ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/3/09

Η ώρα της Γης είναι χειμερινή ή θερινή;

Ως καθώς πρέπει οικολογίζων τύπος, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να ακολουθήσω το συρμό και να σβήσω τα φώτα το βράδι του Σαββάτου, μεταξύ οχτώμιση και εννιάμιση. Η εκστρατεία για την "Ώρα της Γης" ξεκίνησε από το WWF, μια οργάνωση που εκτιμώ όχι μόνο επειδή εκεί δουλεύουν κάποιοι γνωστοί μου, αλλά και επειδή θεωρώ ότι είναι στ' αλήθεια οικολογική και δεν χρησιμοποιεί το περιβάλλον ως πρόσχημα για την προώθηση άλλων, λιγότερο εμφανών επιλογών. Από την άλλη, είμαι γενικά κάπως επιφυλακτικός απέναντι σε διάφορες καμπάνιες που ασχολούνται με κάποια εντελώς επιμέρους θέματα "πράσινης" συμπεριφοράς αλλά αγνοούν εντελώς άλλα. Για παράδειγμα, με ξενίζει λίγο η προώθηση των υβριδικών ΙΧ αυτοκινήτων ως οικολογικών, την ώρα που τουλάχιστον στις πόλεις η χρήση έστω και πετρελαιοκίνητων μέσων μαζικής μεταφοράς είναι απείρως οικολογικότερη από το να γεμίσει κανείς τους δρόμους με μποτιλιαρισμένα υβριδικά ΙΧ. Κάτι είναι "πράσινο" σε σχέση με κάτι άλλο - το να έχεις φυσικό αέριο στον καυστήρα του καλοριφέρ δεν δικαιολογεί να τον ανάβεις επί 24ώρου βάσεως και να αφήνεις τα παράθυρα ανοιχτά. Ένας καυστήρας πετρελαίου που δουλεύει τέσσερις ώρες με κλειστά παράθυρα τα πάει πολύ καλύτερα, αναλογικά.

Σε κάθε περίπτωση, προετοιμάστηκα ψυχολογικά για την ώρα της Γης, πράγμα το οποίο θα με ανάγκαζε να μαγειρέψω πριν τις οχτώμιση και να μην δω τον ποδοσφαιρικό αγώνα της Εθνικής Ελλάδος στην έκταση που ίσως θα ήθελα, καθώς και οι δύο δραστηριότητες θα κατανάλωναν ρεύμα. Προς στιγμήν σκέφτηκα απλώς να φύγω από το σπίτι οχτώμιση με εννιάμιση και να εγκατασταθώ σε κάνα σουβλατζίδικο με ανοιχτή τηλεόραση. Κατά το πρότυπο των μέσων μαζικής μεταφοράς, οι χώροι μαζικής εστίασης ίσως είναι οικολογικότεροι (παρόλη την αθλιότητα που μπορεί να αναδίδουν) από το καλαίσθητο διαμερισματάκι του ενός στο οποίο εγκαταβιώνω. (Το "καλαίσθητο" είναι σχήμα λόγου). Εκεί λοιπόν που το 'χα πάρει απόφαση, χτύπησε το τηλέφωνο. Μίλησα για κάμποση ώρα, με τα φώτα ανοιχτά και ένα μικρό τηλεορασάκι των δύο ιντσών να παίζει το ματς στο βάθος. Βάλαμε γκολ, έγινε ημίχρονο, φάγαμε γκολ και τότε τελείωσε το τηλεφώνημα. Ήταν περασμένες εννιά - η ώρα της Γης είχε γίνει ένα εικοσάλεπτο, εικοσιπεντάλεπτο με το ζόρι.

Η άγρυπνη οικολογική μου συνείδηση άρχισε να με μέμφεται για την απουσία μου από το μεγάλο ραντεβού της σκεπτόμενης και προβληματιζόμενης ανθρωπότητας με τις ευθύνες που της αναλογούν. Σκέφτηκα ότι ήμουν πάλι με τους ανεύθυνους, αυτούς που ξυπνάνε όταν είναι πια πολύ αργά, όπως δείχνει το βιντεάκι που μου έστειλε η φίλη μου η Κ. (ευχαριστώ πολύ...) και φαίνεται στην κορυφή της ανάρτησης. Έκλεισα τα φώτα - το διαμέρισμα σκοτείνιασε και γύρω γύρω η πόλη έλαμψε πάμφωτη. Ναι μεν ο Δήμος έσβησε τα φώτα στους δρόμους την κρίσιμη ώρα, αλλά ο κόσμος στα σπίτια ίσως δεν το πήρε το μήνυμα. Για να ανακουφιστώ από τις τύψεις μου πάντως, έβγαλα το τηλεορασάκι από το τροφοδοτικό και το άφησα να παίζει με τις μπαταρίες. Τις πετάω σε ειδικούς κάδους ανακύκλωσης, άρα...

Μετά όμως σκέφτηκα ότι από το να ανακυκλώνεις σκουπίδια, ίσως είναι καλύτερο να μην παράγεις καθόλου σκουπίδια - άλλωστε με αυτό το σκεπτικό πήρα το τροφοδοτικό και εγκατέλειψα ολοσχερώς τις μπαταρίες. Και για τη φωτογραφική έχω επαναφορτιζόμενες. Το μάτι μου έπεσε στο λογαριασμό της ΔΕΗ που ήταν αφημένος πάνω στο τραπέζι. Η κατανάλωσή μου είναι υποδειγματικά χαμηλή σε σχέση με την έκταση του σπιτιού. Βοηθάει το γεγονός ότι χρησιμοποιώ το πλυντήριο μόνο γεμάτο, άρα πλένω λιγότερες φορές, ότι το ρυθμίζω σε χαμηλότερη θερμοκρασία, ότι κάνω ιδαιτέρως λελογισμένη χρήση του ζεστού νερού (και γενικώς του νερού) και ότι έχω οικολογικούς λαμπτήρες αντί για πυρακτώσεως και δεν έχω συσκευές σε κατάσταση stand by - τα πάντα βγαίνουν από τη μπρίζα. Σε αντίθεση με τον κουστουμάτο τύπο του βίντεο, δεν αφήνω τα φώτα αναμμένα βγαίνοντας. Το αποτέλεσμα είναι ότι όχι μόνο χωράω να μπω από την πόρτα (ακόμα και εις πλάτος, παρά τα φαινόμενα) αλλά ότι ο σπιτονοικοκύρης μου με κοιτάει καχύποπτα θεωρώντας ότι κάτι έχω ματσακονέψει στο ρολόι του ρεύματος.

Πήγα να βάλω το λογαριασμό στο γραφείο. Μέσα στο μισοσκόταδο σκόνταψα στη μπλε σακούλα με τα ανακυκλώσιμα. Αλουμινένια κουτάκια, μπουκάλια και εφημερίδες πετάχτηκαν χαρούμενα στο πάτωμα. Ως καθως πρέπει οικολόγος, είπα "αΐ σιχτίρ" και άναψα το φως για να τα μαζέψω. Περίπου εκείνη την ώρα έληξε το ματς, ισόπαλο. Έκλεισα το τηλεορασάκι και το ξανάχωσα στο συρτάρι, μην τυχόν και μου χαλάσει το διανοουμενέ image άμα το δει κανείς φόρα παρτίδα στο τραπέζι του σαλονιού. Ύστερα μάζεψα τη μπλε σακούλα, τράβηξα το στερεοφωνικό από τη μπρίζα, έσβησα όλα τα φώτα κι έφυγα. Η δική μου ώρα της Γης θα ήταν με το θερινό ωράριο, μια ώρα μπροστά. Και θα κρατούσε πολλές ώρες ακόμα, μη σου πω και μέρες.

23/3/09

Δίσκος σερβιρίσματος


Ένας δίσκος (όχι ακόμα σερβιρίσματος) από την ιστοσελίδα http://www.metallurgy.utah.edu/galleries/hardisk3.jpg/view

Κανονικά ετοιμαζόμουν να γράψω κάτι άλλο. Κάτι πιο ρομαντικό ή τέλος πάντων πιο ασορτί με την εαρινή ισημερία που προηγήθηκε ή τη βροχή που πέφτει απ' το πρωί. Αλλά υπάρχουν στιγμές που ο blogger αισθάνεται τα θεμέλια της ύπαρξής του να κλονίζονται συθέμελα, τις βεβαιότητές του να καταρρίπτονται, τις προσδοκίες του να γίνονται σκουπίδια. Σ' αυτές τις στιγμές τι να μας πουν κι οι ισημερίες κι οι βροχές κι η γη που γυρίζει. Τι να την κάνεις όσο και να γυρίζει άμα έχει πάψει να γυρίζει ο σκληρός σου δίσκος.

Στην αρχή αρνείσαι να το πιστέψεις. Το φωτάκι ανάβει κανονικά, κάποιοι ήχοι ακούγονται φυσιολογικά, όμως η οθόνη αρνείται να ανάψει. Λες ότι κάτι θα έπαθε από την πολύωρη αναμονή στην οποία υπέβαλες το σύστημα βάζοντας και βγάζοντας DVD την προηγουμένη και μπριζώνεις μια άλλη οθόνη, εξωτερική. Πάλι τζίφος. Βάζεις και βγάζεις μπρίζες και μπαταρίες, πατάς και ξαναπατάς κουμπάκια, τίποτα. Κάποια στιγμή κάνει να παίξει, αλλά βγάζει μια παράξενη μπλε οθόνη με κάτι κινέζικα και μένει εκεί. Δοκιμάζεις restart επί restart, προσπαθείς safe mode και άλλα ηχηρά παρόμοια - καταλήγεις στα ίδια κινέζικα ή σε αποτυχία. Παίρνεις τηλέφωνο διάφορους κομπιουτεράδες φίλους που λένε "αχά" και "χμμμ" και "σκούρα τα πράγματα", και τους λες κάτι για integrity check και σου λένε "άρα χτύπησε ο σκληρός". Πού χτύπησε; Έτσι, μόνος του; Στα καλά καθούμενα; "Έτσι ειν' αυτά" σου απαντάνε. "Και τι θα κάνουμε;" ρωτάς. "Έχεις εγγύηση;" Έχεις - την έπαιρνες δώρο μαζί με μια φοβερή τσάντα ή έπαιρνες την τσάντα δώρο μαζί με την εγγύηση, το ίδιο κάνει. Εσύ την τσάντα ήθελες, η εγγύηση ήταν παρεπόμενο, αλλά τώρα η τσάντα σέρνεται στο πάτωμα, το laptop σε κοιτάει με σβηστή οθόνη και μια σκέψη σου τρώει το μυαλό.

- Και τα data;
- Δεν ξέρω,
σου λέει ο φίλος, μπορεί να σώζονται, μπορεί όχι. Back-up έχεις κάνει;

Κρύος ιδρώτας σε λούζει. Η εαρινή ισημερία έχει γίνει πολικό ψύχος. Τον εξωτερικό σκληρό που υποτίθεται πως θα αγόραζες τον ανέβαλες για καλύτερες μέρες, διότι με το επίδομα ανεργίας ούτε δισκέτα floppy δεν παίζει να πάρεις. Το τίμημα ίσως είναι να σβηστούν τα αρχεία σου, τα mp3 σου (εντάξει, δεν τρέχει τίποτα, βρίσκονται), οι ταινίες σου (μικρό το κακό, τις έχεις δει), τα βιντεάκια και οι φωτογραφίες σου (γαμώτο, και οι ιστιοπλοϊκές και οι ικαριακές και οι εν γένει κρητικές;), τα δεδομένα της δουλειάς σου των τελευταίων δέκα χρόνων (σκατά, τρέχα γύρευε να τα ξαναμαζέψεις), τα προσωπικά κείμενά σου μιας ζωής (άααααααργκ!).

Κι όπως συμβαίνει κάθε φορά που βρίσκεσαι μπροστά στα δύσκολα, εφαρμόζεις το νόμο του Μέρφι για τους θρησκευόμενους (Να μην πιστεύετε στα θάυματα: Να στηρίζεστε στα θαύματα) και περιμένεις τον από μηχανής θεό. Ο θεός στέλνει τον αρχάγγελο Μιχάλη που σου λέει "έχω κάτι DVD άγραφα αν μπορέσεις να το βάλεις μπρος, παίρνουμε ένα back-up στα γρήγορα" κι εσύ σκέφτεσαι ότι αφού δεν πήρε μπρος τις πρώτες 32 φορές δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να πάρει την 33η αλλά πατάς για μια ακόμα φορά το κουμπί, ούτε safe mode ούτε τίποτα, αφήνεις τα F keys απάτητα και ο σκληρός κάνει ένα γρούτσου-γρούτσου και η μπλε οθόνη βγαίνει στα αγγλικά τώρα και λέει ότι ο σκληρός θα ελεγχθεί για consistency κι εσύ σκέφτεσαι τι να είναι αυτό άραγε και σου λέει τόσο τα εκατό και μετά άλλο τόσο και κάπου κάπου λέει "το αρχείο τάδε είναι cross-linked στο δείνα allocation unit" και μετά κάνει κάτι άλλα και σου λέει "αυτό είνα truncated" κι εσύ βλέπεις ότι "αυτό" είναι μια temporary βλακεία και λες "χεστήκαμε κι η βάρκα έγειρε" και τότε γράφει εκατό τοις εκατό και ακούγεται ένα χαρούμενο ταρατατζούμ και η οθόνη αντί για το χαζομπλέ που είχε πριν έχει το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη και μέσα στη θάλασσα είναι τα δελφίνια που είχε φωτογραφήσει η Μανταλένα πέρσι από το ιστιοφόρο "Οδυσσέας" μεταξύ Ηρακλείου και Δίας και τα έχεις βάλει background στην οθόνη σου, κι ανάμεσα στα δελφίνια πλέουν τα εικονίδια με τα προγράμματά σου και τα αρχεία σου που είναι εκεί, πίσω στη θέση τους.

Παίρνεις μια βαθιά ανάσα, o υπολογιστής βγάζει ένα μήνυμα ότι "ο σκληρός σας δίσκος μόλις ανένηψε από μια σοβαρή βλάβη" κι εσύ λες "ευχαριστώ, το ξέρω" και σκέφτεσαι ποιανού ιδέα ήταν να μεταφράσει το recover σε "ανανήπτω". Θέλει να στείλει ειδοποίηση στο Μπίλ Γκέιτς, αλλά εσύ του λες άσε καλύτερα, έχει κι άλλες δουλειές να κάνει ο Μπιλ τώρα με την κρίση, κι ενώ βουτάς από το Μιχάλη τρία-τέσσερα DVD αντιγράφεις κατά σειρά τα κείμενά σου, τα δεδομένα της δουλειάς σου, τις φωτογραφίες σου, κάτι σπάνια τραγουδάκια που δεν πρόκειται να ξαναβρείς αλλού, και σκέφτεσαι μήπως να βάλεις linux ή καλύτερα να πάρεις κανά μηχάνημα εκτός προδιαγραφών Μπίλι Γκέιτς, αλλά πού να τα ξαναμαθαίνεις όλα τώρα γέρος άνθρωπος, μάλλον θα πάρεις εκείνο τον εξωτερικό σκληρό τελικά κι ας γίνει ο εσωτερικός δίσκος σερβιρίσματος για καφέδες και τα DVD ας γίνουνε σουβέρ για τις κούπες, εμείς να 'μαστε καλά.

Ο Μιχάλης καληνυχτίζει, ο Χάρης πάει να δει μπάλα, μένεις μόνος στο άδειο εργαστήριο Κυριακή βράδι, της Σταυροπροσκυνήσεως, στη μέση της Σαρακοστής, μια μέρα μετά την εαρινή ισημερία, κοιτάς στην οθόνη τα δελφίνια ανακουφισμένος για λίγο και μετά πας κι εσύ να δεις μπάλα με το πολύτιμο back-up στο χέρι. Τη Δευτέρα πια ανοιγοκλείνεις τον υπολογιστή διαρκώς και είναι μια χαρά στην υγεία του, έχει ανανήψει πλήρως, ο σκληρός δεν έχει μαλακώσει καθόλου από χτες παρόλη τη βροχή που πέφτει συνέχεια, καθώς είναι προστατευμένος στην τσάντα-εγγύηση και σε ένα διάλειμμα της δουλειάς κάθεσαι να γράψεις την ανάρτηση για να μοιραστείς αυτή την ασήμαντη προσωπική στιγμή με τη λοιπή ανθρωπότητα που θα τη διαβάσει εφόσον ο δίσκος της γυρίζει όπως η γη τούτη την ώρα που νυχτώνει πάνω από το Ηράκλειο.

Σκέφτεσαι ότι σε λίγες μέρες θα αλλάξει η ώρα επί το θερινότερον και η αντίστοιχη ώρα θα είναι μέρα. Αλλά προς το παρόν, ακόμα βρέχει.

20/3/09

Όλα στα κάρβουνα

Καμίνι στην Ικαρία (φωτογραφία: Χρήστος Μαλαχίας, από το αφιέρωμα στην Ικαρία στις "7 ημέρες" της Καθημερινής, 21 Ιουνίου 1998)

Μάθε τέχνη κι άστηνε, κι αν πεινάσεις πιάστηνε. Μάλλον κάπως έτσι θα σκεφτόντουσαν οι παλιοί Καριώτες, και από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και το μεσοπόλεμο περίπου, όποτε έπεφτε πείνα (δηλαδή όχι και πολύ σπάνια), έφτιαχναν κάτι πολυπληθείς κομπανίες και γυρνούσαν για μήνες ή και χρόνια στα μέρη που είχαν δάση, στήνοντας καμίνια για ξυλοκάρβουνα. Πριν την εισαγωγή των ορυκτών καυσίμων στην καθημερινή ζωή, τα ξυλοκάρβουνα ήταν ίσως ο πιο συνηθισμένος τρόπος να ζεσταθείς (με το μαγκάλι). Το καμίνι είχε την τέχνη του, ώστε να στοιβάζεις τα ξύλα σωστά, να τα σκεπάζεις κατάλληλα με χώμα αφήνοντας ένα άνοιγμα στη βάση κι άλλο ένα στην κορυφή. Έπειτα άναβες τη φωτιά από το άνοιγμα της βάσης (ο καπνός έβγαινε από την κορυφή) και η φωτιά σιγόκαικε ατελώς τα ξύλα, μετατρέποντάς τα σιγά σιγά σε κάρβουνα. Μετά από λίγο καιρό (ίσως και μέρες, ανάλογα με το μέγεθος του καμινιού), σβηνόταν η φωτιά και ξέθαβες τα κάρβουνα.

Είχα διαβάσει πριν χρόνια στο "Έψιλον" της Ελευθεροτυπίας ένα αφιέρωμα στους καρβουνιάρηδες-καμινατζήδες, και από ό,τι θυμάμαι ανέφερε ότι οι Καριώτες ήταν ονομαστοί για την τέχνη τους. Ανακάλυψα ότι αρκετοί από τους προγόνους μου εξασκούσαν ευκαιριακά την εν λόγω τέχνη, κάποια ξαδέλφια των γονιών μου μάλιστα έφυγαν κάποτε στα κάρβουνα και δεν ξαναγύρισαν, καθώς φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν μόνιμα αλλού. Περιδιαβάζοντας λίγο στο διαδίκτυο σχετικά, βρήκα καταγραφές για τα καμίνια των Καριωτών στη Βόρεια Εύβοια (όπου πολλοί φαίνεται πως παρέμειναν μόνιμα και σε ορισμένα χωριά μέχρι σήμερα αφθονούν οι απόγονοί τους), στη Χαλκιδική, στην Πελοπόννησο και αλλού.

Κάποιος μου έλεγε κακεντρεχώς ότι ευτυχώς που ξενιτευόντουσαν οι άνθρωποι διότι δεν θα είχε μείνει δέντρο για δέντρο όρθιο σε όλη την Ικαρία. Ίσως είχε δίκιο - θυμάμαι αμυδρά το μπαρμπα-Χριστόδουλο, αδελφό της γιαγιάς μου, σιδερά και περιστασιακό καμινατζή, που αφού έκανε κάρβουνα όλα τα δέντρα στα δικά του χωράφια, έβαλε στο μάτι μια αιωνώβια δρυ (βελανιδιά...) στο κτήμα του πεθερού του. Ο πεθερός αντιστάθηκε για λίγο αφενός διότι όταν γεννήθηκε ο ίδιος στα μέσα του 19ου αιώνα, η δρυς ήταν ήδη αιωνώβια , και αφετέρου επειδή έκοβε τον άνεμο που κατηφόριζε προς το περιβόλι του επιτρέποντας στα δέντρα του να ανθίζουν και να καρπίζουν χωρίς μεγάλες απώλειες. Ατυχώς η επιμονή του γαμπρού ήταν ισχυρότερη από τις αντιστάσεις του πεθερού και η δρυς κατέληξε σε ένα μεγαλόπρεπο καμίνι που έκαιγε τρεις μέρες κι έφτιαξε ένα σωρό κάρβουνα. Μόνο που το μικροκλίμα της περιοχής άλλαξε και δεν ξανακάρπισε τίποτα στο περιβόλι που πλέον σάρωνε ο άνεμος. Σήμερα βόσκουν κάτι φτενές κατσίκες παραδίπλα.

Από την εποχή εκείνη πρέπει να προέρχεται και το σχετικό ανέκδοτο που μου διηγήθηκε ο πατέρας μου για τους καρβουνιάρηδες της Ικαρίας: πεθαίνει ο Καριώτης, του δείχνουν τον Παράδεισο και την Κόλαση, πάει στον Παράδεισο τελικά, αλλά μετά απο μερικές μέρες δυσανασχετεί. Τον ρωτάει ο Άγιος Πέτρος τι του συμβαίνει, και έμπλεος θυμού ο Καριώτης διαμαρτύρεται διότι όλα τα δέντρα είναι στην από δω μεριά αλλά όλες οι φωτιές στην άλλη και δεν μπορεί να βάλει μπρος το καμίνι που ονειρεύεται.

Τα μαγκάλια εξαφανίστηκαν κάποτε, αφαιρώντας σιγά σιγά από το δείκτη θνησιμότητας τις δηλητηριάσεις από μονοξείδιο του άνθρακα, και η ζήτηση για κάρβουνα περιορίστηκε εν τέλει στα συνήθη αστικά μπάρμπεκιου. Το παραδοσιακό επάγγελμα του καμινατζή μάλλον εξέπνευσε οριστικά, αν και περιστασιακά όλο και κάποιος βάζει μπρος κάνα καμίνι. Στην Ικαρία τουλάχιστον, όπου η σχετική τεχνογνωσία παρεδίδετο από πατέρα σε γιό ως όρος ενηλικίωσης. Έτσι, ένας θειος μου κάποια στιγμή αφού κλάδεψε τις ελιές του αποφάσισε να στήσει ένα καμινάκι με τα περισσευούμενα ξύλα, και αφού έπραξε τα δέοντα το άναψε και έστρωσε να κοιμηθεί παραδίπλα σε μια σκηνούλα. Το πρωί ξύπνησε από την πυροσβεστική που ειδοποιημένη από γείτονες ανεπαρκούς ικαριακής παιδείας θεώρησαν ότι είχε πιάσει φωτιά το δάσος. Αφενός του έσβησαν το καμίνι με νερό καταστρέφοντας τα κάρβουνα και αφετέρου τον τραβολογούσαν στην αστυνομία επισείοντας μια διαταγή που απαγορεύει το άναμα φωτιάς στην ύπαιθρο χωρίς άδεια κάποιους μήνες το χρόνο. Στο τέλος είδαν ότι δεν επρόκειτο για εμπρηστή σκηνίτη γκρούβαλο αλλά για συμβατικό καριώτη παππού (με εγγόνια) και τον άφησαν ήσυχο, αλλά χωρίς καμίνι. Γύρισε σπίτι του σε έξαλλη κατάσταση.

- Ακούς εκεί, οι παραβάτες, να μη με αφήκουν ν' ανάψω το καμίνι.
- Καλά, κι εσύ τι ήθελες ογδονταενός χρονών άνθρωπος να κάνεις καμίνια;
- Γιατί, πέρσι που ήμουνα ογδόντα 'εν ήκανα;

Θυμάμαι ως παιδί κάτι μάλλον ανεπιτυχείς προσπάθειες να στήσουμε κάτι αυτοσχέδια καμινάκια παρέα με τον πατέρα μου, που μεγαλωμένος στον Πειραιά τα είχε ξεχασμένα τα καριώτικα συνήθεια, και τα καμινάκια είτε σβήνανε αφήνοντας τα ξύλα άκαυτα, είτε φουντώνανε και τα κάνανε όλα στάχτη. Ανακάλυψα όμως πρόσφατα σε ένα συρτάρι με παλιές οικογενειακές φωτογραφίες τα προκαταρκτικά ενός αντίστοιχου μίνι καμινιού, ενδεχομένως βέβαια κάπως πιο επιτυχημένου.


Κρίνοντας από την ηλικία που έχει το κοριτσάκι στη φωτογραφία και γνωρίζοντας πότε πέθανε ο εικονιζόμενος κύριος, εικάζω βάσιμα ότι πρέπει να τραβήχτηκε καλοκαίρι του '64 ή του '65. Το κοριτσάκι είναι η αδελφή μου, ο κύριος είναι ο εκ μητρός παππούς μας. Από αυτόν φαντάζομαι θα έμαθε ο μερακλής θείος μου την τέχνη που εξασκεί περιστασιακά ως σήμερα που έχει κλεισμένα τα ογδόντα. Αλλά τον παππού δεν τον γνώρισα, όταν γεννήθηκα είχε ήδη πεθάνει.

Ελπίζω εκεί που βρίσκεται τώρα να έχει πλέον λυθεί το πρόβλημα με τα καμίνια - άλλωστε θα 'ναι κάμποσοι Καριώτες πλέον μαζεμένοι να γκρινιάζουν για την ανισοκατανομή δέντρων και φωτιάς. Όσο να 'ναι, λένε πως όταν ζητάς, παίρνεις.



Κάποιες αναφορές σε καρβουνιάρηδες και καμίνια βρήκα στους ιστότοπους
http://ganifantis.blogspot.com/2009/02/blog-post_05.html και
http://users.sch.gr/geioanni/sel-politismos/leukoma_1_lyss-parados_epagel.htm. Το προ δεκαετίας αφιέρωμα στην Ικαρία από τις "Επτά ημέρες" της Καθημερινής μπορείτε να το κατεβάστε σε pdf εδώ. Το αναφερόμενο άρθρο στο "'Εψιλον" της Ελευθεροτυπίας δεν το ξαναβρήκα, οπότε ό,τι γράφω είναι από μνήμης. Ο όρος "παραβάτης" στα καριώτικα έχει διάφορα συμφραζόμενα, κατά κανόνα χρησιμοποιείται με υποτιμητική σημασία.

9/3/09

Δρόμοι με υπότιτλους


Την πρώτη φορά που ήρθα επισκέπτης στην Κρήτη, το μακρινό 1987, ένα από τα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση ήταν η ύπαρξη υποτιτλισμένων πινακίδων στους δρόμους. Αρχικά νόμιζα ότι η πατέντα ήταν Ηρακλειώτικη, αλλά την περασμένη εβδομάδα πρόσεξα κάτι αντίστοιχο και στα Χανιά, από όπου και η φωτογραφία. Δεν άντεξα στον πειρασμό να σηκώσω τη φωτογραφική μηχανή - σπάνια οι γεωγραφικές και ιστορικές πληροφορίες διασταυρώνονται με τόση ενάργεια, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι.

Οι υπότιτλοι είναι λίγο μεγαλύτεροι σε μέγεθος στις Ηρακλειώτικες ταμπέλες (σιγά μην αφήναμε στους Χανιώτες την πρωτοκαθεδρία) και εξίσου επεξηγηματικοί: στην οδό Ανδρέα Παπανδρέου (που όλοι ξέρουν ως Ακαδημίας από παλιά και ακόμα έτσι αναφέρονται σε αυτήν), ο υπότιτλος εξηγεί: "Έλληνας πολιτικός". Αντίθετα, στη Γεωργίου Παπανδρέου (γνωστής ως Παπανδρέου-σκέτο στους αυτόχθονες), ο υπότιτλος γράφει "Έλληνας πρωθυπουργός". Βέβαια ο Γεώργιος πρωθυπούργευσε σαράντα μέρες κάλπικες το 1944 και κάτι μήνες μεταξύ 1964 και 1965, ενώ ο Ανδρέας τα πήγε λίγο καλύτερα συμπληρώνοντας καμιά δωδεκαετία συνολικά, μπορεί όμως κανείς να διακρίνει ότι η ιεράρχηση των ιδιοτήτων διέπεται από το παραδοσιακό δημοκρατικό φρόνημα της Κρήτης που δίνει μεγαλύτερη αξία στην διαρκή ιδιότητα του πολιτικού ανδρός (που κυρίως χαρακτήριζε τον Ανδρέα) από την απλή εφήμερη ανάρρηση στο θώκο του πρωθυπουργού (που μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε, ακόμα και σε μη δημοκράτες, φευ...). Οι εν λόγω δρόμοι πάντως αν και διασταυρώνονται δεν είναι κάθετοι, και η Ανδρέα κάπως διαγώνια συνεχίζει την Γεωργίου, όπως αρμόζει άλλωστε μεταξύ πατέρα και γιου.

Μια απλή βόλτα στο Ηράκλειο είναι προφανές ότι συμβάλλει αποφασιστικά στην επιμόρφωση των κατοίκων, αλλά και των επισκεπτών. Μερικές φορές βέβαια οι υπότιτλοι είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι για την άρση ενδεχόμενων παρεξηγήσεων. Την πρώτη φορά που είδα την οδό Ε.Ο.Κ. σοκαρίστηκα κάπως - εντάξει να παίρνουμε επιδοτήσεις αβέρτα, αλλά να ονομάζουμε και δρόμο τιμής ένεκεν; Διαβάζοντας τα ψιλά γράμματα όμως πήγε η καρδιά μου στη θέση της - εννοούσε "Εθνική Οργάνωση Κρήτης", που υποθέτω ότι δεν μοίραζε πακέτα. Άλλες φορές πάλι η εγκυκλοπαιδική μόρφωση που παρέχεται απαιτεί ένα ελάχιστο επίπεδο γνώσεων αλλιώς παραμένει κάπως ατελής, καθώς θέλει μια αρκετά μεγάλη βόλτα για να φτάσεις από την οδό Ικάρου (γιος του Δαίδαλου) μέχρι τη Δαιδάλου (μυθικός τεχνίτης), για να μην αναφέρω την Ραδαμάνθους (αδελφός του Μίνωα) που πρέπει να διασχίσεις όλο το κέντρο μέχρι να φτάσεις στη Μίνωος (μυθικός βασιλιάς της Κρήτης) για να σου λυθούν οι απορίες.

Εκεί που σου μένουν οι απορίες πάντως είναι σε μερικές οδούς που δεν παρέχεται καμμία διευκρίνιση. Για παράδειγμα, οι οδοί 1770, 1821, 1866, 1878 (που αν δεν είσαι εντόπιος δεν αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι είναι χρονολογίες κρητικών επαναστάσεων), η 25ης Αυγούστου και η 62 Μαρτύρων. Γι' αυτήν την τελευταία κυκλοφορεί αστικός μύθος ότι αναφέρεται στον αριθμό των ανθρώπων που μαρτυρούν καθημερινά προσπαθώντας να οδηγήσουν κατά μήκος της, αλλά νομίζω ότι είναι υπερβολή - προφανώς άλλο επεισόδιο της τοπικής ιστορίας αφορά. Εγώ πάντως κατάλαβα σύντομα ότι όταν δεν παίζει υπότιτλος, το θέμα είναι μάλλον κρητικού ενδιαφέροντος, άρα θεωρείται γνωστή η απάντηση. Αφού εντόπισα μια οδό Καγιαμπή (οπλαρχηγός Πεδιάδος) πήγα στην οδό Πεδιάδος για τη συνέχεια και δεν υπήρχε υπότιτλος. Όλοι οι Ηρακλειώτες που ρώτησα πάντως ήξεραν για ποια πεδιάδα επρόκειτο, άρα προφανώς το θέμα ήταν ΣΟΣ.

Σκέφτομαι βέβαια ότι για να περιλαμβάνουν οι πινακίδες της πόλης σου μια ικανή δόση τοπικής ιστορίας, θα πρέπει η πόλη σου αν μη τι άλλο να διαθέτει ιστορία, και το Ηράκλειο έχει άφθονη. Αντίθετα, στα αθηναϊκά προάστεια που έχω ζήσει ως επί το πλείστον, υπάρχει μια σχετική κοινοτοπία στην ονοματοδοσία. Ως παιδί θυμάμαι όλους τους παράλληλους δρόμους με ονόματα Μικρασιατικών πόλεων (Αλατσάτων, Μάκρης, Κυδωνιών, Νικομηδείας...) να διασταυρώνονται κάθετα με ήρωες του '21 (Μάρκου Μπότσαρη, Ρήγα Φεραίου, Κολοκοτρώνη...). Όταν αλλάξαμε γειτονιά οι ήρωες παρέμειναν, αλλά διασταυρωνόντουσαν πλέον με αρχαίους (Σωκράτους, Αριστείδου, Θεμιστοκλέους κλπ.). Ατυχώς ο ακριβώς διπλανός δήμος, δυο στενά πιο κάτω, είχε ακριβώς την ίδια φαεινή έμπνευση ονοματοδοσίας των δικών του οδών, κι έτσι μπορούσες να συναντήσεις δύο οδούς Αριστείδου να διασταυρώνονται με δύο διαφορετικές Αθανασίου Διάκου σε συνολική απόσταση περίπου τέσσερα στενά, με ολέθριες συνέπειες στον προσανατολισμό. Καμιά φορά βέβαια οι Δήμοι έχουν κάπως καλύτερες εμπνεύσεις - το τελευταίο σπίτι που έμενα όντας σε αθηναϊκό προάστειο ήταν σε διασταύρωση μιας παγκοσμίως άγνωστης ζωγράφου κι ενός παγκοσμίως αγνώστου ποιητή, των οποίων όμως τα μεσοπολεμικά σπίτια βρίσκονταν επί των αντίστοιχων οδών. Η μονοκατοικία της καλλιτέχνιδος υφίσταται ακόμα, το σπίτι του ποιητή έχει δοθεί αντιπαροχή προ πολλού.

Στην Ικαρία φυσικά δεν έχουμε προβλήματα ονοματοδοσίας καθώς πλην ελαχίστων εξαιρέσεων δεν υπάρχουν οδοί, κι αν υπάρχουν δεν το ξέρει κανείς. Στον Εύδηλο πάντως έχω δει τρεις-τέσσερις: το πλακόστρωτο ονομάζεται Καλλιόπης Κατσούλη (όπου και το σπίτι της τοπικής ευεργέτιδος), ο αμαξωτός δρόμος ονομάζεται Γεωργίου Π.Ν. Σπανού (όπου και η προτομή του ήρωος, μοναδικού νεκρού της Ικαριακής επανάστασης του 1912) και το στενάκι που βγάζει στην πλατεία οδός Πλοιάρχου Ι. Δουρή (νομίζω πεσών το 1940 ή στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο). Υπάρχουν και κάτι σκαλάκια που έγραφαν Διάβα Κορίννας, αλλά η ιστορία με την εν λόγω Κορίνα δεν είμαι σίγουρος πώς ακριβώς έχει. Ατυχώς δεν υπάρχουν υπότιτλοι σε καμμιά από αυτές τις ταμπέλες. Αναρωτιέμαι μήπως θα έπρεπε να τους εισάγουμε...

Τις πιο σουρεαλιστικές ονοματοδοσίες πάντως (όχι από το Δήμο βέβαια, εννοείται) τις έχω δει κάπου στο Καρκινάγρι. Όχι στο ίδιο το χωριό, αλλά σε κάτι μονοπάτια πηγαίνοντας για τον κάβο-Πάπα ή για την κατ΄ευφημισμόν "παραλία" στη Μαύρη (μη φανταστείτε ομπρέλες και καντίνες, ε;), όπου κάποιος είχε γράψει πάνω σε ένα βράχο με κόκκινη μπογιά "οδός Λένιν", και λίγο πιο κάτω σε ένα πλαϊνό μονοπατάκι "οδός Μπακούνιν", πράγμα αρκούντως ρηξικέλευθο για τα αυστηρά ορθόδοξα (στα πλαίσια της αριστεράς, πάντα...) ήθη του τόπου.

Γυρνώντας στο Ηράκλειο πάντως, τις προάλλες σχολίαζα μεγαλοφώνως (και σκωπτικά, μάλλον) την πρακτική του υποτιτλισμού. Κάποιοι από τους παλιούς αυτόχθονες μου εξήγησαν ότι η ιδέα έχει τις ρίζες της στην περίοδο της δημαρχίας Καρέλη, στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ. Ετοιμάστηκα να ρίξω μύδρους κακεντρέχειας στο ρέκτη πρώην δήμαρχο, όταν με διέκοψε η φωνούλα νεαράς αυτόχθονος συναδέλφου από το βάθος του δωματίου:

- Δηλαδή ρε παιδιά, στα άλλα μέρη οι ταμπέλες δεν έχουν εξήγηση από κάτω;

Πήρα το ύφος "Αγαπητό μου παιδί" και ετοιμάστηκα να κάνω τον έξυπνο, αλλά πρόλαβε μια άλλη κοπέλα στην παρέα και πήρε το λόγο.

- Στην Αθήνα δεν έχουν, αλλά έχουν στο Παρίσι.

Αποσβολώθηκα.

- Πού;
- Στο Παρίσι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι υπήρχε και οδός Θερμοπυλών, με πλήρη εξήγηση από κάτω.
- Α, ρε Κρήτη
, ακούστηκε υπερηφάνως η μικρή από το βάθος. Πάντα στην πρωτοπορία.

Πήρα μια βαθιά ανάσα, και αποχώρησα ως βρεγμένη γάτα για να αρχίσω να ετοιμάζω την ανάρτηση που διαβάζετε.

3/3/09

Για τα πανηγύρια

"...Κι ομολογώ, απόλαυση άλλη δεν υπάρχει πιο χαριτωμένη,
απ’ όταν σμίγει ο κόσμος όλος σ’ ευφροσύνη: στην αίθουσα
οι καλεσμένοι, καθισμένοι στη σειρά, ακούν τον αοιδό
προσηλωμένοι, και τα τραπέζια εκεί μπροστά γεμάτα
ψωμί και κρέας• ο οινοχόος να τραβά απ’ τον κρατήρα
το κρασί και να περνά, να το κερνά στις κούπες.
Βαθιά το αισθάνομαι πως είναι αυτό ό,τι πιο ωραίο υπάρχει."

Οδύσσεια ι, 5-11



Η τελετουργία που περιγράφει ο Όμηρος στο παλάτι των Φαιάκων μου θυμίζει ένα τυπικό πανηγύρι στα καθ' ημάς. Όποιος έχει βρεθεί στην Ικαρία καλοκαίρι, καταλαβαίνει τι εννοώ. Τον παλιό καιρό, πανηγύρια στην Ικαρία γίνονταν προς τιμήν κάποιου Αγίου: από τις 5 Μαΐου, της Αγίας Ειρήνης, μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου, Σοφίας, Πίστεως, Αγάπης και Ελπίδας, κάθε σημαντικός ή λιγότερο σημαντικός Άγιος είχε το πανηγύρι του, στο χωριό που φιλοξενούσε την αντίστοιχη εκκλησία. Η θρησκευτική βάση των πανηγυριών βέβαια αποδυναμώθηκε συν το χρόνω. Ως παιδί θυμάμαι αμυδρά κάτι τρικούβερτους καυγάδες στον Εύδηλο (όπου ο πολιούχος Άγιος Χαράλαμπος είναι χειμωνιάτικος και δε βολεύει, οπότε το πανηγύρι γινόταν το καλοκαίρι με την αφορμή των Πανικάριων Αγώνων Στίβου) ανάμεσα σε μια μερίδα που ήθελε να μεταφέρει το πανηγύρι πριν τις 15 Αυγούστου, ώστε να προλάβουν τον πολύ κόσμο και σε μια άλλη μερίδα που ήθελε να παραμείνει μετά τις 15, ώστε να μη συμπίπτει με μέρες νηστείας.

Σήμερα που όσοι νηστεύουν θεωρούνται στην καλύτερη περίπτωση αγαθιάρηδες και στη χειρότερη επικίνδυνοι μουτζαχεντίν, η επίμαχη περίοδος μεταξύ 1ης και 15ης Αυγούστου έχει πάθει πανηγυρική συμφόρηση. Όσοι δεν κάνουν πανηγύρια κάνουν χοροεσπερίδες, κι ακόμα και χωριά άδεια ολοχρονίς από κατοίκους προλαβαίνουν και στήνουν το πανηγυράκι τους. Δεν απαιτούνται ούτε Άγιοι ούτε Προφήτες - μια πρόχειρη αφισοκόλληση σε μερικά κομβικά σημεία και λίγη προφορική διάδοση αρκούν για να μαζέψεις καμμιά χιλιάδα.

Η αλήθεια είναι ότι το κοινό των πανηγυριών έχει αλλάξει αρκετά, όπως και το ωράριό τους. Σε πανηγύρια πηγαίνω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου: όχι μόνο ως επισκέπτης, κάποιες φορές συμμετείχα και στη διοργάνωση (η μάλλον για να ακριβολογούμε "περετούσα" στρώνωντας τραπέζια και κουβαλώντας κρασιά). Μικρός θυμάμαι ως θαμώνες κάτι χωριανούς και κοντοχωριανούς, αραιά και πού τίποτα τουρίστες που τράβαγαν εξωτικές φωτογραφίες. Πήγαιναν οχτώ-εννιά η ώρα, μεσάνυχτα ήταν στο τσακίρ κέφι, και κατά τις τρεις αραίωναν γιατί το πρωί έπρεπε να πάνε στα ζώα ή στο χωράφι.

Μπορεί να το κάνουν και σήμερα, δεν είμαι σίγουρος, γιατί συνήθως φτάνω πατημένες μία, ίσως και δύο στα πιο μακρινά. Σπανίως προλαβαίνουμε να φάμε ή να πιούμε, καθώς τα νεολαιΐστικα πλήθη έχουν ήδη κατακλύσει το χώρο. Με τα χρόνια έχω εμπεδώσει το ρόλο του χορευτή των μικρών ωρών, ρόλο που παίζω αθόρυβα μέσα στο πλήθος (αφθονούν τα πρωινά μπαλέτα, έτσι κι αλλιώς). Νωρίτερα περιορίζομαι να τσιμπολογάω κανένα ρασκό, αν υπάρχει, και να ασκώ την κοινωνικότητά μου πίνοντας το κρασάκι μου με παλιούς και νέους φίλους. Κάποια στιγμή σταματάω να πίνω όταν έχω να οδηγήσω μετά, και αρχίζω να συμμετέχω σ' εκείνους τους σχοινοτενείς καριώτικους που κρατάνε μισή με μία ώρα έκαστος, και συνεχίζω να ασκώ την κοινωνικότητά μου και χορεύοντας.

Ο καριώτικος είναι λίαν κοινωνικός χορός. Ειδικά όταν στην πίστα συνωθούνται μερικές εκατοντάδες, δε γίνεται να μην πιάσεις κουβέντα με τους γείτονες. Για λίγο, βέβαια, καθώς οι γείτονες ανανεώνονται ταχύτατα πάνω στη σύγχιση. Οπότε κάποια στιγμή θα περάσει από μπροστά σου και εκείνη η νεαρή κρουβαλίτσα που είδες νωρίτερα κι έμεινες να την κοιτάζεις με ανοιχτό στόμα, και θα βρεις αφορμή να δείξεις τη χορευτική σου δεξιοτεχνία προς εντυπωσιασμόν της. Με προσοχή όμως, μη σου φύγει και κάνα πόδι στην ηλικία σου. Άμα είσαι τυχερός και είναι φιλομαθής η νέα, θα την πιάσεις από δίπλα να της δείχνεις τα βήματα (ποια βήματα καλέ; έχει και βήματα;). Και όταν το επόμενο χορευτικό κύμα σας χωρίσει και κάποτε ξεβραστείς στα τραπέζια, θα βρεις αφορμή να πλησιάσεις και να κάνεις κανονική επαφή. Ίσως καταφέρεις τότε να την ψήσεις για κανένα τανγκουδάκι - το "Με φωνάζουνε τρελή" κατά προτίμηση. Η ακόμα καλύτερα για κανέναν χορό ανά ζεύγη (αντικρυστό; τσιφτετέλι; καρσιλαμά;) όπως αυτόν που περιγράφει πάλι η Οδύσσεια.


[...] άρχισαν τότε
οι δυό τους το χορό,
τη γη πατώντας που μας τρέφει τους ανθρώπους,
αντικριστά και συναλλάσσοντας απανωτά λυγίσματα•
ενώ στο πλάι οι άλλοι, παλληκαράκια ακόμη,
μέσα στον ίδιο κυκλικό χορό στημένα, φώναζαν
και χτυπούσαν παλαμάκια. Κι αντιλαλούσε ο τόπος
απ’ το μεγάλο βουητό.

Οδύσσεια θ, 406-413


Αν και δεν είμαι κανένας φανατικός οπαδός της αδιάσπαστης τρισχιλιετούς ελληνικότητας, δεν μπορώ παρά να αισθανθώ πολύ οικεία με ετούτες τις παμπάλαιες περιγραφές. Σκέφτομαι ότι το πνεύμα αυτής της συνεύρεσης των ανθρώπων σε έναν κοινό χώρο, γύρω από ένα τραπέζι ή από το νοητό κέντρο ενός κυκλικού χορού, διατηρεί ένα αρχέγονο συμβολικό χαρακτήρα που είναι σε ευθεία αντίθεση με το πνεύμα της διαρκούς ιδιώτευσης που επιβάλλουν οι παγκοσμιοποιημένοι καιροί μας. Μπορεί να υπερβάλλω ή να επηρεάζομαι από τοπικισμούς, νομίζω όμως ότι τα καριώτικα πανηγύρια είναι γιορτές συλλογικότητας υψηλής στάθμης, αντίθετα με άλλα που έχω δει ή μου έχουν περιγράψει σε άλλα μέρη.

Καθώς οι ώρες περνάνε κι αρχίζει να ξημερώνει, κοιτάζεις γύρω και βλέπεις πράγματα που ίσως σε ενοχλούν. Οι πιο πολλοί χωριανοί έχουν πάει σπίτι τους από ώρα, οι κρούβαλοι έχουν κυριαρχήσει στην πίστα, σκηνές άγριας κραιπάλης εναλλάσσονται με τη μυρωδιά του μπάφου μάλλον παρά του κρασιού. Ως μούχλας και συντηρητικός γέρος που είσαι δεν το εγκρίνεις, θα προτιμούσες να μην ήταν έτσι, αλλά από την άλλη σκέφτεσαι ότι ίσως δεν πειράζει και τόσο. Μετά το Bésame Mucho και το φοξ-ανγκλαί, η ορχήστρα παίζει τον Πεχλιβάνη του Θανάση Παπακωσταντίνου ως απτάλικο και τα πλήθη ξεσηκώνονται. Έχει την πλάκα του. Η μαμά σου δεν θα αναγνώριζε τα τεκταινόμενα ως πανηγύρι, αλλά ο καθείς και τα όπλα του, λένε. Από τις ισοπεδωμένες συνειδήσεις, τον καταναλωτισμό και την τηλεοπτική χαύνωση, ίσως είναι προτιμότερος ο ιδρωμένος κρούβαλος έξι το πρωί σε ένα βουνό της Ικαρίας που περιστρέφεται στο ρυθμό του Πεχλιβάνη, ατυχώς μαζί με την εκθαμβωτική νεαρά που ήθελες να της διδάξεις καριώτικο. Ο καθένας πίσω στους δικούς του.

Κατά τις οχτώ, ο ήλιος είναι ψηλά και έχεις φορέσει γιαλιά ηλίου. Κάποιοι από την παρέα λένε να φύγουμε, αλλά όλοι κωλυσιεργούν σαν κάτι να περιμένουν. Κι έπειτα αυτό που περιμένουν όλοι έρχεται, οι πρώτες νότες του καριώτικου ακούγονται από το βιολί και αρχίζει ένας ακόμα κύκλος. Σ' αυτό τον κύκλο είμαστε όλοι, χωριάτες και γιάπηδες και κρούβαλοι και καριώτες και ξένοι, όμορφοι και άσχημοι, χοντροί και συλφίδες, πλούσιοι και πένητες, νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, μετ' αλλήλων χορεύσατε. Με κάποιο περίεργο συνειρμό, σκέφτεσαι πως και οι Άγιοι, ων την μνήμην επιτελούμεν, πανηγυρίζουν μαζί μας, παρέα με τους ομηρικούς συνδαιτυμόνες. Χαμογελάς - για λίγο χορεύεις στον κάβο, αλλά γρήγορα αφήνεις τη θέση σου σε πιο καλούς στο χορό φίλους.

Καμιά ώρα αργότερα κατηφορίζεις με το αμάξι προς τη θάλασσα, το μελτέμι δεν έχει αρχίσει ακόμα και στη γαλήνια επιφάνεια καθρεφτίζονται χιλιάδες μικροί ήλιοι. Παρέες ταλαιπωρημένων πανηγυριστών κάνουν νόημα για ωτοστόπ. Σταματάς εξηγώντας ότι δεν πας προς Να, αλλά βολεύονται μια χαρά και με το "λίγο πιο κάτω", μετά θα βρουν άλλον ή θα περπατήσουν. Από στροφή σε στροφή η εικόνα της θάλασσας εναλλάσσεται - πότε δεξιά, πότε αριστερά. Σκέφτεσαι μήπως να πιάσεις κουβέντα με τα παιδιά, να τα ρωτήσεις πώς τους φάνηκε το πανηγύρι. Αλλά δεν υπάρχει λόγος, διαβάζεις την απάντηση στα ευτυχισμένα τους πρόσωπα. Ίσως διαβάζουν κι εκείνοι κάτι στο δικό σου.

Ή και στο ιστολόγιο, τέλος πάντων, δεν ξέρεις ποτέ.


Σ.Σ. Τις συνοδευτικές φωτογραφίες από πανηγύρι στις Ράχες υπεξαίρεσα άνευ αδείας από τον Άγγελο (αν και ελπίζω στην κατανόησή του...), και μπορείτε να δείτε όλο το σετ στο http://flickr.com/photos/angeloska/2746965295/in/set-72157594248511843/. Οι στίχοι της Οδύσσειας είναι από την απόδοση του Δ.Ν. Μαρωνίτη. Ρασκό είναι άγριο κατσίκι Ικαρίας, τυπικό έδεσμα πανηγυριού (ψητό, στη λαδόκολλα). Κρούβαλος ή γκρούβαλος είναι νεολογισμός της ικαριακής αργκό που χαρακτηρίζει τον ελευθεριάζοντα (δηλ. φρικιό) καλοκαιρινό επισκέπτη, συνήθως ελεύθερο κατασκηνωτή στο Να ή αλλαχού. Κάβος είναι η αρχή του κύκλου, ο πρώτος που χορεύει. Ο καριώτικος είναι σχετικά δημοκρατικός - κανονικά αφού κάνεις τις φιγούρες σου πρέπει να παραχωρήσεις τον κάβο στον επόμενο, και ενίοτε μπορεί να περάσει όλος ο κύκλος και να ξανάρθει η σειρά σου. Συχνότατα βέβαια οι χορευτές είναι πάαααααρα πολλοί και γίνονται πολλοί κάβοι με κύκλους χορού που μπλέκονται ο ένας με τον άλλο.

Η μουσική των πανηγυριών περιελάμβανε από κάποια στιγμή και μετά ένα τουλάχιστον session με "ευρωπαϊκά", δηλαδή τανγκό, φοξ ανγκλαί ή φοξ τροτ, και βάλς. Ανάλογα με τις ικανότητες του κάθε παλιού βιολιστή να μάθει κάτι πέρα από τον καριώτικο (δεν ήξεραν μουσική οι άνθρωποι...) διαμορφώθηκαν φοβερά πανηγυριώτικα σουξέ όπως το κλασικό "Bésame Mucho" και το "Historia de un amor", το φοξ-ανγκλαί "Εγώ θα σ' αγαπώ και μη σε νοιάζει", τα "Κύματα του Δουνάβεως" και φυσικά το τανγκουδάκι (δύο μπρος-ένα πίσω) "Με φωνάζουνε τρελή" που είναι παγκοσμίως άγνωστο εκτός Ικαρίας μάλλον, και προέρχεται από ένα δίσκο (δεκαετίας του '70 ίσως) της τραγουδίστριας Ελευθερίας Χριστοπούλου (κάπου διάβασα ότι πρόκειται για τη μαμά της Πέγκυς Ζήνα...). Κύριος οίδε πώς προέκυψε ικαριακό σουξέ...

Οι φράσεις "πλούσιοι και πένητες, νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, μετ' αλλήλων χορεύσατε" προέρχονται (όχι με την ίδια σειρά, νομίζω) από τον Κατηχητικό Λόγο του Ιωάννου του Χρυσοστόμου.