ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/7/08

Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι...

Η μεταπολίτευση του 1974, εκτός από την αποκατάσταση των αντιπροσωπευτικών θεσμών και τη νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων, σήμανε για πολύ κόσμο και την απελευθέρωση από ένα είδος πολιτιστικής καθυστέρησης που κρατούσε τη χώρα "πίσω" σε κοινωνικό επίπεδο, σε επίπεδο αντιλήψεων και πολιτισμού. Η απελευθερωτική αύρα οδήγησε αρχικά σε μια έξαρση της πολιτικοποίησης (που σιγά σιγά βέβαια ξέφτισε και εκφυλίστηκε) και σε διάφορες απόπειρες να διαμορφωθεί ένας λόγος ριζικά διαφορετικός από τον κατεστημένο λόγο της μετεμφυλιακής τάξης. Αυτό το παιχνίδι παίχτηκε (και χάθηκε) σε πολλούς χώρους: στο ντύσιμο και τη μουσική, στη λογοτεχνία, στα σχολεία και τα πανεπιστήμια και τους χώρους εργασίας. Και με ιδιαίτερα έκδηλο τρόπο, στο σινεμά.

Την εποχή της μεταπολίτευσης πήγαινα πρώτη δημοτικού και φυσικά δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα. Οι κινηματογραφικές εικόνες που είχα στο μυαλό μου τότε (και για πολλά χρόνια ακόμα) ήταν οι "κλασικές" της Βουγιουκλάκη και των κωμωδιών με τον Κωσταντάρα και τον Παπαγιαννόπουλο, και νομίζω πως τις ίδιες εικόνες είχε στο μυαλό του και ο περισσότερος κόσμος. Κάπου παράλληλα όμως υπήρχε ένα σύμπαν ανθρώπων που είχαν από καιρό διαρρήξει τους δεσμούς τους με τη Φίνος Φιλμ και ψαχνόντουσαν αλλιώς. Βέβαια, ελληνικές ταινίες με καλλιτεχνικές αξιώσεις γυριζόντουσαν και παλιότερα (όπως οι αριστουργηματικές ταινίες του Τάκη Κανελλόπουλου στη δεκαετία του '60, ή η "Αναπαράσταση" του Αγγελόπουλου το 1971, η "Ευδοκία" του Δαμιανού κάπου τότε), χώρια που αρκετές "εμπορικές" ταινίες μια χαρά στεκόντουσαν (και η "Κάλπικη Λίρα" και "Η θεία απ' το Σικάγο" - ο καθείς και τα όπλα του). Ωστόσο, εκεί γύρω στη μεταπολίτευση φαίνεται πως έγινε το μπαμ που οδήγησε σε αυτό που ο Σαββόπουλος θα σάρκαζε μια δεκαετία αργότερα:

"...οι εμπνεύσεις μου είναι γλωσσοδέτες
νιώθω συχνά σαν τους τριγύρω σκηνοθέτες
που οδηγήσαν μια γενιά
στα πιο βαθιά χασμουρητά"

Ανεξάρτητα από το πόσο νυσταλέο ή βερμπαλιστικό ήταν τελικά το "κουλτουριάρικο" σινεμά (άλλωστε εκτός από ιδεολογία η τέχνη θέλει και ταλέντο), το σίγουρο είναι ότι ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος κατέρρευσε, περισσότερο χάρη στην εισβολή της τηλεόρασης βέβαια, παρά σε οποιαδήποτε άλλη μεταπολιτευτική διαδικασία. Αλλά ήταν η τηλεόραση αυτή που κατέστησε ξανά δημοφιλείς τις παλιές ελληνικές ταινίες, καθώς το Σαββατόβραδο της ελληνικής οικογένειας ήταν για χρόνια αφιερωμένο στην ελληνική ταινία που έδειχνε η ΥΕΝΕΔ. Πέρασαν τα χρόνια, οι επαναστημένοι πήγαν σπίτι, εγώ έφτασα δευτέρα λυκείου, τα σινεμά έπαιζαν ξένες ταινίες κυρίως, και ένα βράδι πονηρό ήρθαν όλα τούμπα.

Όπως θα θυμούνται οι παλιότεροι, η ζημιά έγινε ένα βράδι Σαββάτου, νομίζω στα τέλη του 1983. Η ΥΕΝΕΔ είχε μόλις μετονομαστεί σε ΕΡΤ2 και δεν ήταν πια στρατιωτικό κανάλι. Εκείνη την αποφράδα μέρα (ή νύχτα) είχε προγραμματιστεί η προβολή της ταινίας "Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι" για την οποία κανείς δεν είχε ακούσει τίποτα. Λίγα λεπτά μετά την έναρξη της προβολής, πλήθη έξαλλων τηλεθεατών είχαν σπάσει τα τηλέφωνα του καναλιού από τις διαμαρτυρίες. Ο πρόεδρος του καναλιού δεν έβρισκε τον αρμόδιο τεχνικό βάρδιας και κατέφυγε στην έσχατη λύση: κατέβασε το γενικό. Για κάνα ημίωρο η οθόνη δεν είχε σήμα. Την Κυριακή παραιτήθηκε και ο ίδιος και όλη η διοίκηση του καναλιού. Τη Δευτέρα οι εφημερίδες κυκλοφόρησαν με πηχιαίους τίτλους "Αίσχος", "Ντροπή", "Τσόντα στην TV" και άλλα τέτοια. Η αντιπολίτευση σήκωσε το θέμα όσο γινόταν - έκανε μήνες να ξεφουσκώσει.

Προς το τέλος της κινηματογραφικής περιόδου, την εβδομάδα μετά το Πάσχα του 1984, ο κινηματογράφος ΑΣΤΥ επί της οδού Κοραή πρόβαλλε την επίμαχη ταινία. Παρά το τέλος εποχής, οι ουρές ξεπερνούσαν τα σκαλιά του υπόγειου σινεμά και έφταναν μέχρι το τέρμα των τρόλεϋ στο απέναντι πεζοδρόμιο (τότε δεν ήταν πεζόδρομος και φυσικά δεν υπήρχε σταθμός μετρό από κάτω). Ήμουν στην Ικαρία τότε, αλλά πήρε το αυτί μου ότι η προβολή είχε απαγορευτεί. Λίγες μέρες αργότερα, Μάιο μήνα, στο ΑΤΤΙΚΟΝ επί της Σταδίου, η Εταιρία Ελλήνων Σκηνοθετών γιόρταζε τα "10 χρόνια νέου ελληνικού κινηματογράφου" προβάλλοντας για μια βδομάδα (πέντε ταινίες τη μέρα) διάφορες ταινίες που είχαν γυριστεί μεταξύ 1974-1984. Το βράδι της τελευταίας μέρας, Κυριακή ήτανε, είχε προγραμματιστεί αν θυμάμαι καλά "Ο Θίασος" του Αγγελόπουλου. Όμως λόγω της επικαιρότητας το πρόγραμμα άλλαξε, και στο αναθεωρημένο πρόγραμμα φιγουράριζε πλέον η πέτρα του σκανδάλου.

Κυριακή μεσημέρι, τελείωσα το φαγητό και την ακρόαση των ειδήσεων του Πρώτου Προγράμματος μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια, και δήλωσα ότι πάω σινεμά. "Μεσημεριάτικα;" ρώτησαν οι δικοί μου. Τους εξήγησα ότι είχε ένα αφιέρωμα με πολλές ταινίες, και ότι θα πήγαινα για να δω την "Παραγγελιά" του Τάσιου και τη "Ρεβάνς" του Βεργίτση, τζάμπα κιόλας. Πήρα το λεωφορείο και έφτασα έξω από το Αττικόν. Οι ουρές είχαν στρίψει τη γωνία και κόντευαν να φτάσουν στην πλατεία Καρύτση. Έκανα διάφορες ανεπιτυχείς προσπάθειες να τρυπώσω πλαγίως επικαλούμενος το νεαρόν της ηλικίας μου και διάφορες άλλες σαχλαμάρες. Δεν έπιασαν, κι έτσι στήθηκα στην ουρά που δεν εκινείτο με τίποτα.

Περιμέναμε ώρες. Αυτοί που ήταν μέσα δεν ήθελαν να φύγουν για να μπουν οι επόμενοι, οι έξω άρχισαν να φωνάζουν και να ωρύονται, κάποια στιγμή (μετά τις έξι και αφού είχε παιχτεί η "Ρεβάνς") απειλήθηκαν σοβαρά επεισόδια, τελικά κάποιοι βγήκαν και κάποιοι άλλοι μπήκαν φωνάζοντας "Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται", ενώ τα ρολά κατέβηκαν στη μούρη ημών των υπολοίπων που κράζαμε "Ο αγώνας τώρα συνεχίζεται", αλλά μας διαβεβαίωσαν ότι θα μπούμε στην επόμενη ταινία. Βρήκα στην ουρά τον Π., ένα συμμαθητή μου από τα Αγγλικά που ήταν "μεγάλος" (δηλαδή είκοσι χρονών περίπου) και άκουγε σε ένα ραδιοφωνάκι με ακουστικό τους ποδοσφαιρικούς αγώνες της ημέρας. Είχε ντέρμπυ Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού, χωρίς βαθμολογικό ενδιαφέρον όμως - το πρωτάθλημα ήταν ήδη πράσινο. Ο Π. ήταν έκδηλα ανήσυχος για δύο λόγους: ο Ολυμπιακός είχε φάει γκολ, και είχε ακουστεί στην ουρά ότι "η ταινία δεν έχει πολύ τσόντα τελικά".

Κάποτε άνοιξαν οι πόρτες. Τρέξαμε αγωνιωδώς να βρούμε θέση - γινόταν ο κακός χαμός μέσα. Άλλοι καθόντουσαν στους διαδρόμους, άλλοι κρεμόντουσαν από τους εξώστες. Κάποιοι αρπάχτηκαν δι' ασήμαντον αφορμήν και αφού αντάλλαξαν τα απαραίτητα ("Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;", "Έβγα έξω ρε αν είσαι άντρας") σηκώθηκαν να πάνε να πλακωθούν έξω και εγώ με τον Π. προλάβαμε και χωθήκαμε στις κενές θέσεις που δημιουργήθηκαν, προς μεγάλη ζήλεια διαφόρων που δεν πρόλαβαν.

Είχε ζέστη αφόρητη. Πρέπει να είμασταν πατικωμένοι ίσαμε δυό χιλιάδες άτομα μέσα. Επικρατούσε και φοβερή βαβούρα. Κάποιοι από μπροστά κάτι φώναζαν που δεν ακούστηκε, αλλά νομίζω ότι μέσα στη φράση υπήρχε κάτι σαν "μια άλλη ταινία". Ύστερα έσβησαν τα φώτα. Νεκρική σιγή έπεσε.

Άρχιζε...

(η συνέχεια στο επόμενο)



Σ.Σ. Για όσους δεν έζησαν τις εποχές εκείνες, ο αγώνας τότε "δικαιωνόταν" κατά κύριο λόγο στις συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ που ήταν σχετικά φρέσκια κυβέρνηση, ενώ "συνεχιζόταν" στις συγκεντρώσεις της Αριστεράς και κατά κύριο λόγο του ΚΚΕ, οπότε τα συνθήματα του εξουθενωμένου πλήθους πρέπει να ιδωθούν ως χιούμορ, βέβαια. Ισχυρίζονται κακεντρεχώς ορισμένοι ότι κανένας αγώνας δεν έγινε ποτέ.

Το τραγουδάκι του Σαββόπουλου ονομάζεται "Νέο Κύμα" και ξεκινάει τον αμφιλεγόμενο δίσκο "Τραπεζάκια έξω" (1983).

6 σχόλια:

Αόρατη Μελάνη είπε...

Βρε πού τα θυμάσαι!

Αξέχαστη βραδιά!

Ήμουν από τους τυχερούς (παρά το νεαρό της ηλικίας μου) που είδαν την ταινία στην τηλεόραση την αποφράδα νύχτα. Θυμάμαι ελάχιστα πράματα - έναν παχουλό πλαδαρό μουσάτο, ο οποίος μάλλον ήταν ο ίδιος ο σκηνοθέτης (φαίνεται δεν βρήκε ηθοποιό διατεθειμένο να ερμηνεύσει το ρόλο, ή ίσως κανείς δεν στεκόταν στο ύψος των προσδοκιών του) να φοράει πάνα σαν μωρό και να τον ταΐζει μια κυρία με το μπιμπερό. Δεν ξέρω αν τον άλλαξε κιόλας και του έβαλε και ταλκ, ή αν η μνήμη μου διαστρεβλώνει την ήδη φαιδρή πραγματικότητα. Γενικά πάντως δεν μου φάνηκε τσόντα, μόνο βαρετό και ηλίθιο (είπαμε, ήμουν μικρή και άπραγη...). Άλλωστε ότι γυμνό είχε δεν ήταν χυδαίο, μόνο απωθητικό. Αυτό που λέμε κουλτούρα και απόγνωση.

Μετά η οθόνη γέμισε χιόνι, όπως θυμάσαι, και αναρωτιόμουν μαζί με τη μαμά μου αν αυτό το χιόνι θα επακολουθήσει το χαλάζι που προαναγγέλει ο τίτλος της ταινίας.

Τραυματική εμπειρία, προφανώς με σημάδεψε και καθόρισε την μετέπειτα πολιτιστική-καλλιτεχνική μου πορεία (ανύπαρκτη).

Περιμένω με αγωνία να ακούσω την περιγραφή των δικών σου εντυπώσεων!

Idom είπε...

Αγαπητέ κε Ροβιθέ!

Σε σχέση με τις τσόντες, αληθινές ή κατά φαντασία, εμένα μού έμεινε ως απωθημένο από τα εφηβικάτα μου να δω την σειρά "Mαθήτριες". Όταν είχε έρθει στην ωραία πατρίδα μας εγώ ήμουν τζόβενο και επιπλέον μικρόδειχνα οπότε καμία ελπίδα δεν είχα να τρυπώσω στο σινεμά.
Ε, τελικά μεγάλωσα χωρίς αυτό!
:-))

Πάντως μού φαίνεται ότι δεν εκτιμάτε πολύ τον βαθυστόχαστο / κουλτουριάρικο ελληνικό κινηματογράφο.
Μήπως φταίει που είστε επιστήμων άνθρωπος και αποφεύγετε τα φευγάτα;
:-)

Idom

Β. είπε...

@ Α.Μ.
Δεν το είχα δει στην τηλεόραση ΄- ή βλέπαμε ΕΡΤ ή κάτι άλλο γινόταν, πάντως το πήρα είδηση την άλλη μέρα.

Στα πλαίσια της "ρήξης" με το κατεστημένο, είχε την πλάκα του και αναδρομικά το βλέπω με συμπάθεια. Προς θεού όμως - μην τυχόν την πάρει κανείς στα σοβαρά την ταινία. Αν κάποιος τη δει σήμερα εκτός συμφραζομένων (όπως την είδαν και οι περισσότεροι το 1984 άλλωστε) προφανώς θα τον κυριεύσει η απόγνωση... Πάντως οι διακόπτες δεν θα έπεφταν - έχουν δει τόσα τα μάτια μας πια στα χρόνια που μεσολάβησαν...

@Idom
Τη σειρά στην οποία αναφέρεστε την αγνοώ πλήρως. Δεν θα είμεθα συνομίληκοι, φαντάζομαι.

Πάντως μάλλον εκτός θέματος σας βρίσκω...

Idom είπε...

Φτουου!

Και το 'λεγα: κάτι μού διαφεύγει, κατι μού διαφεύγει!...

:-)))

Idom

Christoforos είπε...

Εγώ πάλι τω καιρώ εκείνω είχα μόλις απογαλακτιστεί. Και η μοναδική επαφή μου με τα κοινωνικο-πολιτικά δρώμενα θα περιοριζόταν μάλλον στο να παρακολουθώ τον θείο μου τον Βρεττό να πανηγυρίζει το "πράσινο" πρωτάθλημα (το πρώτο των Βαρδινογιανναίων που έφεραν την "αλλαγή" στα ποδοσφαιρικά πράγματα).
Ως εκ τούτου, όλα όσα γράφετε και αναφέρετε, "αναρτητής" και "σχολιογράφοι" μου φαίνονται άκρως ενδιαφέροντα. Σαν σκηνές ντοκυμαντίρ της ιστορίας του τόπου μας στα "σκοτεινά" 80s, από τα οποία εμείς οι νεολέροι έχουμε αποθησαυρίσει μόνο την Μαντόνα με ροζ σοσόνια και τον Γκάλη του Ευρωμπάσκετ.

Να 'στε καλά.

Β. είπε...

@Christoforos
Υπήρχε Μαντόνα με ροζ σοσόνια στα '80s; Φοβερό! Βρε τι χάσαμε με το να τρέχουμε στα σινεμά...