώτησα τι συνέβαινε.

- Τι να γίνει; Θα με ορκίσουνε στη ζούλα, στα γραφεία, σαν το μαλάκα. Και δεν έχουνε και Τορά, θέλουνε να με ορκίσουνε σε Ευαγγέλιο, το φαντάζεσαι; Με Χριστούς και Παναγίες μέσα, το ίδιο είναι, μου λένε. Τι το ίδιο, ρε μαλάκες;

Κούνησα το κεφάλι συγκαταβατικά. Ο Σάκης με εκτιμούσε γενικώς μεταξύ των γκοΐμ γιατί ήξερα τι είναι η Τορά, τη διάκριση ανάμεσα στους Σεφαρντίμ και τους Ασκεναζίμ και δεν επέμενα να τον ταΐσω ζαμπόν. Δεν ήταν θρήσκος, αλλά χοιρινό δεν έτρωγε. Σκέφτηκα να του πω δυο λόγια παρηγοριάς.

- Πάντως δεν είσαι ο μόνος.
- Τι εννοείς;
- Άκουσα ότι και τους μουσουλμάνους στη ζούλα θα τους ορκίσουνε, κι ας έχουνε Κοράνι γι' αυτούς.


Ο Σάκης με κοίταξε σα να έβλεπε το Γιασέρ Αραφάτ, να μην πω και τον Άιχμαν αυτοπροσώπως.

- Ρε μαλάκα, στην ίδια μοίρα με τα τουρκάκια με βάζεις;

Έκανε μεταβολή και συνέχισε τις χριστοπαναγίες. Εγώ γύρισα στο θάλαμο, όπου ο Χαλίλ ακόμα κάπνιζε κοιτώντας το ταβάνι. Είπα να ξαναδοκιμάσω την παρηγορητική αγωγή μήπως δούλευε καλύτερα εδώ.

- Πάντως έμαθα ότι και τον Εβραίο στη ζούλα θα τον ορκίσουνε, και μάλιστα στην Καινή Διαθήκη, όχι στην Παλιά.

Τότε ο Χαλίλ γύρισε αργά και με κοίταξε με ένα σκοτεινό, διαπεραστικό βλέμμα. Φύσηξε τον καπνό και είπε χαμηλόφωνα:

- Ποιος τον γαμεί τον Εβραίο τώρα...

Μετά κοίταξε πάλι το ταβάνι και συμπλήρωσε:

- Πάντως οι Εβραίοι φταίνε για όλα. Ό,τι γίνεται στον κόσμο οι Εβραίοι είναι από πίσω. Και μετά σου λέει ολοκαύτωμα και μαλακίες...

Έμεινα να τον κοιτάζω για λίγο. Ύστερα αποφάσισα να αφήσω προσώρας τα μαθήματα εφηρμοσμένου αντιρατσισμού και διαπολιτισμικότητας και πήγα και χώθηκα στη διπλανή παρέα που μιλούσε για το ποδοσφαιρικό χάσμα βορείων-νοτίων και τα χαμένα ή κλεμμένα πρωταθλήματα του (μ)Πάοκ. Αισθάνθηκα λιγάκι πιο οικεία εκεί, τελικά.


Σ.Σ.: Στρ(ΥΠ) σημαίνει Στρατιώτης (Υλικού Πολέμου). Το περιστατικό έλαβε χώρα κατά την εκπαίδευση της 97Β ΕΣΣΟ (κοινώς 247 σειράς), τον Απρίλιο του 1997 στη Λαμία. Τα ονόματα είναι φυσικά ψευδή, οπότε ζητώ συγγνώμη από τυχόν υπαρκτούς Ιμάμογλου και Ναχμίες για τη συνωνυμία.

Τον "Χαλίλ" τον είχα χρησιμοποιήσει παλιά σε μια άλλη αφήγηση από τη βασική εκπαίδευση με τίτλο "Αιέν Αριστεύειν". Θυμάμαι ότι τον είχαν διαβεβαιώσει τα βύσματά του (είχε βάλει λυτούς και δεμένους) ότι δεν θα πήγαινε στα ελληνοαλβανικά αλλά κάπου στη Δράμα, σχετικά κοντά στους Ξανθιώτες παππούδες του. Εις μάτην - πήγε σκαπανέας στην Πίνδο ως ανεμένετο και έχασα τα ίχνη του μετά. Ακούω πάντως ότι τα τελευταία χρόνια η κατάσταση με τους μειονοτικούς βαίνει βελτιούμενη ακόμα και στο στρατό, και μερικοί εγγράματοι γίνονται ως και έφεδροι αξιωματικοί.

Για τους μη γνωρίζοντες, Τορά είναι (στα εβραϊκά) η Πεντάτευχος, δηλαδή τα πέντε πρώτα βιβλία της (καθ' ημάς) Παλαιάς Διαθήκης, που είναι το ιερότερο βιβλίο της εβραϊκής θρησκείας. Ασκεναζίμ είναι οι Εβραίοι που ζούσαν στη Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη (Πολωνία, Ρωσία, Γερμανία κλπ.) ενώ Σεφαρντίμ αυτοί που ζούσαν αρχικά στην Ιβηρική χερσόνησο (Σεφαράντ, στη γλώσσα τους) και έζησαν για αιώνες στα αραβικά (ισλαμικά) εδάφη της. Μετά την επανακατάκτηση της χώρας από τους (νυν) Ισπανούς το 15ο αιώνα, πολλοί Σεφαρδίτες εγκαταστάθηκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, και ειδικά στη Θεσσαλονίκη, της οποίας αποτέλεσαν βασική εθνότητα μέχρι την Κατοχή. Η μεγάλη πλειοψηφία των προ του 1940 Ελλήνων Εβραίων ήταν Σεφαρδίτες, κάτι λίγοι (οι λεγόμενοι Ρωμανιώτες) ήταν "ιθαγενείς", δηλαδή προϋπήρχαν πιθανώς από τους βυζαντινούς χρόνους. Σε σχέση με άλλους ελληνοεβραίους που ξέρω, ο "Ισαάκ" είχε μια λίγο πιο "σκληροπυρηνική" οπτική σε κάποια θέματα, εξ' ου και επέλεξα να χρήσιμοποιήσω τον όρο "γκοΐμ" που δηλώνει ελαφρώς περιφρονητικά τον "εθνικό", δηλαδή τον μη Εβραίο. Εννοείται ότι δεν υπάρχει καμμία σχέση μεταξύ του (ναζί) Άιχμαν και του (αδικαίωτου, εισέτι) Γιασέρ Αραφάτ, ενεργού αρχηγού των Παλαιστινίων τότε.

Η ιδέα να γράψω για τη βασική εκπαίδευση μου ήρθε ενώ διάβαζα για την αντίστοιχη πρόσφατη εμπειρία του Χριστόφορου στο μπλογκ του - άντε και καλός πολίτης!

13/6/09

Through the looking glass

«HALL OF MIRRORS» Fredric William Brown, 1906 – 1972, από την ιστοσελίδα του Κυριάκου Τσενεκλίδη http://www.tsene.com/

"η συνουσία και οι καθρέφτες είναι αποτρόπαιοι
γιατί πολλαπλασιάζουν τον αριθμό των ανθρώπων".

J.L. Borges - Tlön, Uqbar, Orbis Tertius

Ο Μπόρχες αποδίδει αυτή την αξιομνημόνευτη φράση σε έναν από τους αιρεσιάρχες της Uqbar, μιας φανταστικής χώρας που ανακαλύπτει σε έναν ψευδεπίγραφο τόμο μιας εγκυκλοπαίδειας. Θυμήθηκα τον αφορισμό τις προάλλες που πήγα για πρώτη φορά να κοιμηθώ στο δωμάτιο που με φιλοξενούν. Ο προηγούμενος ενοικιαστής είχε τη φαεινή ιδέα να επενδύσει τις ντουλάπες εξωτερικά με καθρέφτες, κι έτσι σχεδόν ένας ολόκληρος τοίχος μέχρι το ταβάνι του δωματίου είναι πλέον ένας τεράστιος καθρέφτης. Αρχικά δεν έδωσα σημασία, γρήγορα όμως χρειάστηκε να μάθω να τιθασεύω τις αντιδράσεις μου κάθε φορά που πήγαινα να βάλω ή να βγάλω κάτι από τη ντουλάπα καθώς έβλεπα ξαφνικά ένα χέρι να με πλησιάζει. Το πρώτο βράδι ξύπνησα από κάποιο θόρυβο - μου πήρε λίγο χρόνο για να καταλάβω ότι αυτός που με κοίταζε με γουρλωμένα μάτια από το απέναντι κρεβάτι ήμουν εγώ ο ίδιος.

Χμ, σχεδόν ο ίδιος. Τώρα που έχουν περάσει κάμποσες μέρες και κοιταζόμαστε πλέον άφοβα όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας, σκέφτομαι ότι παρατηρώ ορισμένες μικροδιαφορές. Ίσως φταίει η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας ή κάποιες ατέλειες στην κατασκευή του καθρέφτη, ώρες ώρες όμως έχω την εντύπωση ότι ο Άλλος είναι λίγο πιο κοντός και κάπως χοντρύτερος. Και ένα ίχνος πιο κουρασμένος, μάλλον. Ή ίσως πιο γερασμένος. Καμμιά φορά μου φαίνεται και λιγάκι αστείος, δεν ξέρω ακριβώς.

Χτες αργά τη νύχτα σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα να πιω νερό στην κουζίνα. Δε γύρισα να κοιτάξω, αλλά έχω την αίσθηση ότι ο Άλλος δεν ξύπνησε κι έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Όταν ξαπλωσα πάλι, του έριξα μια κλεφτή ματιά - είμαι σίγουρος ότι κοιμόταν. Πριν με ξαναπάρει ο ύπνος άκουσα ένα θόρυβο από την πλευρά του - νομίζω πως γύρισε μέσα στον ύπνο του και πήρε την ακριβώς κατοπτρική θέση απέναντί μου.

Μετά ονειρεύτηκα θάλασσες και διακοπές, ή κάτι τέτοιο, και άργησα πολύ να ξυπνήσω.


ΥΓ. Επειδή πολλοί αναγνώστες (2-3, δηλ. περίπου οι μισοί) λένε ότι οι ιστορίες μου είναι εξαιρετικά μακροσκελείς και βαριούνται να τις διαβάζουν, κάνω μια προσπάθεια μήπως και το ξανασκεφτούν. Αυτό φυσικά δεν περιλαμβάνει τα υστερόγραφα, οπότε δράττομαι της ευκαιρίας να πω - μια και ανέφερα το Μπόρχες - ότι έχει γράψει εξαιρετικά διηγήματα με θέμα τον "Άλλο" εαυτό μας, κι όχι κατ' ανάγκη με καθρέφτες. Υπάρχουν πολλές ιστορίες με καθρέφτες από το Νάρκισσο ως τη Χιονάτη, ο τίτλος της ανάρτησης πάντως προέρχεται από τη δεύτερη ιστορία της Αλίκης (μετά τη Χώρα των Θαυμάτων) όπου πέφτει μέσα στον καθρέφτη για να παίξει εν τέλει σκάκι (κάπως ιδιόρρυθμα, βέβαια). Μια ανασκόπηση του θέματος μπορείτε να δείτε στις Πινακίδες από Κερί της εξαιρετικής Πόλυς Χατζημανωλάκη (κλικ εδώ).

10/6/09

Κενός χώρος


Άφησα το διαμέρισμα στις 2 Ιουνίου. Δεν είναι η πρώτη φορά που μετακομίζω, αλλά είναι η πρώτη φορά που μετακομίζω για οικονομικούς, κατά βάση, λόγους. Στην Ελλάδα, η κοινωνική κινητικότητα δεν είναι τεράστια - κάποιοι λίγοι ανεβαίνουν, κάποιοι άλλοι περισσότεροι κατεβαίνουμε. Εγώ πάντως πρέπει να είμαι από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις που διολισθαίνοντας από τους εργαζόμενους στους ανέργους, ταυτόχρονα αναβαθμίζομαι οικιστικώς, καθώς μετακομίζω από τον τρίτο όροφο πίσω πλευράς πολυκατοικίας στη νοτιοανατολική εκτός τειχών πλευρά της πόλεως του Ηρακλείου, σε πέμπτο όροφο εμπρός πλευράς βορείως εντός τειχών και παραθαλάσσια. Και μάλιστα σε διαμέρισμα λουξ, διαμπερές, υπερδιπλάσιας έκτασης, με δωρεάν internet (ευγενική χορηγία των γειτόνων με τα ξεκλείδωτα ασύρματα δίκτυα) και με φοβερή θέα (πλαγίως, ωστόσο) στη θάλασσα. Και μάλιστα τζάμπα. Ατυχώς βέβαια, η ιδεατή αυτή κατάσταση δεν θα κρατήσει πολύ, καθώς από το καθεστώς του ενοικιαστή έχω περάσει σε αυτό του φιλοξενούμενου, οπότε κατά τα μέσα Ιουλίου που οι μόνιμοι κάτοικοι του σπιτιού θα επιστρέψουν, θα πρέπει κι εγώ να μαζέψω τα μπογαλάκια μου και να βρω πού αλλού θα πάω να απαγκιάσω προσωρινά. Στην Ικαρία μάλλον - θα δείξει.

Ανεξάρτητα από αυτό πάντως, είναι γεγονός ότι οι μετακομίσεις αποτελούν ένα είδος ρήξης με τη ρουτίνα. Όχι ότι κινδυνεύω άμεσα από πλήξη (εδώ δεν ξέρω τι μου ξημερώνει εν γένει) αλλά όσο να 'ναι μια μετακόμιση από καιρού εις καιρόν σε βάζει αν μη τι άλλο σε ένα τριπάκι να απαλλαγείς από μερικά περιττά βάρη, όπως τα αποκόμματα από τα εισιτήρια συναυλιών (ή ακόμα και σινεμά...) που δεν έχεις πετάξει επί χρόνια, τα ρούχα που έχουν πάψει να σου κάνουν εδώ και καιρό αλλά τα φυλάς με την ελπίδα ενός μελλοντικού αδυνατίσματος (πολλών κιλών...), την τρύπια καφετιέρα και τη χαλασμένη φωτογραφική μηχανή που βρήκες επιτέλους τρόπο να ανακυκλώσεις. Ακόμα κι έτσι πάντως, μάζεψα έναν ικανό αριθμό αποσκευών που αριθμούσε τριαντακάμποσα ευμεγέθη κιβώτια με βιβλία, κουζινικά και μικροπράγματα, χώρια το μπαούλο τη γιαγιάς με την προίκα μου (σεντόνια, πετσέτες, κουβέρτες κλπ.) και τα ολίγα αλλά όχι και ανύπαρκτα έπιπλα.

Το έχει μας δεν είναι το ίδιο με το είναι μας, αλλά όταν κουβαλάς όλο το έχει σου σε ένα υπόγειο αποθηκάκι, αισθάνεσαι ένα μέρος από το είναι σου να κλείνεται εκεί μαζί του. Ίσως όχι τόσο τα έπιπλα και τα σεντόνια, αλλά κάπως τα βιβλία και τα συνηθισμένα μικροπράγματα... Ας είναι, μιλάμε για μια προσωρινή λύση που ελπίζω να μην αποκτήσει μονιμότερα χαρακτηριστικά... Πάντως όταν ξεκουβάλησα και τα τελευταία πράγματα, πρόσεξα πόσος κενός χώρος δημιουργήθηκε. Στη φωτογραφία πάνω, αντί για τις κούτες και την αλουμινένια σκάλα θα βλέπατε υπό άλλες συνθήκες καναπέ (με ριχτάρι), τραπεζάκι σαλονιού (με ένα σκασμό μπιχλιμπίδια) και βιβλιοθήκη με βιβλία (και ηχοσύστημα με CD). Επίσης, δεν θα βλέπατε αυτή την εκτυφλωτική λευκότητα σε τοίχους και πατώματα που σου δημιουργεί την έντονη ανάγκη να πετάξεις ροζ-σιελ-γκρενά πιτσιλιές παντού για να σπάσει η μονοτονία.

Αλλά η πραγματική μας ζωή είναι πολύ πιο γεμάτη με πράγματα. Μερικά από αυτά κάνουν μυστήριες διαδρομές στο χώρο, ακολουθώντας μας η αποχωριζόμενα από εμάς - ενίοτε μας ξαναβρίσκουν υπό αλλοπρόσαλλες συνθήκες. Πριν διόμισι χρόνια που μετακόμιζα ξανά για να έρθω εδώ (έχω περιγράψει ακροθιγώς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα σε μια παλιά ανάρτηση με τίτλο "Περιστέρια στο μπαλκόνι"), ξεπετάχτηκε ανάμεσα σε αρχαίες αφίσες και προγράμματα κινηματογράφων ένα λουλούδι-ανεμόμυλος από αυτούς που παίζουν τα παιδάκια, που τον είχα περιμαζέψει από τα πολύ προγενέστερα βαφτίσια του Θοδωρή, του μεγάλου γιου της φίλης μου της Λ. Αποφάσισα να τον πετάξω, αλλά με κάποιο μυστηριώδη τρόπο αντί να πέσει στα σκουπίδια βρήκε το δρόμο για ένα κιβώτιο. Ίσως να είχε τους λόγους του, καθώς ο Θοδωρής είχε περάσει τα πρώτα του χρόνια στην Κρήτη. Όταν έφτασα στο Ηράκλειο, βγήκε από το κιβώτιο και μπήκε σε ένα τούβλο στο μπαλκόνι, όπου και παρέμεινε επί δυόμιση χρόνια απαρατήρητος με χιόνια και με καύσωνες.


Ήρθε η μέρα που άδειασε το σπίτι. Φυσικά τέτοιας έκτασης πράγματα δεν τα κάνω μόνος μου, αλλά όπως λέει και το τραγούδι I get by with a little help from my friends. Την άλλη μέρα το καθάρισα σε βάθος, μάζεψα τα τελευταία απομεινάρια, πέταξα άπειρο σκουπιδομάνι της τελευταίας ώρας χώνοντας στο υπερπλήρες αυτοκίνητο ό,τι περίσσευε και παρέδωσα τα κλειδιά στον ιδιοκτήτη που έκανε μια επιθεώρηση ευρείας κλίμακος πριν μου δώσει την απόδειξη για τα πιο πρόσφατα ενοίκια και με καλέσει για κρασί δίπλα. Κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης εντόπισα το λουλούδι-ανεμόμυλο στο μπαλκόνι και με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση το περιμάζεψα με κατεύθυνση τα σκουπίδια.

Άδικος κόπος. Δυο μέρες αργότερα το ξαναβρήκα στον πυθμένα του πορτ-μπαγκάζ, καθώς είχε απελευθερωθεί άμεσα από τη σακούλα της ανακύκωσης και είχε σφηνώσει πάλι ανάμεσα σε αφίσες από εκθέσεις και θεατρικές παραστάσεις. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να το πετάξω ή να το πάρω μαζί μου στην Αθήνα. Αν έψαχνε το Θοδωρή μάλλον θα είχε περισσότερες πιθανότητες να τον βρει εκεί, αφού το παιδί μεγαλώνει εκεί τώρα. Αλλά σύντομα με πήρε τηλέφωνο η Λ. για να μου ανακοινώσει ότι ήρθε επιτέλους η στιγμή να κάνουν οικογενειακώς διακοπές στην Ικαρία κι έτσι αποφάσισα να παρατήσω τον περιπλανώμενο ανεμόμυλο στην τύχη του, στον πυθμένα του πορτ-μπαγκάζ. Ίσως έτσι μπορέσει σχετικά σύντομα να συναντηθεί με το παιδάκι χάρη στο οποίο έφτασε μέχρι εδώ.

Έτσι κι αλλιώς τα υπόλοιπα πράγματα που έχω πια να κουβαλάω είναι ρούχα και χαρτιά αμφίβολης αξίας - τίποτα που να μπορεί να παίξει ένα παιδί, φοβούμαι.


Σ.Σ.With a little help from my friends είναι τραγουδάκι των Beatles. Δράττομαι της ευκαιρίας να ευχαριστήσω τους (όχι και λίγους) φίλους που βοήθησαν στη μετακόμιση, και ονομαστικά την Κατερίνα που φιλοξενεί τα πράγματα, το Νίκο Κ., το Γιάννη Β., την Έλενα, το Νίκο Β., το Γιάννη Τ. με το φορτηγάκι του, το Ζήση, το Γιάννη Η. (ο άνθρωπος που νίκησε το Χούλκ...), το Βασίλη (που έφερε τον άνθρωπο που νίκησε το Χουλκ, ελάφρυνε το βάρος μας τρώγοντας μέλι με παξιμαδάκια και τραγούδησε a capella το "Μια μετακόμιση θα κάνω απ' το σπίτι το παλιό"), το Χάρη, τον Πάβελ που οδήγησε με πλήρη άγνοια κινδύνου το δανεικό φορτηγάκι με τις ταχύτητες στο τιμόνι (επιτυχώς), την κοπέλα που μου άφησε τα κλειδιά του διαμπερούς και την κυρία Ζ., γειτόνισσα του διαμπερούς που μου έκανε ανάκριση τρίτου βαθμού για να μάθει το επίπεδο σχέσεών μου με την κοπέλα την ώρα που προσπαθούσα να βγάλω το πλυντήριο από το ασανσέρ. Δε φαντάζομαι να διαβάζει ιστολόγια, αλλά μια ευχαριστία πάντα συμβάλλει στη διατήρηση σχέσεων καλής γειτονίας...

Α, ναι, και το ζευγάρι απέναντι που έχει κρεμάσει τις αιώρες στο μπαλκόνι που βλέπει στη θάλασσα και μου δίνει ιδέες, γιατί όσο να 'ναι, η φτώχεια θέλει καλοπέραση.